Life

Δίνοντας φωνή στην ιστορία

Η ΕΡΤ ψηφιοποιεί μισό αιώνα ραδιοτηλεοπτικού προγράμματος και το καθιστά προσβάσιμο σε όλους

114777-649631.jpg
Πατρίτσια Καλαφάτα
ΤΕΥΧΟΣ 408
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
27402-60073.jpg

Η ζωντανή μαρτυρία του Ελύτη λίγο μετά το Νόμπελ, η τελευταία συνέντευξη της Βέμπο το 1976 ή το ιστορικό διάγγελμα Καραμανλή το 1974, προσιτά με ένα κλικ στον υπολογιστή. Η ΕΡΤ ψηφιοποιεί μισό αιώνα ραδιοτηλεοπτικού προγράμματος και το καθιστά προσβάσιμο σε όλους. Μία τεκμηριώτρια εξηγεί.

Η αμφιθυμία απέναντι στην ΕΡΤ είναι δεδομένη. Τη διακρίνω στα πρόσωπα αυτών στους οποίους απαντώ «πού δουλεύω» τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Βλέπω στο συννεφάκι πάνω από το κεφάλι τους να συνωστίζονται όλες οι συνυποδηλώσεις, θετικές και αρνητικές, που ακολουθούν την κρατική τηλεόραση. Οι αρνητικές: κρατικοδίαιτοι, ανταποδοτικό τέλος (πολλή κουβέντα γι’ αυτό τον τελευταίο καιρό), βολεμένοι δημόσιοι υπάλληλοι αμφιβόλου αποδοτικότητας, εγκάθετοι των εκάστοτε κυβερνητικών, βυζαντινισμοί στους ατελεύτητους διαδρόμους του Ραδιομεγάρου. Και οι θετικές: ποιότητα (λέξη που συνεχίζει να διεκδικεί σχεδόν μονοπωλιακά η δημόσια τηλεόραση), οι πρώτες καλές εκπομπές που έρχονται στον νου, η παιδική ηλικία πολλών εξ ημών, κύματα νοσταλγίας ειδικά μετά την εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης, που, μαζί βεβαίως με τα θετικά της, μας δίδαξε και τι σημαίνει τα δίνω όλα για τα νούμερα της AGB. Στην απάντησή μου σπεύδω πάντα να συμπληρώσω ότι προσλήφθηκα με ΑΣΕΠ ως συμβασιούχος τεκμηριώτρια πολιτιστικού περιεχομένου στο Μουσείο/Αρχείο της ΕΡΤ. Εδώ το ύφος τους αλλάζει άρδην και σπάει ο πάγος της δυσπιστίας για τον τεμπελχανά δημόσιο υπάλληλο. «Α, είστε εσείς με το διαφημιστικό σποτάκι στην τηλεόραση. Μα τι θησαυρούς κρύβει αυτό το αρχείο!»

Θησαυρούς, όντως. O Τσαρούχης στροβιλίζεται σε μια δική του εκδοχή του ζεϊμπέκικου, η Μελίνα κλείνει συνωμοτικά το μάτι, ο Σεφέρης διαβάζει Σεφέρη λίγο μετά το Νόμπελ, οι αντάρτες παραδίδουν με λυγμούς τα όπλα τους, ενώ η Μαντάμ Σουσού κραδαίνει μια σαρδέλα στον πτωχό Παναγιωτάκη. Το τρέιλερ αυτό αποτυπώνει σε ενάμισι λεπτό την πολυμορφία του αρχειακού υλικού της ΕΡΤ. Πλάνα από τη Μικρασιατική Καταστροφή, ένα σπάνιο ηχητικό ντοκουμέντο με τη φωνή της Κυβέλης ή μια φωτογραφία του 1910 από τη Συλλογή Πουλίδη συνυπάρχουν αρμονικά και ισότιμα με τα διασωθέντα επεισόδια από το «Λούνα Παρκ» και τον «Μεθοριακό Σταθμό», αλλά και με πρωτοποριακές για τον καιρό τους σειρές ντοκιμαντέρ, όπως το «Παρασκήνιο» των Λ. Παπαστάθη - Τ. Χατζόπουλου και το «Μονόγραμμα» του Γ. Σγουράκη, το ένα και μοναδικό επεισόδιο από το «Αλάτι και Πιπέρι» του Φρέντυ Γερμανού ή τον «Παράξενο Ταξιδιώτη» του Κ. Κουτσομύτη (ό,τι περισώθηκε από την πρακτική της επανεγγραφής πάνω σε ήδη γραμμένες κασέτες, καθώς το πολύ υψηλό κόστος των βιντεοταινιών δύο ιντσών, που ήταν σε χρήση στις αρχές της δεκαετίας του ’70, επέβαλλε τη λογική της ανακύκλωσης).

Όλα αυτά συνθέτουν την ποικιλομορφία του αρχείου της ΕΡΤ και συντελούν κατά κάποιον τρόπο στη γοητεία του και στους αστικούς μύθους σχετικά με τους κρυμμένους θησαυρούς του σε σκοτεινά ερμάρια.


 n

Από τη Συλλογή Πουλίδη:

Κολυμβητές στο Εθνικό Κολυμβητήριο του Ζαππείου, 1937


Έτσι άρχισαν όλα

Κι αφού κοπάσει ο ενθουσιασμός για τους «θησαυρούς», ακολουθεί η δεύτερη ερώτηση, που όσο κι αν προσπαθείς να την αποφύγεις –γιατί, ας πούμε, δεν είσαι γιατρός, το λες και ξεμπερδεύεις χωρίς πολλές εξηγήσεις–, κάποιοι θα επιμείνουν. «Και τι ακριβώς κάνεις εκεί; Τεκμηρίωση; Δηλαδή;» Πριν δώσω απάντηση σ’ αυτό, θα ήταν χρήσιμη μια σύντομη αναδρομή στο παρελθόν.

Θυμάμαι παλαιότερες συζητήσεις με φίλους και γνωστούς που έψαχναν στα σκονισμένα ράφια της Ρηγίλλης ή της Κατεχάκη για μια σπάνια ηχογράφηση ή για κάποια εκπομπή του ’70. Η επωδός των συζητήσεων αυτών ήταν πάντα η ίδια: «Καλά, η ΕΡΤ έχει θησαυρούς. Αλλά δεν ξέρει τι έχει». Και εν μέρει αυτό ήταν αλήθεια. Το μεγαλύτερο αρχείο της χώρας, το οποίο συγκεντρώνει πάνω από το 70% του ελληνικού οπτικοακουστικού υλικού (χιλιάδες μέτρα φιλμ, βιντεοταινίες, φωτογραφίες, έντυπο και ηχητικό υλικό), μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90 φυλασσόταν διάσπαρτο σε διάφορους χώρους, σε ακατάλληλες συνθήκες φύλαξης, χωρίς συστηματική καταγραφή και τεκμηρίωση του υλικού, δηλαδή επαρκή πληροφορία που να μπορεί να το καταστήσει λειτουργικό και αξιοποιήσιμο. Και, όπως λέγεται στον χώρο των αρχείων, «αν δεν μπορείς να βρεις κάτι που έχεις, τότε δεν το έχεις».

Οι βάσεις για ένα πρόγραμμα διάσωσης και καταγραφής του οπτικοακουστικού αρχείου τέθηκαν το 1995, ενώ το 2004 ξεκίνησε πιλοτικά το έργο της συντήρησης και ψηφιοποίησης των αρχείων της ΕΡΤ με συγχρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω του Ε.Π. «Κοινωνία της Πληροφορίας» του Γ΄ ΚΠΣ, το οποίο σήμερα συνεχίζεται με χρηματοδότηση αποκλειστικά της ΕΡΤ. Από το 2009 μέρος του αρχείου είναι προσβάσιμο μέσω των ιστοσελίδων www.ert-archives.gr και www.ert.gr, και σταδιακά εμπλουτίζεται.


n

Τέρμα της οδού Δημοκρίτου στο Κολωνάκι (δεκαετία του ’30)


Άγνωστες λέξεις

Και επανέρχομαι στην κρίσιμη ερώτηση σχετικά με την εξωτική ειδικότητα του τεκμηριωτή, η οποία έρχεται τρίτη στη «σειρά παραγωγής»: έχει προηγηθεί η συντήρηση-αποκατάσταση και η ψηφιοποίηση του υλικού (βίντεο, φιλμ, φωτογραφία).

«Τεκμηριώνω» στον κόσμο των αρχείων σημαίνει δίνω φωνή και ταυτότητα στο υλικό μου. Πώς; Παρέχοντας πληροφορίες σχετικά με το πού, το πότε, το ποιοι και το τι. Χωρίς αυτά τα στοιχεία ακόμα και το πιο σπάνιο αρχειακό υλικό είναι καταδικασμένο στην αφάνεια. Ως τεκμηριώτρια, λοιπόν, στη συλλογή της «Ταινιοθήκης» του αρχείου, καλούμαι να βλέπω ντοκιμαντέρ και να καταγράφω πληροφορίες που θα διευκολύνουν την αναζήτηση του γενικού χρήστη ή του ερευνητή στο τεράστιο τηλεοπτικό αρχείο της ΕΡΤ. Οι πληροφορίες αυτές αφορούν, μεταξύ άλλων, την ταξινόμηση της εκπομπής, τους συντελεστές και κυρίως το περιεχόμενό της μέσω μιας περιγραφής που λειτουργεί περίπου όπως το οπισθόφυλλο σε ένα βιβλίο. Όσο πιο στοιχειοθετημένη και ουσιαστική είναι αυτή η περιγραφή τόσο καλύτερα αποτελέσματα θα δώσει μια εστιασμένη αναζήτηση.

Οι δυσκολίες (μαζί και το ενδιαφέρον) της δουλειάς; Κυμαίνονται ανάλογα με την εκπομπή. Υπάρχουν ντοκιμαντέρ ιστορικά-πολιτικά με τόσο πυκνή πληροφορία, που απαιτούν απόλυτη συγκέντρωση και οξυμένο κριτήριο σχετικά με το τι θα επιλέξεις να προβάλεις σε μια περίληψη 200 λέξεων από μια ωριαία εκπομπή, για να κατευθύνεις με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον χρήστη κατά την αναζήτησή του στο αρχείο της ΕΡΤ. Άλλη δυσκολία; Τα ελλιπή στοιχεία – π.χ. όταν πρέπει να αναζητήσεις την ταυτότητα κάποιου ομιλητή σε μια τηλεοπτική εκπομπή για τον οποίο δεν δίνεται καμία σχετική πληροφορία. Για παράδειγμα: ποιος είναι ο μεσήλικας κύριος με την ανεπαίσθητα ξενική προφορά που μιλά για τον Ελύτη σε μια εκπομπή του 1979; Για να καταλήξεις ότι είναι ο εκλιπών νεοελληνιστής και μεταφραστής της ποίησής του στα αγγλικά, απαιτείται ιδιαίτερη έρευνα με αποτελέσματα ανάλογα της επιμονής σου. Ακόμα πιο βασανιστική μπορεί να γίνει η ταύτιση προσώπων που εικονίζονται σε πλάνα του ιστορικού αρχείου ή σε φωτογραφίες από τον Μεσοπόλεμο, όπου τα μυστάκια, τα ημίψηλα και οι ρεπούμπλικες κάνουν όλους τους άρρενες της εποχής (πλην του Βενιζέλου) απελπιστικά (για τον τεκμηριωτή) ίδιους.

Γοητεία από σκόνη

Τα καλά της δουλειάς; Το ανέφερα πρώτο πρώτο. Προς μεγάλη μου τέρψη, βλέπω ντοκιμαντέρ όλη μέρα. Όπως τότε που ως φοιτήτρια ξημεροβραδιαζόμουν σε αφιερώματα στην Ταινιοθήκη, ή όπου αλλού, βλέποντας με αδηφάγο μάτι δύο και τρεις ταινίες τη μέρα. Μόνο που τώρα βιοπορίζομαι κιόλας.

Έπειτα είναι όλη αυτή η γοητεία που έτσι κι αλλιώς αποπνέει ο χώρος. Περνάς από μισάνοιχτες πόρτες, κοντοστέκεσαι και βλέπεις, ας πούμε, τη συντηρήτρια σκυμμένη να καθαρίζει ευλαβικά με την μπατονέτα της μια γυάλινη φωτογραφική πλάκα του 1910 ή να αλλάζει εξίσου ευλαβικά πάνω στην ανρουλέζα τις παλιές κολλήσεις του μοντάζ σ’ ένα φιλμ από το ιστορικό αρχείο. Ή βλέπεις άλλον έναν «κρυμμένο θησαυρό» να ανασύρεται από τη λήθη και να ψηφιοποιείται για ένα επετειακό αφιέρωμα, όπως μια ξεχασμένη συνέντευξη της Αλίκης Βουγιουκλάκη στον Άλκη Στέα την Πρωτοχρονιά του 1969, στο σπίτι της στη Στησιχόρου, ένα σπάνιο ντοκουμέντο με τον Αλέκο Παναγούλη να καταμαρτυρά τα ασύλληπτα αμέσως μετά την αποφυλάκισή του το 1973, ή την πρώτη συνέντευξη της Μελίνας στην ελληνική τηλεόραση αμέσως μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα το 1974.

Και είναι και το άλλο. Όλη αυτή η καταβύθιση, μέσω της τεκμηρίωσης, στο τηλεοπτικό υλικό της ΕΡΤ είναι για μένα νοσταλγική επιστροφή στην παιδική μου ηλικία, ένας τρόπος να ανακαλώ μια ολόκληρη εποχή ανέμελης έπαρσης.

Είμαι από αυτούς που μεγάλωσαν με τη (ρετρό πλέον) μουντίλα της κρατικής τηλεόρασης, χωρίς τη γυαλιστερή αχλύ των ιδιωτικών καναλιών. Θέλοντας και μη γαλουχήθηκα με τους «Πανθέους», την «Αστροφεγγιά» και τη «Λωξάντρα», αλλά και τα «Λιονταράκια του κυρ Ηλία» (το απίστευτο καλτ κιτς του ’85) και το «Γιάννης και Μαρία» (την πρώτη σειρά που ξέφευγε από τον ακαδημαϊσμό των υπολοίπων), το Θέατρο της Δευτέρας, την «Πρώτη Σελίδα» του Φρέντυ Γερμανού (ακόμα θυμάμαι την εκπομπή του για τη Λαμπέτη), αλλά κι εκείνη τη σκυφτή πολλαπλή σκιά με την κινηματογραφική μηχανή που εμφανιζόταν στο πρωτοποριακό εναρκτήριο σήμα του «Παρασκήνιου». Θύμωσα πολλές φορές με την κρατική τηλεόραση, με τον συντηρητισμό και την κυβερνολαγνεία της, τη μεροληψία και τον ακαδημαϊσμό της, αλλά ακόμα και σήμερα όταν βλέπω μέσα από τις σελίδες του ψηφιακού αρχείου μια εκπομπή του Σγουράκη για τον Ελύτη, της Θεολογίδου για τον Σεφέρη ή του Ψαρρά για τον Εμπειρίκο, μην μπορώντας να βρω κάτι αντίστοιχο στην ιδιωτική, τα ξεχνάω όλα. Μεροληπτώ; Πιθανόν.


n

 

Παλαιά Ανάκτορα, 1929

Η σημερινή Βουλή


[Κεντρική Φωτό:Μελίνα Μερκούρη , Συλλογή Σαρρηκώστα]


 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ