Πολιτικη & Οικονομια

Πέρα από τα δικαιώματα: για τα ομόφυλα ζευγάρια

«Αυτό που επιβάλλεται είναι ένας ανοικτός κοινωνικός διάλογος, κριτική ικανότητα αλλά και φαντασία για την πρόβλεψη των μελλοντικών συνεπειών τής όποιας νομοθετικής ρύθμισης στο μέλλον»

Παύλος Κόντος
Παύλος Κόντος
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Πέρα από τα δικαιώματα: για τα ομόφυλα ζευγάρια

Γάμος ομοφύλων και τεκνοθεσία: Γιατί είναι σημαντικό να αποσαφηνιστεί το πλαίσιο εντός του οποίου θα ακουστούν και θα εξεταστούν οι αντίθετες απόψεις

Η έντονη δημόσια συζήτηση για τα «ομόφυλα ζευγάρια και την τεκνοθεσία» ξεκινά πάντα από το τέλος, ανάποδα: ενδιαφέρεται μόνον για το εάν θα επικρατήσει το «υπέρ» ή το «κατά» και τα επιχειρήματα μοιάζουν με διακοσμητικά στολίδια. Ενώ, όπως θα φανεί στο τέλος, τάσσομαι υπέρ της αναγνώρισης των ομόφυλων ζευγαριών ως ικανών για τεκνοθεσία, αυτό που με ενδιαφέρει εδώ είναι να οικοδομηθεί η όλη συζήτηση πάνω σε στέρεες βάσεις, ώστε τα εκατέρωθεν επιχειρήματα να μην είναι μετέωρα ή κενά. Διότι δεν αρκεί να φθάσει κανείς στο «σωστό» συμπέρασμα, πρέπει να το κάνει για τους σωστούς λόγους.

Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει, πρώτον, να παρακάμψουμε την υποκρισία και τις σκοπιμότητες της πολιτικής σκηνής. Εδώ, τα επιχειρήματα είναι φαιδρά. Διότι, προφανώς, ούτε ότι κάτι ισχύει ήδη σε έναν αριθμό νομοθεσιών άλλων κρατών αποτελεί επαρκή απόδειξη ότι είναι ορθό (παρόλο που δεν νομιμοποιούμαστε να το αγνοήσουμε) ούτε η πρόφαση ότι το νομοσχέδιο έρχεται να επιλύσει ένα υφιστάμενο πρόβλημα μοιάζει κατάλληλη για το συγκεκριμένο ζήτημα (αντίθετα, μοιάζει ως εάν να νομοθετεί κανείς για την τεκνοθεσία με την ίδια λογική με την οποία το ελληνικό κράτος ρυθμίζει εδώ και δεκαετίες τα αυθαίρετα). Σημαίνει, δεύτερον, ότι θα πρέπει να κωφεύσουμε σε όσα ακούγονται στα τηλεοπτικά παράθυρα που δίνουν φωνή, σχεδόν αποκλειστικά, σε προκαταλήψεις του συρμού.

Πριν δοθεί ο λόγος στους νομικούς, αυτό που απαιτείται είναι να αποσαφηνιστεί και να διασφαλιστεί το πλαίσιο εντός του οποίου θα ακουστούν και θα εξεταστούν οι αντίθετες απόψεις, ένα πλαίσιο που δεν θα επιτρέπει ψευδεπίγραφες (και εν πολλοίς αφοριστικές) κατηγοριοποιήσεις σε προοδευτικούς και οπισθοδρομικούς. Δηλαδή, απαιτείται μια επιστημονικά έγκυρη φιλοσοφική παρέμβαση, όπως, για παράδειγμα, το άρθρο του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου στην εφημερίδα Καθημερινή (23.01.2024).

Σε αυτή την κατεύθυνση, επιτρέψτε μου τις παρακάτω παρατηρήσεις:

  • Θα ήταν λάθος τα επιχειρήματα των μεν ή των δε να επικαλούνται, όπως σωστά επισημαίνει ο κος Παπαγεωργίου, μια «οιονεί φυσική διαφορά των ομόφυλων ζευγαριών από τα ετερόφυλα». Διότι μια φυσική διαφορά (π.χ., το ύψος, το χρώμα, κτλ.) δεν μπορεί να καθορίζει την ηθική μας στάση.
  • Οι υπάρχουσες επιστημονικές έρευνες έχουν δείξει ότι δεν υφίσταται καμιά μετρήσιμη διαφορά ως προς τη νοητική, κοινωνική, ψυχολογική, κτλ., ανάπτυξη των παιδιών σε μια οικογένεια ομοφύλων σε σύγκριση με μια οικογένεια γονιών διαφορετικού φύλου. Μεταξύ πολλών άλλων παρόμοιων εκθέσεων, το πολυσέλιδο κοινό Υπόμνημα όλων σχεδόν των συναφών αμερικανικών επιστημονικών Εταιρειών προς το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ (αναφέρω ενδεικτικά: American Psychological Association, American Psychiatric Association, American Academy of Pediatrics, American Association for Marriage and Family Therapy, National Association of Social Workers, American Psychoanalytic Association, American Academy of Family Physicians) είναι σαφές: δεν υπάρχει κάποια τέτοια διαφορά ως προς τη συνολική ανάπτυξη των παιδιών, αυτό που με μια λέξη ονομάζουν «ευζωία (well-being)».Το ίδιο Υπόμνημα (πράγμα που επιβεβαιώνει την αξιοπιστία του) διευκρινίζει και τα εξής: (1) Έχουν δημοσιευθεί και έρευνες που προσκομίζουν ευρήματα προς την αντίθετη κατεύθυνση αλλά, όπως εξηγείται αναλυτικά, αυτές υποπίπτουν σε εμφανή μεθοδολογικά λάθη. (2) Τα επιστημονικά ευρήματα βασίζονται, ως επί το πλείστον, σε έρευνες με ερωτηματολόγια που απευθύνονται στα ίδια τα ομόφυλα ζευγάρια. (3) Τα επιστημονικά ευρήματα δεν αφορούν, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ενήλικα παιδιά αυτών των ζευγαριών, καθώς δεν έχει παρέλθει επαρκής χρόνος για να υπάρχουν τέτοια δεδομένα. (4) Για τους ίδιους λόγους, τα ευρήματα βασίζονται κατεξοχήν σε δεδομένα από ομόφυλα ζευγάρια μεταξύ γυναικών. (5) Το συμπέρασμα της έρευνας έχει χαρακτήρα αρνητικό: δεν υπάρχουν ερευνητικά δεδομένα που να δείχνει διαφορές ανάμεσα στην ανάπτυξη σε μια οικογένεια ομοφύλων σε σύγκριση με μια οικογένεια γονιών διαφορετικού φύλου.

Μια επιπλέον διευκρίνιση είναι κεφαλαιώδης και αφορά το κατά πόσον το ζήτημα της τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια είναι ζήτημα ανθρώπινων ή ατομικών δικαιωμάτων. Εδώ πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και ακριβείς (και νομίζω ότι ως προς τα παρακάτω το άρθρο του κου Παπαγεωργίου διολισθαίνει σε ρητορικές καλλιέπειες):

  • Η τεκνοθεσία δεν συνιστά ανθρώπινο δικαίωμα (άλλωστε, δεν αναφέρεται σε κανέναν κατάλογο ανθρωπίνων δικαιωμάτων): δηλαδή, δεν έχουμε δικαίωμα στην τεκνοθεσία εκ του ότι είμαστε ανθρώπινα όντα, όπως έχουμε, για παράδειγμα, δικαίωμα στην ελευθερία, την εκπαίδευση, την αξιοπρέπεια, κτλ. [Γιατί ισχύει αυτό θα το δούμε σε λίγο.] Ανθρώπινο δικαίωμα έχουν τα παιδιά: το δικαίωμα να ζήσουν στο προστατευτικό περιβάλλον μιας οικογένειας. Αλλά αποτελεί κατάφωρη παραβίαση αυτού του δικαιώματος των παιδιών το να αντιστρέφεται, ως εάν να αφορούσε εκείνους που επιθυμούν να υιοθετήσουν ένα παιδί (ακόμα και εάν αυτή η επιθυμία ή ανάγκη τους παράγεται, πέρα από τα όποια εγωιστικά κίνητρα, από ειλικρινή διάθεση ανταπόκρισης στο ανθρώπινο δικαίωμα των παιδιών).
  • Το αμέσως επόμενο ερώτημα είναι κατά πόσον το δικαίωμα στην τεκνοθεσία αποτελεί ζήτημα ισότητας απέναντι στον νόμο, δηλαδή, κατά πόσον επειδή η χ ομάδα (για παράδειγμα, τα ετερόφυλα ζευγάρια) έχει δικαίωμα στην τεκνοθεσία, θα πρέπει να έχουν όλοι ανεξαιρέτως αυτό το δικαίωμα (για παράδειγμα, τα ομόφυλα ζευγάρια). Αυτή, ωστόσο, η περιγραφή είναι παραπλανητική. Διότι η ελληνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία δεν θεωρούν ότι όλοι οι πολίτες έχουν δικαίωμα στην τεκνοθεσία. Στην ελληνική νομοθεσία, δεν έχουν τέτοιο δικαίωμα, για παράδειγμα, άτομα που είναι άνω των πενήντα ετών, που δεν έχουν σωματική υγεία, ή που απλώς δεν διαθέτουν επαρκείς οικονομικούς πόρους για να καλύψουν τα έξοδα διατροφής, μόρφωσης και ιατρικής περίθαλψης του ανάδοχου τέκνου. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η αφαίρεση του δικαιώματος στην τεκνοθεσία δεν εκλαμβάνεται ως κάτι που υπονομεύει τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών ή που δημιουργεί ζήτημα ανισότητας. Ούτε, φυσικά, ο νομοθέτης αρνείται ότι αυτοί οι πολίτες ίσως είναι έτοιμοι να προσφέρουν απεριόριστη αγάπη και αφοσίωση στα ανάδοχα τέκνα, ούτε θέλει να αποκλείσει την πιθανότητα ότι κάποιοι από αυτούς θα μπορούσαν να γίνουν πολύ καλύτεροι γονείς από κάποιους άλλους (φυσικούς ή όχι γονείς) που πληρούν τα παραπάνω κριτήρια αλλά αποδεικνύονται, στην πραγματικότητα, ακατάλληλοι. Τα συναισθήματα αγάπης και αφοσίωσης δεν αποτελούν (και δεν θα μπορούσαν να αποτελούν), στα μάτια του νομοθέτη, κριτήρια επιλεξιμότητας ως προς το δικαίωμα στην τεκνοθεσία και, άρα, δεν πρέπει να τα επικαλούμαστε ούτε στην παρούσα συζήτηση.

Βρισκόμαστε λοιπόν στο εξής αφετηριακό σημείο: καμιά επίκληση στη «φύση» και καμιά επίκληση στα ανθρώπινα δικαιώματα ή σε ένα δήθεν καθολικό ατομικό δικαίωμα που εκπορεύεται από την αρχή της ισότητας απέναντι στον νόμο, και καμιά επίκληση άλλων νομοθεσιών, δεν αποτελούν αδιάσειστα τεκμήρια για την κρίση μας σχετικά με τα ομόφυλα ζευγάρια και την τεκνοθεσία. [Το ίδιο, βεβαίως, ισχύει σε ένα κράτος μη-θεοκρατικό, όπως η Ελληνική Δημοκρατία, ως προς την επίκληση δογματικών θρησκευτικών πεποιθήσεων.]

Αυτό που επιβάλλεται είναι ένας ανοικτός κοινωνικός διάλογος, κριτική ικανότητα ως προς την κατανόηση της υπάρχουσας κατάστασης και της περιπλοκότητάς της, αλλά και φαντασία για την πρόβλεψη των μελλοντικών συνεπειών τής όποιας νομοθετικής ρύθμισης στο μέλλον. [Χωρίς να είμαι νομικός, σκέπτομαι δύο προφανή επιφαινόμενα: (α) Η παρούσα συζήτηση επικεντρώνεται αποκλειστικά στα ομόφυλα ζευγάρια και, ενώ χρησιμοποιείται διαρκώς το επιχείρημα περί ατομικών δικαιωμάτων, δεν γίνεται καμιά αναφορά στις άλλες ομάδες της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Αυτό δείχνει, αντίστροφα, πόσο ανίσχυρα είναι τα επιχειρήματα εκείνα που επικαλούνται τα συναισθήματα αγάπης, κτλ., αφού κανείς δεν θα ήθελε να υποστηρίξει, ελπίζω, ότι οι υπόλοιπες ομάδες αυτής της κοινότητας είναι ανίκανες να προσφέρουν αγάπη και αφοσίωση. (β) Κάθε νέο νομοθέτημα, πόσο μάλλον όταν αγγίζει καίριους θεσμούς, δεν είναι απλώς κάτι που προσθέτουμε στην υπάρχουσα νομοθεσία χωρίς επιπτώσεις σε άλλες προβλέψεις του νόμου, ως εάν οι νόμοι να ήταν ανεξάρτητοι μεταξύ τους. Πώς θα πρέπει, άραγε, να προστατευθεί ο ήδη εύθραυστος θεσμός της παρένθετης μητρότητας (εύθραυστος υπό την έννοια ότι ο νομοθέτης συνειδητά εθελοτυφλεί όταν υποθέτει ότι μπορεί δήθεν να ελεγχθεί ότι δεν παρεισφρύει καμιά οικονομική συναλλαγή με την παρένθετη μητέρα), ώστε να μην επιδεινώσουμε τον κίνδυνο της εκμετάλλευσης ευάλωτων ομάδων γυναικών;

Η κριτική ικανότητα είναι το μέγιστο πολιτικό αγαθό ακριβώς όταν δεν υπάρχουν ακλόνητες αλήθειες. Και καλούμαστε (α) να αποφασίσουμε με δική μας ευθύνη, ως ελληνική κοινωνία σήμερα (με τις ιδιαιτερότητες και την ταυτότητά της), κατά πόσον θεωρούμε άδικο ως προς συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και επιζήμιο ως προς το κοινωνικό σύνολο το να τις συμπεριλαμβάνουμε σε εκείνες που δεν έχουν δικαίωμα στην τεκνοθεσία, (β) να λάβουμε όλες τις αναγκαίες νομικές προφυλάξεις ώστε να ελαχιστοποιήσουμε τον κίνδυνο που συνεπάγεται κάθε πολιτική-κοινωνική-νομική κρίση που, όπως αυτή, κινείται στον χώρο των μη-ακλόνητων αληθειών, (γ) να εξασφαλίσουμε ότι η όποια νομοθετική παρέμβαση θα γίνει, όσο το δυνατόν περισσότερο, δεκτή για τους σωστούς λόγους από την πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας στην πράξη, διότι μόνον τότε ο νόμος παράγει αγαθά κοινωνικά αποτελέσματα και όχι νέες στρεβλώσεις ή στιγματισμούς.

Όταν ανοίξει μια τέτοια συζήτηση, τότε θα είχα, επί της αρχής, πολλά επιχειρήματα υπέρ μιας νομοθετικής ρύθμισης ευνοϊκής για τα ομόφυλα ζευγάρια, ξεκινώντας από τα παραπάνω επιστημονικά ευρήματα. Αλλά για να υπάρξει δημόσιος χώρος για τέτοιου είδους επιχειρήματα, θα πρέπει πρώτα να επιτευχθεί μια ελάχιστη συναίνεση ως προς τους όρους της συζήτησης, πράγμα αναγκαίο κάθε φορά που βρισκόμαστε ενώπιον ενός νέου αιτήματος αναγνώρισης.

Η Hannah Arendt το ήξερε: στην πολιτική σφαίρα, καμιά ακλόνητη αλήθεια δεν καθιστά την κριτική ικανότητα περιττή.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ