Πολιτικη & Οικονομια

ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ μαζί για την αναλογική

Οι δύο περιπτώσεις που διαψεύδουν τη «διαπλαστική» δύναμη του εκλογικού νόμου

81922-183211.jpg
Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Εθνικές Εκλογές 2023: Η στρατηγική απορρόφησης του ΠΑΣΟΚ από τον ΣΥΡΙΖΑ, τα σενάρια συνεργασίας και η αλλαγή εκλογικού νόμου.
© ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ/EUROKINISSI

Εθνικές Εκλογές 2023: Η στρατηγική απορρόφησης του ΠΑΣΟΚ από τον ΣΥΡΙΖΑ, τα σενάρια συνεργασίας και η αλλαγή εκλογικού νόμου

Πριν από λίγες ημέρες ο Γεράσιμος Μοσχονάς, ένας από τους πιο μετρημένους πολιτικούς επιστήμονες που μετέχουν στο δημόσιο διάλογο, αφιέρωσε μια σελίδα της Καθημερινής για να υποστηρίξει ότι το στρατηγικό συμφέρον του ΠΑΣΟΚ είναι να πάρει μέρος σε έναν συνασπισμό για την απλή αναλογική μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ. Την άποψη αυτή τη στηρίζει σε δύο επιχειρήματα που μοιάζουν αυτονόητα. Το πρώτο, ότι η ενισχυμένη αναλογική συμπιέζει το τρίτο κόμμα, κάτι που εύκολα διαπιστώνει κανείς αναλύοντας τα εκλογικά αποτελέσματα της μεταπολίτευσης. Όσοι προτείνουν στο ΠΑΣΟΚ εναλλακτικές συμμαχίες με τη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ, γράφει χαρακτηριστικά, «δεν έχουν κατανοήσει τη διαπλαστική δύναμη του εκλογικού νόμου». Το δεύτερο επιχείρημα είναι ότι αν το ΠΑΣΟΚ πάει σε συνεργασία με τη ΝΔ, θα δώσει την ευκαιρία στο ΣΥΡΙΖΑ «να εισδύσει σταθερά στον ενδιάμεσο χώρα». Σε αυτή την περίπτωση, συνεχίζει, το «μέλλον του ΠΑΣΟΚ διαγράφεται σκοτεινό».

Ο Μοσχονάς βέβαια καταλαβαίνει ότι πρόκειται για θεωρία επί χάρτου και αναγνωρίζει ότι στις σημερινές συνθήκες, με τους σημερινούς συσχετισμούς δηλαδή, η πρόταση του δεν είναι εφικτή. «Υποθέτω, καταλήγει, ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης θα προτιμούσε την αυτοδυναμία της ΝΔ. Και υποθέτω ότι αν η ΝΔ δεν αποκτήσει την αυτοδυναμία κανείς δεν θα ήθελε να είναι στη θέση του».

Παράξενο συμπέρασμα. Σπαταλά μια ολόκληρη σελίδα για να αναπτύξει μια ανεφάρμοστη άποψη και καταλήγει, αναφερόμενος στον οιονεί αποδέκτη αυτής της άποψης, ότι δεν θα ήθελε να βρίσκεται στη θέση του. Δυστυχώς όμως ούτε η αυτοδυναμία της ΝΔ διασφαλίζει τον κ. Ανδρουλάκη. Γιατί βέβαια αν κερδίσει την πλειοψηφία, τότε είναι βέβαιο ότι και οι επόμενες εκλογές θα διεξαχθούν με ενισχυμένη αναλογική αλλά πολύ πιθανόν και οι μεθεπόμενες. Κι αυτό επειδή ακόμα και αν η ΝΔ στο τέλος της επόμενης τετραετίας χάσει τις εκλογές, ο εκλογικός νόμος θα εξακολουθήσει να ισχύει και για την επόμενη αναμέτρηση, μετά από μία οκταετία δηλαδή! Εκτός και αν βρεθεί πλειοψηφία 200 εδρών για την επαναφορά της απλής αναλογικής έτσι ώστε να ισχύσει αμέσως. Όχι αδύνατη εκδοχή αλλά κάθε άλλο παρά βέβαιη.

Για ένα κόμμα όπως το ΠΑΣΟΚ, το να στηρίξει τη στρατηγική του στην προοπτική της αλλαγής του εκλογικού νόμου, δεν διασφαλίζει το μέλλον του

Για ένα κόμμα όπως το ΠΑΣΟΚ, το να στηρίξει τη στρατηγική του στην προοπτική της αλλαγής του εκλογικού νόμου, δεν διασφαλίζει το μέλλον του. Το πραγματικό ερώτημα λοιπόν είναι αν θα μπορούσε να είχε αποφύγει από το να βρεθεί σε αυτή τη δύσκολη θέση. Και η απάντηση ενδεχομένως να είναι η ακριβώς αντίθετη από τη θέση του κ. Μοσχονά. Να είχε ξεκαθαρίσει από την αρχή, όχι μόνο ότι δεν αποφεύγει, αλλά αντίθετα διεκδικεί τη συμμετοχή στην επόμενη κυβέρνηση. Να είχε προβληθεί ως παράγοντας σταθερότητας και βέβαια να είχε θέσει ρεαλιστικούς όρους που όμως θα είχαν πραγματικό αντίκρισμα στους πολίτες. Ανάμεσά τους, ναι, και μια αλλαγή του εκλογικού συστήματος προς το αναλογικότερο, στο πλαίσιο μιας συνολικής πρότασης θεσμικής αναβάθμισης του πολιτικού συστήματος. Γιατί μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να υποστηρίζει ότι το πρόγραμμά του ΠΑΣΟΚ είναι πιο κοντά στο πρόγραμμα της αριστεράς, είναι σαφές όμως ότι σε μια σειρά από ζητήματα και μάλιστα σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, θα μπορούσε  να βρει κοινό πεδίο και με τη ΝΔ. Προφανώς μια τέτοια επιλογή θα είχε και αυτή και κόστος και κινδύνους. Στην πολιτική όμως τίποτα δεν σε διασφαλίζει εκ των προτέρων. Σε κάθε περίπτωση πάντως δεν θα είχε θεωρηθεί υπαίτιο για τις δεύτερες εκλογές και θα είχε δυσκολέψει τη ΝΔ από το να υιοθετήσει το αφήγημα της αυτοδυναμίας.

Στην ανάλυση των εκλογικών αποτελεσμάτων της μεταπολίτευσης, ο Μοσχονάς εξαιρεί δύο αναμετρήσεις, του 1977 και του 2012. Στην πρώτη περίπτωση το τρίτο ως τότε ΠΑΣΟΚ είχε προσπεράσει την Ένωση Κέντρου. Στη δεύτερη, ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε αυτός από την τρίτη θέση για να προσπεράσει το ΠΑΣΟΚ. Είναι οι δύο περιπτώσεις που διαψεύδουν τη «διαπλαστική» δύναμη του εκλογικού νόμου, ο Μοσχονάς όμως δεν τις λαμβάνει υπόψη του υποστηρίζοντας ότι διεξήχθησαν σε συνθήκες «εκλογικού σεισμού». Δεν ξέρω πόσο δόκιμο είναι κάτι τέτοιο μεθοδολογικά. Σε τελευταία ανάλυση κανείς δεν γνωρίζει σε τι συνθήκες θα διεξαχθούν οι μεθεπόμενες εκλογές, αν θα είναι σε συνθήκες σεισμού ή όχι. Όταν η πραγματικότητα πάντως δεν συμφωνεί με τον κανόνα δεν επιλέγεις να αγνοήσεις την πραγματικότητα. Πολύ περισσότερο όταν σου προσφέρει πολύ χρήσιμα συμπεράσματα. Το πρώτο ασφαλώς είναι ο καθοριστικός ρόλος των προσώπων. Ένας χαρισματικός Ανδρέας μπόρεσε και ξεπέρασε με ευκολία τα εμπόδια του νόμου. Ως ένα βαθμό το ίδιο ισχύει και για το 2012 καθώς ο Τσίπρας είναι επικοινωνιακά πολύ αποτελεσματικός. Το δεύτερο συμπέρασμα ωστόσο ίσως έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Το 1977 το ΠΑΣΟΚ ουσιαστικά απορρόφησε την Ένωση Κέντρου. Το ίδιο επιχειρεί σήμερα και ο ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ, με πολύ λιγότερη επιτυχία. Οι λόγοι είναι πολλοί. Ένας βασικός είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, τα στελέχη του δηλαδή, δείχνουν ανίκανα να ξεπεράσουν τη νοοτροπία και τον σεχταρισμό του 4%. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αριστερά, αν και βρέθηκε στην αντιπολίτευση, όλα δείχνουν ότι στις εκλογές θα έχει χαμηλότερο ποσοστό από το 2019. Δεν το λες και μικρό κατόρθωμα. Ένας δεύτερος λόγος όμως είναι η έντονη αντίθεση, ιδεολογική, πολιτική αλλά και ψυχολογική, των στελεχών και των φίλων του ΠΑΣΟΚ απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Το να μπει, λοιπόν, το ΠΑΣΟΚ σε μια στρατηγική συμμαχία μαζί του, μπορεί να αποδειχθεί η πιο αποτελεσματική συνταγή για να απορροφηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η ύπαρξη του ΠΑΣΟΚ είναι συνδεδεμένη με ένα συνεχές ανοιχτό μέτωπο απέναντί του.

Στην ανάλυσή του ο Μοσχονάς υιοθετεί μια ενδιαφέρουσα, μάλλον παράξενη, διατύπωση. Λέει ότι όσοι θέλουν το ΠΑΣΟΚ να μην επιλέξει τη συμμαχία με το ΣΥΡΙΖΑ, «επηρεάζονται από την ιδεολογία τους». Αλλά βέβαια τι άλλο είναι τα κόμματα από φορείς πολιτικής και ιδεολογίας; Το να το αγνοείς, το να επιχειρείς να τα προσεγγίσεις μέσα από μια ψυχρή εκλογική αριθμητική, δεν κάνει αναγκαστικά τα συμπεράσματα επιστημονικά. Αντιθέτως πολλές φορές συγκαλύπτει μια εξίσου ιδεολογική αλλά και προκατειλημμένη προσέγγιση.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ