Life

Η ανάγκη να μιλήσουμε, να «τοποθετηθούμε»

Δυο λόγια για την πίεση που νιώθουμε να επικοινωνήσουμε την ταυτότητά μας στους άλλους

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Η ανάγκη να μιλήσουμε, να «τοποθετηθούμε»

Πώς μπορείς να μείνεις απέξω, όταν όλοι μιλούν δυνατά για τα νέα hot topics;

Είμαι παλιός στο μέσον, και παλιός γενικώς, αλλά δεν παύει να με τρομάζει η ευκολία με την οποία συχνά αφήνεται κανείς να πέσει στο ρεύμα και να παρασυρθεί. Τα άπειρα τόπικ συζητήσεων, τα λογής τρεντς, τα θέματα που πρέπει να καλύψουμε σήμερα —βιαστικά, βουλιμικά, αχόρταγα— γιατί σε λίγες ώρες θα είναι παλιά και θα έχουν ήδη ξεχαστεί… όλα αυτά είναι κάπως τρομακτικά αν το καλοσκεφτείς. Σαν βαριά ομίχλη πάνω από μια λίμνη, η φοβερή ανάγκη να μιλήσεις κι εσύ πιέζει τους ώμους σου. Σε διατάζει, επιτάσσει να πάρεις θέση, να συζητήσεις, να εμπλακείς. Και δεν μιλώ εδώ για όσους το κάνουν επαγγελματικά, σαν υπηρεσία. Αυτοί πολύ καλά κάνουν, είναι η δουλειά τους, αλίμονο. Μιλώ για εμάς. Που οφείλουμε να μιλήσουμε, να πάρουμε θέση, να συζητήσουμε. Τα πάντα.

Τα πάντα, κυριολεκτικά. Πολλά από αυτά, δε, απίθανα πράγματα. Και πάλι: δεν μιλώ για εθνικά θέματα, αίφνης, για μείζονα, για μεγάλες καταστροφές, για τον πόλεμο στην Ευρώπη. Εκεί κάπως οφείλει πράγματι —υποτίθεται— να τοποθετηθεί κανείς, ναι. Κι ας μην έχει πιθανότατα ιδέα για το τι λέει. Ας μιλήσουν όλοι για τον μαυρόγυπα, εντάξει. Για την κλιματική καταστροφή. Οκέι. Για τον Πούτιν. Καλώς. Λέω, αντιθέτως, για όλα τα άλλα, που είναι πάντα πολύ περισσότερα, μια αχανής επικράτεια στην οποία όλοι αισθάνονται άνετα, με έναν τρόπο απολύτως ακατανόητο. Λέω γι’ αυτή την υπαίθρια αγορά, αυτό το ανοιχτό όλο το εικοσιτετράωρο κατάστημα ποικιλιών, το μπακάλικο-βαριετέ. Το χασάπικο.

Ξέρει κανείς τους λόγους, νιώθονται, δεν μας είναι άγνωστοι: θέλουμε να εκφραστούμε, να «επικοινωνήσουμε» την ταυτότητά μας, να ενώσουμε τις φωνές μας με άλλες, ταυτόσημες, να υποστηρίξουμε σταυροφορικώ τω τρόπω υποθέσεις που πιστεύουμε ότι μάς καίνε, να σηκώσουμε τον πυρσό μας και να οδεύσουμε προς τον πύργο του τέρατος, να πείσουμε και άλλους να μας ακολουθήσουν σ’ αυτό τον δρόμο, ή, απλούστερα, να γίνουμε φορείς ειδήσεων. (Ναι, πολλοί τουιτάρουν ακόμη και ειδήσεις τη στιγμή που συμβαίνουν, είναι σίγουροι πως είναι ρεπόρτερ). Όλα αυτά λέγεται ότι ισχύουν, ναι. Ενωνόμαστε με τον κόσμο έτσι, γινόμαστε ένα με την κοινότητα, διαμορφώνουμε το μέλλον — όχι;

Ναι, μπα, όχι, τίποτε από αυτά δεν συμβαίνει, ΠΡΟΦΑΝΩΣ και δεν συμβαίνει, από πού κι ώς πού να συνέβαινε δηλαδή; Πόθεν; Το μόνο που συμβαίνει (εκτός από το να βλέπουμε διαφημίσεις για το Temu και λευκές τίγρεις που ζουν σαν κατοικίδια σε αυλές ευγενικών Ρώσων) είναι να πέφτουμε σε εκείνη τη μηχανή του κιμά που βλέπαμε πιτσιρικάδες στο «The Wall» των Pink Floyd και χάσκαμε. Απλώς δεν είμαστε μαθητές σε οικοτροφείο: είμαστε ενήλικες. Αλλά η μηχανή του κιμά είναι Η ΙΔΙΑ. Εκείνη η παλιά, των Pink Floyd.

Και τώρα —ξανά—, όχι, δεν μιλώ καν για την έκθεσή μας στην παραπληροφόρηση και τα fake news, για τα τεχνητά echo chambers και τα filter bubbles, για τα αρνητικά συναισθήματα που γεννά όλο αυτό το πράγμα και κάνουν μικρά-μικρά κομματάκια το ηθικό μας, για τα κίνητρα που με ύπουλο τρόπο υποκρύπτονται πίσω από την τεράστια πλειονότητα του διαδικτυακού συρμού, για την αμφίβολη ποιότητα του «περιεχομένου» που διακινείται και καταναλώνουμε, για την ανυπαρξία diversity στα περισσότερα από τα τάχα μου hot topics, για τη συγγνωστή αδυναμία να είμαστε επαρκώς πληροφορημένοι για τη ζωή, το σύμπαν και τα πάντα, και φυσικά για το σημερινό κεντρικό θέμα συζητήσεως (πράγμα ασφαλώς που ξεχνάμε), για τη γενική απουσία σεβασμού και ενσυναίσθησης που επικρατεί, για την περίσσεια ηθικολογία που ζέχνει τη μια μεσοπόλεμο και την άλλη σεβεντίλα, για την εγγενή τάση του χρήστη να μη νοιάζεται για τα συναισθήματα του απέναντι, για την παράδοση της ατομικότητάς μας και της ασφάλειάς μας στον όχλο.

Μπα. Μιλώ για το γεγονός ότι, απέναντι σε όλα αυτά, κάποιοι θέλουμε να μαζευτούμε στη γωνιά μας. Και να μην τα ξέρουμε καν. Όλα αυτά που συναρπάζουν το κοινό. Να μην τα μάθουμε ποτέ, δεν μπορούν να μας αφορούν τα πάντα. «Πέθανε αυτός». Οκέι, πέθανε, κρίμα. «Σκότωσαν τον σκύλο». Οκέι, τον σκότωσαν, εντάξει. «Όχι, τελικά τον έφαγαν τα σκυλιά». Οκέι, τον έφαγαν, γράψε λάθος. «Ο Μάθιου Πέρι». Ναι. «Τα Φιλαράκια». Οκέι. «Δεν τα έβλεπα». It’s okay. «Είσαι ηλίθιος που δεν τα έβλεπες». Ναι. «Είσαι ηλίθιος που τον λες ηλίθιο που δεν τα έβλεπε». Ναι, ναι, ναι.

Λέω απλώς ότι εγώ δεν μπορώ να το ακολουθήσω όλο αυτό, δεν είμαι σε θέση να τοποθετηθώ, θέλω να κάτσω λίγο στη γωνιά μου.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ