Πολιτικη & Οικονομια

Τι σημαίνει το τέλος του Μπόρις Τζόνσον για το μέλλον του Συντηρητισμού;

Ακόμη και μέσα στο αποστειρωμένο πολιτικό περιβάλλον, η ανάγκη για νηφάλια πολιτική με βαθύτερο όραμα και ξεκάθαρη ταυτότητα είναι ακόμη για πολλούς το ζητούμενο

kalamanti-sofia.jpg
Σοφία Καλαμαντή
ΤΕΥΧΟΣ 837
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Μπόρις Τζόνσον
© EPA/NEIL HALL

Η παραίτηση του Μπόρις Τζόνσον, η ανάγκη για νηφάλια πολιτική και οι αλλαγές στο συντηρητικό πεδίο.

Η παραίτηση του Μπόρις Τζόνσον ήρθε ως αναμενόμενη εξέλιξη μετά από σειρά αρνητικών συγκυριών, που τους τελευταίους μήνες πήραν τη μορφή χιονοστιβάδας, προορισμένης να σημάνει το τέλος του Βρετανού πολιτικού από τον πρωθυπουργικό θώκο. Τα αλλεπάλληλα σκάνδαλα των κρυφών πάρτι στο διάστημα του lockdown, η διαρκής έλλειψη τροφίμων σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό και με αύξηση των φόρων γέννησαν μία νάρκη, η οποία, εν μέσω πανδημίας και πολέμου στην Ουκρανία, έμοιαζε να περιμένει το επόμενο λάθος βήμα που θα την πυροδοτήσει. Αυτό τελικώς συνέβη παίρνοντας τη μορφή σκανδάλου με εμπλεκόμενο τον Κρις Πίντσερ, αναπληρωτή αρχηγό των Συντηρητικών, ύστερα από καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση δύο μελών του κόμματος σε ιδιωτικό δείπνο. Τις καταγγελίες ακολούθησαν οι μαζικές παραιτήσεις περισσότερων από 54 υπουργών και κυβερνητικών στελεχών, ώσπου ο Τζόνσον αναγκάστηκε να ανακοινώσει και τη δική του παραίτηση, παραμένοντας βέβαια στο πρωθυπουργικό αξίωμα μέχρι την εκλογή νέου επικεφαλής στο κόμμα.

Αν και η διαδρομή Τζόνσον προς την παραίτηση μοιάζει απολύτως διαυγής, το BBC ανέδειξε ένα παρασκήνιο της πρωθυπουργικής του θητείας, το οποίο φαίνεται να λειτούργησε ως υποδόριος επιταχυντής των εξελίξεων. Σύμφωνα με το βρετανικό δίκτυο, ο Τζόνσον φαίνεται να βρισκόταν αντιμέτωπος με μία διαρκή κριτική στο εσωτερικό του κόμματος των Συντηρητικών, με επίκεντρο την έλλειψη σαφούς οράματος, ιδεών και φιλοσοφίας στη συντηρητική κυβέρνηση. O πρώην επικεφαλής σύμβουλος στην κυβέρνηση και πλέον γνωστός επικριτής του, Ντόμινικ Κάμμινγκς, τον αποκάλεσε ένα «εκτός ελέγχου καροτσάκι ψώνιων» αφημένο σε ένα ανεξέλεγκτο οπορτουνιστικό στροβίλισμα θέσεων και ιδεολογιών, ενώ μόλις τον Ιούνιο o βουλευτής και πρώην υπουργός Τζέρεμι Χαντ τον κατηγόρησε για ξεκάθαρη έλλειψη «ακεραιότητας, ικανότητας και οράματος».

Λαμβάνοντας υπόψη την πορεία του Τζόνσον προς την εξουσία οι παραπάνω μομφές δεν μοιάζουν αναίτιες. Έμπειρος πολιτικός με παρελθόν σε καίριες θέσεις, ένας «Oxford Man» με κλασικές σπουδές και ιδιαίτερη αδυναμία στην Αρχαία Ελλάδα, με παρουσιαστικό και ενδυματολογικές επιλογές που ενδεχομένως να ξενίζουν μοιάζοντας αλλοπρόσαλλες αλλά στην πραγματικότητα απολύτως αποδεκτές με κριτήρια βρετανικής αισθητικής, ο Τζόνσον εισήλθε με ορμή στο προσκήνιο τη στιγμή που το πολιτικό τοπίο ήταν «all about Brexit». Στο αποκορύφωμα των διαβουλεύσεων και του τεχνοκρατικού πυρετού για να ξεκινήσει η «μεγάλη έξοδος» του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, ο Τζόνσον συνάντησε απέναντί του μία κουρασμένη, πολιτικά και επικοινωνιακά ξοδεμένη Τερέζα Μέι,  ηττημένη από την ανέφικτη ισορροπία μεταξύ της επίλυσης των πρακτικών εμποδίων του αποτελέσματος του Δημοψηφίσματος και του καθησυχαστικού προσωπείου που όφειλε να διατηρήσει. Οι υποσχέσεις για ένα «Brexit Express», νοθευμένες με  απλουστεύσεις και μπολιάσματα λαϊκισμού, έγιναν το άρμα πάνω στο οποίο ο Τζόνσον κατέκτησε με άνεση το πρωθυπουργικό αξίωμα. Οι σαφείς προγραμματικές θέσεις, το ιδεολογικό όραμα και η διαφανής πολιτική ταυτότητα παραγκωνίστηκαν από μεγαλοστομίες και έντεχνα επικοινωνιακά τερτίπια, ανταμείβοντας τον ικανό ρήτορα με το πρωθυπουργικό βάθρο, αλλά αφήνοντάς του ως προίκα τη σαθρή πολιτική υπόσταση της παρουσίας του στην κεφαλή των Συντηρητικών, κάτι για το οποίο όπως φαίνεται πληρώνει τώρα τις συνέπειες.

Η σημασία για το παράπονο που εξέφραζε σταθερά μεγάλη μερίδα μελών του αρχαιότερου εν ενεργεία συντηρητικού κόμματος δεν αφορά μόνο τον ίδιο τον Τζόνσον και τη βρετανική πολιτική, αλλά ανοίγει μία ευρύτερη συζήτηση γύρω από το μέλλον του Συντηρητισμού. Σε μία εποχή που ο προοδευτισμός και τα νεο-αριστερά κινήματα έχουν βρει τα πατήματά τους, περιχαρακωμένα στην προάσπιση του δικαιωματισμού και της πολιτικής των ταυτοτήτων, διεκδικώντας και κερδίζοντας την ψήφο εμπιστοσύνης συγκεκριμένων ομάδων, ποιο όραμα και ποια φιλοσοφία μπορεί να εξαργυρώσει το συντηρητικό στρατόπεδο ώστε να εισακουστεί;

Ο Μισέλ Ουελμπέκ, σε κείμενο που πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Le Figaro» το 2003 και φιλοξενείται στη συλλογή κειμένων «Παρεμβάσεις 2020», χαρακτηρίζει τη συντηρητική σκέψη ως τη μόνη αληθινή «πηγή προόδου». Συνδέοντας δύο φαινομενικά αντίθετους όρους, ο Ουελμπέκ αντιτάσσει το επιχείρημα πως η συντηρητική σκέψη μπορεί να αποτελέσει ένα θεωρητικό ανάχωμα απέναντι σε αυτόν το νέο προοδευτισμό, ο οποίος ορίζει την πρόοδο αποκλειστικά με γνώμονα τον νεωτερισμό της, δηλαδή πάνω στη θεωρητική βάση πως οτιδήποτε καινούριο είναι απαραίτητα και καλό, ανεξαρτήτως του εγγενούς περιεχομένου του. Για να πετύχει ο συντηρητισμός χρειάζεται, σύμφωνα με τον Ουελμπέκ, να στηριχθεί σε μία διανοητική οκνηρία, η οποία σε καμία περίπτωση δεν στερείται πνευματικής προσπάθειας, αλλά αγνοεί την εμμονική προσκόλληση στην αναζήτηση της καινοτομίας, ευνοώντας έτσι τη διαδικασία της σύνθεσης, που οδηγεί στην ανάδειξη βαθύτερων κοινών γνωρισμάτων και παραμερίζει τις επιφανειακές διαφορές. Κάτι τέτοιο σημαίνει πως απέναντι στον κατακερματισμό και τη διαίρεση μέσα από ταμπέλες που η νεο-αριστερά ένθερμα προωθεί σήμερα, οι συντηρητικοί οφείλουν να αναζητήσουν και να υπενθυμίσουν όλα εκείνα που αποτελούν τις παγιωμένες αξίες υπό τις οποίες οι κοινωνίες ενώνονται και προοδεύουν αληθινά σε βάθος χρόνου. Απέναντι σε ένα συνεχώς συγκρουσιακό περιβάλλον, που χτίζεται από τον ζηλωτικό ακτιβισμό, τις στοχεύσεις του οποίου φροντίζει να εξιδανικεύει η δικαιωματιστική παράταξη, η συντηρητική σκέψη χρειάζεται με νηφαλιότητα να αναδεικνύει όλα εκείνα τα πολιτικά, πολιτισμικά και αισθητικά γνωρίσματα, που αποτέλεσαν τα ερείσματα διαχρονικών πολιτικών και κοινωνικών κεκτημένων στον δυτικό κόσμο.

Η παραίτηση του Μπόρις Τζόνσον φυσικά δεν αρκεί από μόνη της για να φέρει την οποιαδήποτε αλλαγή στο συντηρητικό πεδίο εν μία νυκτί, ούτε και σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι ο διάδοχός του θα είναι απαραίτητα κάποιος με στιβαρό πολιτικό όραμα. Διαφαίνεται όμως ότι ακόμη και μέσα στο αποστειρωμένο πολιτικό περιβάλλον των τεχνοκρατικών πρακτικών, των φτηνών εντυπωσιασμών και λαϊκισμών, των επιφανειακών συγκρούσεων με καύσιμο διάφορες προφάσεις, αλλά και της βίας, η ανάγκη για νηφάλια πολιτική με βαθύτερο όραμα και ξεκάθαρη ταυτότητα είναι ακόμη για πολλούς το ζητούμενο, χωρίς να αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο των αριστερών ομάδων. Το αν όσοι ασπάζονται τις παραπάνω ανησυχίες επαρκούν για να επέλθει η ουσιώδης αλλαγή, μένει να φανεί μελλοντικά, τόσο από τις επιλογές των Tories όσο και ευρύτερα.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ