Πολιτικη & Οικονομια

Οι πρωθυπουργοί, οι συνεργασίες και ο νέος «ειδικός σκοπός»

Το αίτημα για την κατάργηση του πελατειακού κράτους προβάλλει ξανά. Η χώρα χρειάζεται μια κυβέρνηση αποφασισμένη να τα βάλει με τη γραφειοκρατία, την αναξιοκρατία και τη διαφθορά

giannis-meimaroglou.jpg
Γιάννης Μεϊμάρογλου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Στιγμιότυπο από την Αθήνα - Βουλή των Ελλήνων
© ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΕΜΠΑΠΗΣ/EUROKINISSI

Οι εκλογές, η πρόταση του Νίκου Ανδρουλάκη για την πρωθυπουργία και η κατάργηση του πελατειακού κράτους

Οι θέσεις του Νίκου Ανδρουλάκη για τις μετεκλογικές συνεργασίες συγκέντρωσαν αυτές τις μέρες τα πυρά της κριτικής από όλες τις πλευρές του πολιτικού συστήματος. Τα περισσότερα επικεντρώθηκαν στην πρότασή του για συγκρότηση κυβέρνησης συνεργασίας με πρωθυπουργό άλλον από τον αρχηγό του κόμματος που θα κερδίσει τις εκλογές. Θεωρήθηκε ότι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ μάλλον δεν επιθυμεί καμιά απολύτως συνεργασία με το πρώτο κόμμα και ότι η θέση του αυτή δεν αποτελεί παρά ένα διαπραγματευτικό πρόσχημα για να την αποφύγει. Η αλήθεια είναι ότι σε μια χώρα με (εγ)κατεστημένο μεταπολιτευτικά ένα ακραία πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα και πολιτικά κόμματα αρχηγικά και συγκεντρωτικά μέχρι ασφυξίας, μια τέτοια πρόταση δεν έχει καμιά τύχη να γίνει αποδεκτή. Από τη στιγμή μάλιστα που δυστυχώς οι πολίτες της δεν ψηφίζουν κυβερνητικά προγράμματα αλλά πρωθυπουργούς.

Κάποιο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ διερμήνευσε από τηλεοράσεως πιο καθαρά την πρόταση του προέδρου του: «Πίστεψε ποτέ κανείς ότι ο Ανδρουλάκης θα έκανε πρωθυπουργό τον Μητσοτάκη;» Όπως ακριβώς δεν μπορεί να πιστέψει κανείς ότι οι δύο «δικομματικοί» αρχηγοί έχουν στο μυαλό τους κυβερνητικές συνεργασίες. Αντίθετα, ο μεν πρωθυπουργός δηλώνει ανοιχτά ότι η χώρα χρειάζεται πάσει θυσία μονοκομματικές κυβερνήσεις, έστω και με οριακή πλειοψηφία, ο δε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης θέτει ως όρο για μια «προοδευτική διακυβέρνηση» την πρωτιά και την πρωθυπουργία του. Ο δικομματισμός αποδεικνύεται, για μια ακόμα φορά, πολύ σκληρός για να πεθάνει, μόνο που για να το αντιληφθούν κάποιοι χρειάστηκε να περάσουν οι ίδιοι στις «λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις».

Η περίοδος εναλλαγής αρχηγών στην ηγεσία των κομμάτων του δικομματισμού -και επομένως στη λίστα των πρωθυπουργών εν αναμονή- ξεκίνησε μετά την βιολογική αποχώρηση των ιδρυτών της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Ακόμα όμως και μετά από αυτήν, το όνομά τους συνέχισε και συνεχίζει ακόμα να στοιχειώνει τα δύο κόμματα με δραματικές συχνά επιπτώσεις για τη χώρα. Από την άποψη αυτή η μεταπολίτευση γνώρισε ελάχιστες περιόδους φωτεινών εξαιρέσεων που κι αυτές υποτιμήθηκαν και απαξιώθηκαν στη συνέχεια. Στην Αριστερά, η εναλλαγή πολιτικών αρχηγών -με την εξαίρεση του ΚΚΕ φυσικά που έχει τους δικούς του κανόνες διαδοχής- ξεκίνησε με την παραίτηση της Μαρίας Δαμανάκη μετά την ήττα του Συνασπισμού το ‘93 και διεκόπη με την μη παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα μετά την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ το 2019.

Όσο για τις κυβερνήσεις συνεργασίας, όλες τους συγκροτήθηκαν σε κρίσιμες περιόδους για την εκπλήρωση κάποιου ομολογημένου ή ανομολόγητου «ειδικού σκοπού» που ορισμένες πολιτικές δυνάμεις οι οποίες συμμετείχαν σε αυτές επιχειρούν να τις διαγράψουν από τη συλλογική μνήμη. Το ΚΚΕ έχει σκίσει τις σελίδες της «κάθαρσης», το ΠΑΣΟΚ ξορκίζει την περίοδο που «έβαλε πλάτη για τη σωτηρία της χώρας» και ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να πνίξει στις Πρέσπες την Ακροδεξιά ντροπή της «Πρώτη φορά Αριστερά». Ακόμα και όταν τα καμπανάκια της πτώχευσης ηχούσαν προειδοποιητικά, οι πολιτικές δυνάμεις αρνήθηκαν να συμφωνήσουν στους όρους ενός «δικού μας» μνημονίου που θα έσωζε τη χώρα από την πτώχευση. Άλλες κυνηγούσαν τον Γεωργίου επειδή εμφάνιζε δήθεν αυξημένο το έλλειμμα της χώρας και άλλες υποσχόντουσαν να διαγράψουν το χρέος με ένα νόμο κι ένα άρθρο.

Μετά την τραγωδία των Τεμπών, όπως και μετά από κάθε εθνική τραγωδία, προβάλλει ξανά με επιτακτικό τρόπο το αίτημα για την κατάργηση του πελατειακού κράτους που οικοδόμησαν διαδοχικά και συστηματικά η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ στα χρόνια της μεταπολίτευσης με την αμέριστη συμβολή της Αριστεράς την τελευταία δεκαετία και όχι μόνον. Το γκρέμισμα αυτού του κράτους αποτελεί τον νέο «ειδικό σκοπό» των ημερών μας. Δεν φτάνει η γενική ανάληψη «της ευθύνης που αναλογεί στον καθένα». Η χώρα χρειάζεται μια κυβέρνηση αποφασισμένη να τα βάλει με τη γραφειοκρατία, την αναξιοκρατία και τη διαφθορά. Μια πολιτική ηγεσία έτοιμη να συγκρουστεί με τα επιχειρηματικά και συντεχνιακά συμφέροντα που συνήθισαν να απομυζούν τον κρατικό κορβανά, αναλαμβάνοντας η ίδια πλήρως το πολιτικό κόστος της σύγκρουσης. Όσο ευρύτερη μπορεί να είναι μια τέτοια κυβέρνηση τόσο περισσότερες πιθανότητες θα έχει να εκπληρώσει τον ειδικό σκοπό της.

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ