Πολιτικη & Οικονομια

Ρωσία και Ρώσοι

Γιατί δεν πρέπει να περιμένουμε αντιπολεμικό ή αντιπουτινικό κίνημα στη Ρωσία

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Γιατί δεν πρέπει να περιμένουμε αντιπολεμικό ή αντιπουτινικό κίνημα στη Ρωσία
© Wikimedia Commons

Η ιστορική σχέση της Ρωσίας με την εξουσία, η στάση απέναντι στη Δύση και ο πόλεμος στην Ουκρανία.

Το ρωσικό δίλημμα ήταν ήδη από την εποχή του Ιβάν του Τρομερού πώς θα εκσυγχρονιστεί η Ρωσία χωρίς να διασαλευτεί το σύστημα της απολυταρχίας. Συνήθως, οι Ρώσοι επιχειρούσαν τον εκσυγχρονισμό εκ των άνω: ο Μέγας Πέτρος προσέλαβε ναυπηγούς από το εξωτερικό, η Μεγάλη Αικατερίνη ερωτοτροπούσε με τις δυτικές φιλοσοφίες, ο Νικόλαος Α' συναναστρεφόταν αριστοκράτες της Βαλτικής για να αντιγράψει τα ευρωπαϊκά τους ήθη. Όσοι είχαν δοκιμάσει να αναδιαρθρώσουν το κοινωνικό και οικονομικό σύστημα, όπως ο Αλέξανδρος Β' με τη χειραφέτηση των δουλοπαροίκων ή ο Στολίπιν με την αγροτική μεταρρύθμιση, είχαν σκοντάψει στην αντίσταση των ψευτο-ελίτ της Μόσχας και της Αγίας Πετρούπολης που ήθελαν να ζουν σαν τους Ευρωπαίους ενώ επικρατούσε ο ασιατικός τρόπος παραγωγής και ο λαός πεινούσε. Στη συνέχεια, ο Στάλιν, κληρονόμησε αυτές τις ανώριμες ψευτο-ελίτ μαζί με την ανάγκη των Ρώσων για έναν λαϊκό ηγέτη ασιατικού τύπου. Οι Ρώσοι αγαπούσαν όλους τους δικτάτορές τους και οι λιγοστοί δεν τους αγαπούσαν προσπαθούσαν να τους δολοφονήσουν. Η ιστορία αυτής της σχέσης με την εξουσία ―υποταγή, τρομοκρατία― καθορίζει και τη σημερινή τους συμπεριφορά.

 Από το 1928, όταν ξεκίνησε το σχέδιο «Σοσιαλισμός σε μια χώρα» με την εκβιομηχάνιση και την κολεκτιβοποίηση ―συχνά αναγκαστική― η κρατική τρομοκρατία κρίθηκε απαραίτητη για να κινητοποιηθεί το εργατικό δυναμικό: οι πραγματικοί μισθοί δεν αυξάνονταν, αλλά ο φόβος των Ρώσων ότι οι συμπατριώτες τους θα τους καταγγείλουν για σαμποτέρ, μαζί με την υπόσχεση των πριμ για όσους ξεπερνούσαν τη νόρμα έγιναν κίνητρα για την υψηλή παραγωγικότητα. Εξάλλου, το δίκτυο των στρατοπέδων εργασίας, στα οποία μέχρι το 1939 είχαν σταλεί 1,6 εκατομμύριο άνθρωποι, αν και προοριζόταν για τους πολιτικούς κρατουμένους, εξελίχθηκε σε τόπους απλήρωτης εργασίας, από την κοπή δέντρων μέχρι τη διάνοιξη καναλιών. Εκείνο τον καιρό ο Στάλιν εξαπέλυσε τρομοκρατία εναντίον του ίδιου του Κομμουνιστικού Κόμματος, οργανώνοντας δίκες-φάρσες για τους αντιπάλους του ―με την κατηγορία ότι ήταν κατάσκοποι, προδότες ή δολιοφθορείς― και εκφοβίζοντας όποιον τον αψηφούσε. Αν και έτσι εξοντώθηκαν όσοι θα μπορούσαν να συμβάλουν στην ανάπτυξη και στην άμυνα της Σοβιετικής Ένωσης, κατά κάποιον τρόπο οι «καλύτεροι», ο Στάλιν παρέμεινε αντικείμενο λατρείας: οι Ρώσοι έχουν την τάση, περισσότερο από άλλους λαούς, να εξωραΐζουν το παρελθόν τους, να μην ομολογούν τις αμφιβολίες τους στους «ξένους» και να βλέπουν τη χώρα τους και τις ηγεσίες της σαν μια οικογένεια κλεισμένη στο σπίτι μαζί με τα μυστικά της. Επίσης, έχουν την τάση, περισσότερο από άλλους λαούς, να μεταμορφώνουν τις ήττες, τα σφάλματα και τις τραγωδίες σε ηρωικές αναμνήσεις. Την ίδια αντιμετώπιση έχουν στο παρόν: αποφεύγουν να διατυπώνουν παράπονα έναντι της εξουσίας κι όταν τα διατυπώνουν φροντίζουν να μην τους ακούει κανείς μη Ρώσος.

Ο θαυμασμός των μη Ρώσων κομμουνιστών για τον Στάλιν συνοδεύεται από θαυμασμό για τους Ρώσους. Στην πραγματικότητα, ο θαυμασμός των σταλινικών και σταλινοειδών για τους Ρώσους καταδεικνύει τις δικές τους ιδιότητες: τον εθνικισμό τον οποίο θεωρούν «πατριωτισμό» και αυταπάρνηση, τη δουλοπρέπεια προς τη σοσιαλιστική εξουσία την οποία θεωρούν υποδειγματική πολιτική συμπεριφορά, την ανατολίτικη αξιολόγηση της ατομικής ζωής την οποία θεωρούν απόρριψη του δυτικού ατομικισμού, τον ανταγωνισμό με τη Δύση τον οποίον θεωρούν ενάρετο αντίπαλο δέος. Όμως, η αλήθεια ήταν και είναι πολύ διαφορετική, πράγμα που απεδείχθη όταν ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ αποπειράθηκε να μεταρρυθμίσει τη Σοβιετική Ένωση ξεκινώντας από τη στοιχειώδη ιδέα τού να λέγονται τα πράγματα με το όνομά τους. Δεν ήταν καθόλου εύκολο: επί δεκαετίες, οι Σοβιετικοί τρέφονταν με παρηγορητική προπαγάνδα («Δώστε στον λαό καλά νέα, μόνο καλά νέα!») και φοβέρες προς τη Δύση: «Θα σας θάψουμε!» αναφωνούσε ο Χρουστσόφ το 1962. Όταν άρχισαν να βγαίνουν οι σκελετοί από την ντουλάπα του Κόμματος και του κράτους κανείς δεν ήθελε να τους δει. Η πρόσληψη της Ιστορίας παρέμεινε απαράλλακτη μαζί με όλους της τους μύθους: την αποθέωση του προαιώνιου ρωσικού μεσσιανισμού και το αίσθημα ότι υπήρχε κάτι ιδιαίτερο, κάτι μοναδικό σ’ αυτή τη χώρα με το μεγαλειώδες πεπρωμένο. Αλλά, cюрприз! сюрприз! Κάπως έτσι βλέπουν και οι Αμερικανοί τις ΗΠΑ. Ακόμα και όσοι Ρώσοι έχουν συνειδητοποιήσει τα εγκλήματα του υπαρκτού σοσιαλισμού σπεύδουν να προσθέσουν ότι ήταν αναπόφευκτα εξαιτίας της αφόρητης πίεσης της Δύσης: δεν υπερασπίζονται τον κομμουνισμό, υπερασπίζονται τη Ρωσία.

Αν και στην ύστερη σοβιετική εποχή, πολλοί Ρώσοι αναζητούσαν ένα κομμάτι της Ευρώπης, από τους απλούς πολίτες που άκουγαν BBC και αντάλλασσαν κασέτες των Beatles τις οποίες είχαν ξετρυπώσει στη μαύρη αγορά, μέχρι τα κομματικά στελέχη που αγόραζαν ουίσκι και εισαγόμενα μπλουτζίν σε ειδικά καταστήματα, η ρωσική ταυτότητα δεν εξελίχθηκε σ’ αυτή την κατεύθυνση. Οι Σοβιετικοί και οι μετα-Σοβιετικοί Ρώσοι δεν κατάφεραν να λύσουν το πρόβλημα της υπέρβασης της Δύσης: έτσι, αυτοκαθορίζονται ως «Αντι-Δύση». Ξανά και ξανά, αυτό το πρόβλημα εμπόδιζε την πρόοδο, όπως στην περίπτωση της γενετικής έρευνας που πήγε χαμένη επειδή ο τσαρλατάνος Τροφίμ Λυσένκο κατάφερε να πείσει τον Στάλιν ότι η βιολογία ήταν «αστική ψευδοεπιστήμη» ή όπως στην περίπτωση της παρανοϊκής KGB που, επειδή φοβόταν την ελεύθερη ροή πληροφοριών, έβλεπε επί χρόνια τα φωτοτυπικά μηχανήματα ως κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια. Στη δεκαετία του 1990, οι δυτικές αγορές και η δυτική κουλτούρα εισέβαλαν σε μια Ρωσία που αναζητούσε καινούργιες αλήθειες, αλλά η αυτοκρατορική ανάκρουση που έφερε τον Βλαντίμιρ Πούτιν στο Κρεμλίνο ήταν ισχυρότερη από οποιαδήποτε τάση προσέγγισης στον δυτικό κόσμο.

Τα μεσάνυχτα της 31ης Δεκεμβρίου 1991, η Σοβιετική Ένωση διαμελίστηκε σε 15 νέα έθνη, το μεγαλύτερο και πολυπληθέστερο από τα οποία έγινε η Ρωσική Ομοσπονδία. Τι ήταν όμως αυτή η καινούργια Ρωσία; Τα μικρότερα έθνη αυτοπροσδιορίζονταν στη βάση τού τι δεν ήταν: δεν ήταν πλέον υποκείμενα της Μόσχας. Η Ρωσική Ομοσπονδία έμοιαζε με το πλοίο των τρελών· ο απρόβλεπτος και κάπως γκροτέσκος Μπαρίς Γέλτσιν αντανακλούσε το κοινωνικό της χάος. Τότε, οι Ρώσοι επιζητούσαν οικονομική ανάκαμψη ―χρήματα, καινούργια προϊόντα, ανέσεις. Αλλά προτεραιότητα είχε ο διεθνής σεβασμός που θα προέκυπτε από την οικονομική και στρατιωτική ισχύ, το μέγεθος και τις φιλοδοξίες της χώρας τους. Έτσι, η ρωσική δημοκρατία, που δεν ήταν ποτέ εύρωστη, έγινε ένα σόου, με δήθεν αντιπολιτευόμενα κόμματα και ηγετίσκους που έπαιζαν ρόλους χωρίς ελπίδα ή προσδοκία νίκης, μόνο και μόνο για να κρατούν τα προσχήματα. Αν στη σοβιετική εποχή, τα ΜΜΕ και οι καλλιτέχνες θεωρούνταν «οι μηχανικοί της ανθρώπινης ψυχής», όπως το έθετε ο Στάλιν, δηλαδή πράκτορες του Κόμματος που ρύθμιζαν και ήλεγχαν την ιδεολογική ορθότητα των μαζών, επί Πούτιν, αντί για μηχανικοί, τα μέσα ενημέρωσης έγιναν τα γραφεία PR του Κρεμλίνου. Μετά από πραγματικές και φανταστικές εκδηλώσεις έλλειψης σεβασμού εκ μέρους της Ευρώπης και των ΗΠΑ, ο Πούτιν υιοθέτησε συγκρουσιακή, εθνικιστική γραμμή και η Ρωσία εισέβαλε στη γειτονική Γεωργία (2008), προσάρτησε τη χερσόνησο της Κριμαίας που ανήκε στην Ουκρανία (2014), προκάλεσε εμφύλιο πόλεμο στο Ντονμπάς της Ουκρανίας (2014) παρενέβη στη Συρία (2015) και εισέβαλε στην Ουκρανία (2022), ενώ εξαπέλυσε επίθεση πληροφοριών και μυστικών επεμβάσεων, από κυβερνοεπίθεση κατά της Εσθονίας (2007) μέχρι δολοφονίες εχθρών και αποστατών στο εξωτερικό. Στα μάτια των Ρώσων όλα αυτά είναι αμυντικές αποκρίσεις στις προσπάθειες της Δύσης να απομονώσει και να περιθωριοποιήσει τη χώρα τους· να της αρνηθεί την ξεχωριστή παγκόσμια θέση που της αξίζει. Οι Ρώσοι, που τρέφονται με μονολιθική προπαγάνδα ―δεν υπάρχει αντίλογος― πιστεύουν ότι η Ιστορία τους είναι ένα ανυπέρβλητο πολυθέαμα με τσάρους και κομισάριους, πρίγκιπες, επαναστάτες και ατρόμητους υπερασπιστές των ιερών εδαφών τα οποία επιβουλεύονται όλοι οι ξένοι. Κατά τη γνώμη τους, η Ρωσία τηρεί τις αυθεντικές ευρωπαϊκές αξίες σε μια εποχή όπου τα δυτικά έθνη τις έχουν εγκαταλείψει και την Ορθόδοξη πίστη την οποία θεωρούν τη μοναδική γνήσια μορφή του χριστιανισμού (το λέει η λέξη…) Ομοίως, επιμένουν σ’ έναν κοινωνικό συντηρητισμό ως υπερήφανη άρνηση να υποταχθεί η Ρωσία στις εκφυλισμένες μόδες και στη μεταμοντέρνα ηθική.

Τα σχολικά εγχειρίδια και τα πανεπιστημιακά μαθήματα ακολουθούν πιστά αυτή την επίσημη εκδοχή που μεγιστοποιεί τους θριάμβους και ελαχιστοποιεί τις τραγωδίες της ρωσικής Ιστορίας: ο Στάλιν παρουσιάζεται ως ο απαραίτητος εκσυγχρονιστής και ηγέτης του «Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου», ενώ τα Γκουλάγκ υποβαθμίζονται σε υποσημείωση. Η επίσημη Ιστορία της χώρας δεν έχει εσωτερικές αντιφάσεις και δεν επιδέχεται διπλή ερμηνεία: είναι ένα καθαρό και μονοσήμαντο αφήγημα όπως ήταν ανέκαθεν. Έτσι, οι Ρώσοι δεν μπορούν να κατανοήσουν τι τους έχει συμβεί, ούτε να δουν καθαρά τι κάνουν στο παρόν. Καθώς ο Πούτιν ενσαρκώνει τέλεια το αστυνομικό κράτος που είναι και κράτος μαφίας μαζί, ο σημερινός Ρώσος «αντιφρονών» μοιάζει πολύ με τον αντιφρονούντα της σοβιετικής εποχής που φοβόταν ότι οι τοίχοι έχουν αυτιά. Από το 1990 στη Ρωσία άλλαξαν όλα για να μην αλλάξει τίποτα.    

Όσο για τον πόλεμο στην Ουκρανία, για τους Ρώσους είναι μέρος του αγώνα να αποκατασταθεί η τάξη στην Ιστορία: έχοντας πεισθεί από την προπαγάνδα ότι οι Ουκρανοί και οι Ρώσοι είναι ενιαίος λαός κι ότι οι ρωσόφωνοι στενάζουν κάτω από τον ναζιστικό ζυγό βλέπουν τα ρωσικά στρατεύματα να προελαύνουν προς το ηθικό μεγαλείο ―για μια ακόμα φορά. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι πόλεμοι επιταχύνουν τον ρυθμό των αλλαγών. Ο Μαρκ Γκαλεότι πιστεύει ότι μέσω αυτού του πολέμου στην Ουκρανία το ρωσικό οικοδόμημα κινδυνεύει να καταρρεύσει ―αν και δεν συμμερίζομαι αυτή την άποψη, πράγματι, η θλιβερή ήττα σε αυτό που προοριζόταν να είναι ένας «σύντομος, νικηφόρος μικρός πόλεμος» εναντίον της Ιαπωνίας ευνόησε τη δημοκρατική επανάσταση του 1905 και ο Πρώτος Παγκόσμιος την μπολσεβίκικη του 1917. Αλλά, δεν ήταν ο ακήρυχτος οικονομικός πόλεμος με τη Δύση, που απομόνωσε τη Σοβιετική Ένωση και της στέρησε τα κεφάλαια και την τεχνολογία που χρειαζόταν για να επιβιώσει και που τελικά την κατέστρεψε: το γιατί κατέρρευσε είναι μια πολύ μακρά συζήτηση.

Τώρα πάντως, οι Ρώσοι πορεύονται αμέριμνοι με όλα τους τα ιστορικά ελαττώματα στα οποία έχει προστεθεί το κατ’ εξοχήν αμερικανικό ελάττωμα της κερδομανίας. Όπως έγραφε ο Τοκβίλ, οι Αμερικανοί εκτιμούν την αξία όλων των πραγμάτων με την απάντηση στο ερώτημα «Πόσα λεφτά θα φέρει»: το ίδιο και οι σημερινοί Ρώσοι. Η διαφορά είναι ότι στις ΗΠΑ υπάρχει διάκριση εξουσιών, ενώ στη Ρωσία δεν υπήρξε ποτέ: έτσι, οι Ρώσοι διατηρούν την υποτακτικότητα του μουζίκου έναντι των αρχόντων μαζί με την υπεροψία των βογιάρων έναντι όλων.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ