Πολιτικη & Οικονομια

Όταν η κρατική καταστολή υπερβαίνει το μέτρο

Η μετάβαση από το «κράτος του νόμου» στο «κράτος δικαίου»

photo_c.papanikolaou_1.jpg
Αικατερίνα Παπανικολάου
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Αστυνομικοί στην περιοχή των Μεγάρων
© EUROKINISSI/ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ

Σχόλιο για την αστυνομική βία στην Ελλάδα, την κρατική καταστολή και το κράτος δικαίου.

Από τον ευρέως γνωστό – στα όρια της κοινοτοπίας - αφορισμό του Μαξ Βέμπερ περί του κράτους ως μονοπωλιακού κατόχου της νόμιμης βίας ξεκινά μια μεγάλη παρεξήγηση που ταλαιπωρεί διαχρονικά την οργανωμένη συμβίωση και τραυματίζει τις καταστατικές αρχές του κράτους δικαίου. Η εν πολλοίς αναπόφευκτη διασύνδεση του κρατικού μηχανισμού  με την καταστολή προφανώς και δε νομιμοποιεί άνευ ετέρου την άσκηση βίας, κάθε φορά που παρίσταται ανάγκη αποτροπής παραβατικών συμπεριφορών, εντός της κοινότητας. Το πλαίσιο  και οι προϋποθέσεις που καθιστούν τη βία νόμιμη συνδέονται αποκλειστικά με την εξαιρετικότητα της συνθήκης, το δε μέτρο της συμπίπτει με την αντίληψη περί ultimum refugium. Όπερ, μόνο η αναλογική και διαθέτουσα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, βία συμπλέει - υπό προϋποθέσεις - με την αρχή της νομιμότητας.

Η μετάβαση από το «αστυνομικό κράτος» και το «κράτος του νόμου» στο φιλελεύθερο κράτος δικαίου συνοδεύτηκε από περιορισμούς – οριοθέτηση, ακριβέστερα – ως προς τους τρόπους διαχείρισης αυτής της εξαιρετικής δυνατότητας. Επειδή όμως, ειδικά σε κάθε μονοπώλιο αντιστοιχεί αυξημένος κίνδυνος κατάχρησης και υπέρβασης των ορίων, είναι πάντα κρίσιμη η πρόβλεψη θεσμικών αντίβαρων που διασφαλίζουν επαρκή και αξιόπιστη λογοδοσία.  

Τίποτα από τα παραπάνω, δε φαίνεται να λείπει καταρχάς, από το εγχώριο θεσμικό ανάγλυφο– διοικητικό και δικαστικό. Πέραν της αρμοδιότητας του φυσικού δικαστή, ο οποίος επιλαμβάνεται κατά τα κοινώς ισχύοντα, κάθε υπόθεσης αστυνομικής αυθαιρεσίας, λεπτομερειακές προβλέψεις υπάρχουν και στους κανόνες που συγκροτούν το πειθαρχικό δίκαιο των σωμάτων ασφαλείας. Πλέον αυτών των κλασικών εφεδρειών που διαθέτει το παραδοσιακό κράτος δικαίου, σημαντικός είναι ο εγγυητικός ρόλος του Εθνικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας, ο οποίος στεγάζεται, εποπτεύεται και συντονίζεται υπό τον Συνήγορο του Πολίτη. Στα καθ’ ημάς, πρόκειται για θεσμικό novum που από το 2016 ενισχύει την ανάγκη αμερόληπτης και ανεξάρτητης εποπτείας επί περιστατικών που συνδέονται με υπέρβαση του μέτρου, κατά την άσκηση των αστυνομικών καθηκόντων. Έχει σημασία μάλιστα, να επισημανθεί ότι ο Εθνικός Μηχανισμός αποτελεί μέλος του IPCAN (Independent Police Complaints Authorities’ Network)–ανεξάρτητου δικτύου, όπου μετέχουν εποπτικές αρχές, από χώρες – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην πλειονότητά τους - με ανάλογες αρμοδιότητες. Σε κάθε περίπτωση δε, ο Συνήγορος του Πολίτη μπορεί να δράσει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του Εθνικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας και αυτεπαγγέλτως.  

Από τη σύντομη παράθεση που προηγήθηκε, σε ό,τι αφορά το πεδίο της αναγκαίας καταστολής και τα σχετικά δικαιοκρατικά προαπαιτούμενα, η έννομη τάξη της χώρας μας δε μοιάζει να υστερεί εμφανώς, τόσο στο επίπεδο του κανονιστικού πλαισίου, όσο και ως προς τις υφιστάμενες οργανωτικές δομές.

Η διαπίστωση αυτή εμφανίζεται ωστόσο, ανακόλουθη και αναιρείται εμφατικά και κατ’ εξακολούθηση από τη δύναμη του πραγματικού. Η προσφάτως τραγική κατάληξη της καταδίωξης του νεαρού Ρομά στο Πέραμα, καθώς επίσης και η προ λίγων μηνών παραβίαση του οικιακού ασύλου στη Νέα Σμύρνη είναι δύο μόνο από τα πολλά έκτυπα περιστατικά που καταγράφονται στην άχαρη – τραγική, ενίοτε - ειδησεογραφία, όταν η κρατική καταστολή υπερβαίνει το μέτρο και η βία εκφεύγει των εγγυητικών προϋποθέσεων του φιλελεύθερου κράτους δικαίου. Οι τριάντα και πλέον σφαίρες, εντός του αστικού ιστού, χωρίς μάλιστα, να έχουν καν προηγηθεί πυροβολισμοί εκ μέρους των καταδιωκόμενων, υπερβαίνει κάθε αντίληψη περί εύλογου μέτρου, ενώ κλονίζει επικίνδυνα την πεποίθησητων πολιτών ως προς την εκπαίδευση, την ευθυκρισία και την επιχειρησιακή επάρκεια εκείνων που στελεχώνουν τα σώματα ασφαλείας. Κυρίως δε, αμφισβητείται η αμεροληψία και η δημοκρατική ευαισθησία των τελευταίων. Με άλλα λόγια, εν προκειμένω δε θρηνούμε μόνο την αδιανόητη απώλεια μιας ανθρώπινης ζωής. Ο απόηχος της ασύμμετρης καταδίωξης και η αλληλουχία εν γένει, των πραγματικών περιστατικών, όπως εκτυλίχθηκαν στο Πέραμα, συμπαρασύρουνευρύτερα την εμπιστοσύνη του πολίτη στο δημοκρατικό μέτρο, το οποίο ωστόσο, θα έπρεπε να είναι αμετάκλητα εμπεδωμένο, στην κατασταλτική δράση κάθε κράτους δικαίου.

Την εγχώρια αυτή πραγματικότητα πιστοποιεί δυστυχώς και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: το δικαστήριο σε ουκ ολίγες περιπτώσεις, επιβεβαίωσε υπέρβαση των ορίων της νόμιμης βίας, στο πλαίσιο παραβίασης του δικαιώματος στη ζωή, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (χαρακτηριστική η υπόθεση Μακαρατζής κατά Ελλάδας). Ειδικότερα, το δικαστήριο διέγνωσε παράλειψη εκ μέρους της χώρας να ανταποκριθεί στη θετική υποχρέωσή της για προστασία του δικαιώματος στη ζωή.

Στις 12 Μαρτίου 2021, μόλις δηλαδή, πριν μερικούς μήνες, ο ίδιος ο πρωθυπουργός της χώρας, απολογήθηκε για την αστυνομική αυθαιρεσία ενώπιον του Κοινοβουλίου, στο πλαίσιο συζήτησης που προκλήθηκε, μετά από ερώτηση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.Ο πρωθυπουργός ζήτησε «συγγνώμη, από όλους όσοι πληγώθηκαν από κρούσματα αστυνομικής βίας»  διαχρονικά, τόσο κατά τη θητεία της παρούσας κυβέρνησης, όσο και σε προηγούμενες περιόδους, με ευθύνη προηγούμενων κυβερνήσεων. Τη δημόσια αυτή απολογία από τα πλέον επίσημα ελληνικά χείλη επιδοκίμασε μάλιστα, η Επιτροπή Υπουργών που εποπτεύει την εφαρμογή και εκτέλεση των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου εκ μέρους των κρατών – μελών. Η ίδια ωστόσο, Επιτροπή δεν παρέλειψε να επισημάνει την εξακολουθητική καταγραφή παραπόνων σε σχέση με την αυθαιρεσία της ελληνικής αστυνομίας επαναλαμβάνοντας εμφατικά τόσο την ανάγκη εκπαίδευσης των επιχειρησιακών στελεχών, όσο και την ενίσχυση των μηχανισμών λογοδοσίας.  

Καθώς είναι εμφανές ότι το υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο, δεν αποδίδει τα αναμενόμενα στην πράξη, οφείλουμε να συμφωνήσουμε ότι οι παρατηρήσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης δεν απέχουν από την πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, επείγει καταρχάς, ο ανασχεδιασμός της εκπαιδευτικής κατάρτισης των στελεχών που εμψυχώνουν τα σώματα ασφαλείας. Ως προς τους μηχανισμούς εποπτείας και λογοδοσίας, μία πρώτη, προφανής παρατήρηση αφορά την έλλειψη δεσμευτικότητας των παρεμβάσεων του Συνηγόρου του Πολίτη. Παρά τις στοιχειοθετημένες επισημάνσεις που πιστώνονται στην ανεξάρτητη αρχή, κατά την άσκηση τής υπό συζήτηση αρμοδιότητάς της, η εκ του νόμου αδυναμία επιβολής των γνωμοδοτικών της πορισμάτων, αποδυναμώνει εξ ορισμού τον ρόλο και την αποτελεσματικότητα του μηχανισμού. Το έλλειμμα αυτό σε συνδυασμό με την πειθαρχική διερεύνηση των ζητημάτων που ανακύπτουν από όργανα πλήρως ενσωματωμένα στην ιεραρχία του ίδιου του σώματος αποτελεί πρόβλημα που χρονίζει και απομειώνει ανεπανόρθωτα τη θεσμική αξιοπιστία της χώρας.

Κοντολογίς, τιμώντας αυτή την περίοδο, εθνικές επετείους και κεφαλαιοποιώντας συμβολικά το σημαινόμενο δύο εκατονταετηρίδων από το επαναστατικό 1821, δεν υπάρχει καλύτερη στιγμή για την ανανοηματοδότηση του πατριωτικού καθήκοντος. Η πιο λειτουργική και πλέον επικαιροποιημένη ταυτότητα του πατριωτισμού σήμερα, μοιάζει να αφορά την εμβάθυνση σε ό,τι συγκροτεί την ουσία του κράτους δικαίου και υπηρετεί τη δημοκρατία. Υπό αυτή την έννοια, η ανάληψη πρωτοβουλιών για τη δραστική απάλειψη φαινομένων που απαξιώνουν την ανθρώπινη ζωή και υπονομεύουν τη σχέση εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους κρατικούς μηχανισμούς είναι υπόθεση τιμής για το δημοκρατικό κράτος. Αντιστοίχως, οτιδήποτε παρελκύει το εξυγιαντικό εγχείρημα προέρχεται εκ του πονηρού. Προσφέρει δε, κάκιστες υπηρεσίες στο διαρκές ζητούμενο περί ποιοτικής διοίκησης υπονομεύοντας διαβρωτικά τα αξιακάminima του κράτους δικαίου. Κυρίως, επειδή παραβλέπει τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 2, κατά περιεχόμενο της οποίας «ο σεβασμό και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ