Life

Τα θέλω και τα μπορώ

Δεν πιστεύω πια στα όνειρα, παρά στα θέλω και στα μπορώ

6971-132439.jpg
Ελένη Σταματούκου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
people-2344401_1920.jpg

Από την Ομόνοια στο κέντρο του κόσμου, που όλα είναι πιθανά

Διαβάζεται ακούγοντας αυτό: 

The National - 'Rylan'

Είναι σχεδόν 11:00 το πρωί και στην Ομόνοια γυναίκες όλων των ηλικιών κάνουν πιάτσα. Τις εντοπίζω κάπου στην 3ης Σεπτεμβρίου. Φοράνε ψηλοτάκουνα και ρούχα που αφήνουν γυμνά τα μέρη του σώματός τους. Προσπαθώ να διακρίνω την εθνικότητά τους. Ελληνίδες, Ρομά, κάποιες ίσως από τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Δίπλα τους αυτοκίνητα, μηχανάκια και πεζοί. Τις προσπερνούν χωρίς να τις δίνουν σημασία. Ίσως πιο αργά το βράδυ κάποιος θα τις προσέξει, όχι όμως με τον τρόπο που θα ήθελαν εκείνες. Αυτές ανέκφραστες με ένα πλαστικό χαμόγελο, κάθονται για ώρες εκτεθειμένες σε ένα συγκεκριμένο σημείο που το έχουν μαρκάρει με τα συνθετικά παπούτσια τους. Κοιτάνε το κινητό τους και γύρω τους. Εμείς απλά τις προσπερνάμε, χωρίς να νιώθουμε κάποια αμηχανία. Κοιτάζοντάς τες θυμήθηκα τα λόγια του Χριστιανόπουλου, «έλα να ανταλλάξουμε κορμί και μοναξιά. Να σου δώσω απόγνωση, να μην είσαι ζώο». Ψάχνω παλιά δημοσιεύματα για την πορνεία στην Αθήνα, το 2018 υπήρχαν γυναίκες και άνδρες που εκδίδονταν για 5 μόλις ευρώ.

Στον ηλεκτρικό στη στάση Αττική ένας νεαρός Ρομά με ένα αρκοντεόν περασμένο στο λαιμό του μπαίνει μέσα στο βαγόνι. Μοιάζει σαν ήρωας από ταινία του Κουστουρίτσα. Στέκεται μπροστά μου και αρχίζει να παίζει ένα μελαγχολικό ρώσικο σκοπό, ενώ εγώ περιμένω να παίξει το Ederlezi, το γνωστό τραγούδι από την ταινία «Ο Καιρός των Τσιγγάνων». Απογοητεύομαι. Ο ρώσικος σκοπός γίνεται ξαφνικά ένα ρυθμικό τάγκο. Φεύγει από δίπλα μου και πλησιάζει τους άλλους επιβάτες του συρμού. Ο ήχος του αρκοντεόν εξαφανίζεται και εμφανίζεται παράλληλα με την αύξηση της ταχύτητας του τραίνου. Δε ξέρω γιατί αλλά ο νεαρός  μου θυμίζει τον χαμογελαστό γάτο του Λούις Κάρολ από το βιβλίο «Οι περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων». Η απότομη εναλλαγή των τραγουδιών θυμίζει τις ανερμάτιστες και μπερδεμένες χωρίς νόημα λέξεις του γάτου. Ένας κύριος γύρω στα 50 εκνευρισμένος φωνάζει στον νεαρό να σταματήσει να παίζει και όλοι ξαφνιασμένοι τον κοιτάμε. Ο κύριος πιάνει το κεφάλι του και το ακορντεόν θυμωμένο τον εκδικείται παίζοντας ακόμα πιο έντονα. «Δεν είμαι τρελός, απλά η δική μου πραγματικότητα είναι διαφορετική από τη δική σου», λέει σε κάποιο σημείο ο γάτος στην Αλίκη.

Είμαι στο αεροδρόμιο. Κάθομαι σε μια καφετέρια και ακιβοπληρώνω έναν διπλό άθλιο νερουλό καπουτσίνο. Όλοι τους ασχολούνται με τα κινητά τους. Σκυμμένα κεφάλια πάνω από οθόνες και πιασμένοι λαιμοί. Έχω μια τεράστια ρουμπινί βαλίτσα που τη σέρνω πέρα δώθε. Με τα αεροδρόμια έχω μια παράξενη σχέση. Πάντα φοβάμαι ότι θα χάσω την πτήση μου και φτάνω ώρες πιο μπροστά και έτσι περιφέρομαι μέσα στους διαδρόμους ή διαβάζω βιβλία. Αυτή τη φορά έχω μαζί μου τον «Φοίνικα» του Χωμενίδη, ο οποίος εμπνεύστηκε από τον έρωτα της Αμερικανίδας Εύα Πάλμερ με τον κατά 10 χρόνια νεότερό της Άγγελο Σικελιανό. Σπάνιο πλάσμα η Πάλμερ, χορογράφος, αρχαιολόγος, μια νεαρή αμαζόνα που έζησε πολλές ζωές και αγάπησε βαθιά την Ελλάδα.

10 ώρες ταξίδι, λίγες ώρες ύπνου και συζητήσεις για τη δημοσιογραφία, τις δυσκολίες της, και τους παράξενους ιδιαίτερους ανθρώπους της. Πριν χρόνια με είχε ρωτήσει ένας φίλος γιατί μου αρέσει αυτό το βάρβαρο για πολλούς λόγους επάγγελμα, «γιατί μπορώ και ζω παράλληλα διαφορετικές ζωές», του είχα απαντήσει.

Έχω πια χάσει την αίσθηση του χρόνου και νιώθω αποπροσανατολισμένη. Από το παράθυρο μου βλέπω μεγάλα γυάλινα κτήρια, που στεγάζουν γραφεία χωρισμένα με στυλό και χαρτιά γεμάτα σημειώσεις. Από την Ομόνοια στο κέντρο του κόσμου, που όλα είναι πιθανά, αυτό είναι το αμερικάνικο όνειρο. Υπερκαταναλώθηκε και αυτό μέσα στα χρόνια, δεν ξέρω αν υπήρξε ποτέ. Ίσως ήταν όλα θέμα νοοτροπίας και κουλτούρας, γραφειοκρατίας και μάρκετινγκ. Δεν πιστεύω πια σε όνειρα, παρά στα «θέλω» και στα «μπορώ».  

Τα λέμε την επόμενη Κυριακή…. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ