Πολιτικη & Οικονομια

Ο Διεκδικητικός Πατριωτισμός του Κωνσταντίνου Φίλη

Ο γνωστός διεθνολόγος μας μιλάει για το βιβλίο του και μας εξηγεί όλα τα μεγάλα θέματα για τη συμφωνία με τη Γαλλία και τη νευρικότητα της Τουρκίας

34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
ΤΕΥΧΟΣ 801
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Συνέντευξη με τον Κωνσταντίνο Φίλη, «Διεκδικητικός Πατριωτισμός», εκδ. Παπαδόπολους
Κωνσταντίνος Φίλης

Κωνσταντίνος Φίλης: Συνέντευξη με αφορμή το βιβλίο του «Διεκδικητικός πατριωτισμός» (εκδ. Παπαδόπουλος) για την ελληνογαλλική συμφωνία

30 ώρες καταγεγραμμένων συζητήσεων και πολύ περισσότερες χαλαρών συζητήσεων του Κωνσταντίνου Φίλη και τον Μάκη Προβατά μας έδωσαν την ανατομία μιας συζήτησης που δεν έγινε ποτέ. Το βιβλίο «Διεκδικητικός πατριωτισμός» (εκδ. Παπαδόπουλος) περιγράφει την παγκόσμια σκακιέρα όπως έχει πλέον διαμορφωθεί, με τις δυνάμεις της Ανατολής να αμφισβητούν τη μέχρι πρότινος πρωτοκαθεδρία της Δύσης.

Μέσα εκεί πώς πρέπει να τοποθετηθεί η Ελλάδα, και κυρίως πώς μπορεί να επωφεληθεί με βάση τις επιλογές που κάνει, διότι «είμαστε ένα μικρό κράτος με πολύ μεγαλύτερο διπλωματικό εκτόπισμα σε σχέση με το μέγεθός του». Οι σχέσεις με την ΕΕ, τη Ρωσία και τις ΗΠΑ, η ισχύς της Κίνας και πώς η νέα διπλωματία επηρεάζει τις ισορροπίες στην παγκόσμια οικονομία, η Συμφωνία των Πρεσπών, τα ανοιχτά θέματα στην Ανατολική Μεσόγειο, ένα βιβλίο οδικός χάρτης όλων των μεγάλων θεμάτων εξωτερικής πολιτικής, και παράλληλα μία πρόταση για τι μπορούμε να κάνουμε ως χώρα.

Κυρίως, οι σχέσεις μας με την Τουρκία και ο τουρκικός αναθεωρητισμός, ένα κεφάλαιο που συναντάει την επικαιρότητα των ημερών και μας βοηθάει να καταλάβουμε πώς διαμορφώνονται οι ισορροπίες με αφορμή την ελληνογαλλική συμφωνία που πέρασε πριν λίγες μέρες από τη Βουλή. Γιατί έχει εκνευριστεί η Τουρκία και πώς μπορεί να αντιδράσει, τι σημαίνει για τη μικρή Ελλάδα να είναι δίπλα σε έναν επιθετικό γείτονα και πόσο αναγκαίο είναι να κάνει συμπράξεις στην ευρύτερη περιοχή και αμυντικές συμφωνίες; Είναι άλλωστε η αρετή του βιβλίου ότι μας μιλάει με εύληπτο τρόπο για τα πιο δύσκολα θέματα, καθιστώντας μας ικανούς να καταλαβαίνουμε τις ειδήσεις για την Ελλάδα και τον κόσμο που διαβάζουμε και ακούμε καθημερινά.

Όσο για το βιβλίο, είναι αποτέλεσμα μιας 15ετούς συστηματικής ενασχόλησης με την εξωτερική πολιτική από θέσεις ευθύνης, καθώς ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδας και διευθυντής του Institute of Global Affairs, μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων και αναλυτής διεθνών θεμάτων του Antenna, αλλά είχε και την τύχη, όπως λέει, να έχει συνομιλήσει με όλους τους υπουργούς Άμυνας και Εξωτερικών από το 2007 και αρκετούς πρωθυπουργούς, με διπλωμάτες κύρους και διαμορφωτές της εξωτερικής πολιτικής.


«Διαβάζετε» από τη σκοπιά της διπλωματίας γεγονότα-σταθμούς, ξεκινώντας από τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας.

Με αφορμή τη συμπλήρωση των 200 ετών από την έναρξη της επανάστασης του 1821, σκεφτόμουν, όπως πολλοί άλλοι, πώς θα μπορούσα να κάνω κάτι που θα αποτιμούσε την πορεία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε βάθος 200 ετών. Το βιβλίο έχει ιστορικές αναφορές στα πρώτα βήματα του ελληνικού κράτους, αλλά κυρίως εστιάζει στον 20στό και τον 21ο αιώνα. Σκοπός μου ήταν να καταδείξω κάποιες συνέχειες και ασυνέχειες στην εξωτερική πολιτική και κυρίως δύο βασικές σχολές σκέψης, που ξεκίνησαν ήδη με την κήρυξη της ανεξαρτησίας – μία εσωστρεφή και επαρχιώτικη, που επενδύει στη μικρή, πλην τίμια Ελλάδα που αντιστέκεται στα κελεύσματα των ξένων, πλειοδοτεί σε εθνικισμό και προτείνει ανεφάρμοστες λύσεις στα εθνικά ζητήματα, και μία πιο εξωστρεφή και διεθνοποιημένη, που αντιλαμβάνεται τις τάσεις του διεθνούς περιβάλλοντος, επιζητεί τις κατάλληλες συμμαχίες και γνωρίζει ότι μόνο μια Ελλάδα με ισχυρούς θεσμούς στο εσωτερικό, οικονομία και άμυνα, μπορεί να είναι υπολογίσιμος παίκτης στο εξωτερικό. 

Επίσης ήθελα να ξεκαθαρίσουμε κάποιους εθνικούς μύθους όπως π.χ. για το Mακεδονικό, τις θαλάσσιες ζώνες ή τα ενεργειακά αποθέματα, αλλά και αγκυλώσεις, ιδεοληψίες και στερεότυπα γύρω από την εξωτερική πολιτική. Σε όλα αυτά αντιτείνω τη δική μου πρόταση, που αφορά σε έναν διεκδικητικό πατριωτισμό.

diekdikhtikos_patriotismos_4.jpg
O τίτλος του βιβλίου είναι δικός σας όρος. Γιατί τον επιλέξατε;

Ο τίτλος βγήκε αβίαστα από τις συζητήσεις με τον Μάκη, και έχει να κάνει με μια αναζήτηση για έναν επιθετικό προσδιορισμό που θα ταίριαζε σε αυτό που εγώ θεωρώ ορθολογικό, ρεαλιστικό και τολμηρό πατριωτισμό. Γράφοντας το βιβλίο θέλησα να καλύψω ένα κενό ανάμεσα σε δύο άκρα – να μη χαρίσουμε δηλαδή την έννοια του πατριωτισμού στους πατριδοκάπηλους που τον ταυτίζουν με τον κακώς νοούμενο εθνικισμό, ούτε όμως και σε εκείνους που στέκονται απαξιωτικά, θεωρώντας τον παρωχημένο. Οι περισσότεροι διακατεχόμαστε από πατριωτικό αίσθημα, το ζητούμενο είναι τι περιεχόμενο του δίνουμε.

Όσο για την ιδέα να βγει ένα βιβλίο με τη μορφή των ερωτοαπαντήσεων γεννήθηκε σε μία τηλεφωνική επικοινωνία με τον Μάκη Προβατά, και η επιλογή του συγκεκριμένου μόνο τυχαία δεν ήταν τυχαία. Γιατί πέραν του ότι ο Μάκης έχει εμπειρία από αντίστοιχα βιβλία με πολύ σημαντικές προσωπικότητες, έχει και την τέχνη του να δίνει τη δυνατότητα στον συνομιλητή του να τοποθετείται με τρόπο που η συζήτηση να μπαίνει σε βαθιά νερά, χωρίς στρογγυλέματα.

Ως αναγνώστρια, να πω πως η αρετή του βιβλίου είναι ότι μας δίνει εργαλεία για να καταλάβουμε πολύπλοκα θέματα εξωτερικής πολιτικής με τα οποία ερχόμαστε σε επαφή καθημερινά.

Χαίρομαι πολύ που μου το λέτε. Ένας σημαντικός πολιτικός και υπουργός που χειρίζεται τα θέματα αυτά χαρακτήρισε το βιβλίο εγχειρίδιο, και αυτός ήταν ο στόχος. Στο βιβλίο επιχειρούμε να ξεκαθαρίσουμε έννοιες –όπως ΑΟΖ, υφαλοκρηπίδα, χωρικά ύδατα ή αιγιαλίτιδα ζώνη, εναέριος χώρος, αλιευτικές ζώνη– με τις οποίες ο πολίτης δεν είναι εξοικειωμένος αλλά τις ακούει συνεχώς στην τηλεόραση.

Το βιβλίο σε σημεία είναι αρκετά εξειδικευμένο για να έχει μια προστιθέμενη αξία για όσους παράγουν πολιτική, ασχολούνται με το θέμα ή είναι το επιστημονικό τους πεδίο, αλλά ταυτόχρονα απευθύνεται στον μέσο πολίτη που δεν κατέχει τα ζητήματα αυτά ώστε να μπορεί να παρακολουθεί την επικαιρότητα.

Διπλωματία των εμβολίων: Την άνοιξη του 2020, όταν στο Μπέργκαμο βλέπαμε τραγικές εικόνες, μερικοί Ιταλοί κατέβασαν τις ευρωπαϊκές σημαίες και ύψωσαν ρωσικές και κινεζικές.

Για παράδειγμα –και πριν μπουμε στα ελληνοτουρκικά που μονοπωλούν αυτές τις μέρες την επικαιρότητα–, είναι μια διάσταση της πανδημίας που δεν έχουμε στο μυαλό μας. Διαβάζαμε προχθές ότι η Ελλάδα έστειλε εμβόλια στη Λιβύη, στην Τυνησία, στη Ρουάντα, ενώ πριν λίγο καιρό βλέπαμε τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων στην παραγωγή και προμήθεια σε τρίτες χώρες. 

Η διπλωματία των εμβολίων είναι μία προσπάθεια άσκησης πολιτικής επιρροής και απόκτησης πατημάτων μέσα από την παροχή εμβολίων σε χώρες που τα έχουν ανάγκη. Η Ελλάδα πράγματι έχει αναλάβει δράση – και να πιστώσουμε εδώ στον Αλέξανδρο Διακόπουλο, υπεύθυνο της Γενικής Διεύθυνση Διεθνούς Αναπτυξιακής Βοήθειας του Υπουργείου Εξωτερικών, ότι έχει κάνει πολύ σημαντικό έργο. Έχουμε χρησιμοποιήσει τη διπλωματία των εμβολίων στις Βαλκανικές χώρες, αλλά και στην Αφρική, όπου δεν έχουμε παρουσία– όπου η Τουρκία είναι πολύ ενεργή και επιθετική. Προφανώς κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες εμβολίων δεν θα αλλάξουν τον ρου των πραγμάτων, αλλά είναι μια ενέργεια που μας δίνει πάτημα να αρχίσουμε να συνομιλούμε με τις χώρες αυτές.

Η διπλωματία των εμβολίων χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον και προφανώς υπήρχε ανταγωνισμός για το ποιος θα βγάλει πρώτος το εμβόλιο και για το βαθμό αποτελεσματικότητάς του. Είχαμε π.χ. τα ρωσικά και τα κινεζικά εμβόλια που δεν πιστοποιούνταν από τον ΠΟΥ, είδαμε την προσπάθεια Κινέζων και Ρώσων να διασπάσουν την ενιαία στάση της ΕΕ προσφέροντας εμβόλια σε χώρες αμφίβολης ευρωπαϊκής αλληλεγγύης όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία ή να προμηθεύουν τις Βαλκανικές χώρες. Η Τουρκία, από την πλευρά της, έπαιξε πολύ με τα τουρκικά εμβόλια για να δείξει ότι δεν είναι προσανατολισμένη προς τη Δύση.

Είχε προηγηθεί η διπλωματία των μασκών και των αναπνευστήρων στην πρώτη φάση της πανδημίας. Σας θυμίζω ότι η Κίνα, που είχε πληθώρα υγειονομικού εξοπλισμού, έστειλε στη Βόρεια Ιταλία και σε άλλες χώρες που είχαν ανάγκη δείχνοντάς τους ότι η προηγμένη Ευρώπη ήταν ανίκανη να δείξει την αλληλεγγύη της, τη στιγμή που Γερμανοί και Γάλλοι έβαζαν πλαφόν στις εξαγωγές. Την άνοιξη του 2020, όταν στο Μπέργκαμο βλέπαμε τραγικές εικόνες, μερικοί Ιταλοί κατέβασαν τις ευρωπαϊκές σημαίες και ύψωσαν ρωσικές και κινεζικές.

Οι μικρότερου βεληνεκούς χώρες όπως η Ελλάδα πρέπει να αναζητούν τρόπους ευθυγράμμισης των συμφερόντων τους με τα αντίστοιχα ισχυρότερων παικτών

Λέτε ότι κόσμος μας είναι πολυκεντρικός και ότι χρειαζόμαστε συμπράξεις, ενώ ένα από τα κρίσιμα ζητήματα που αναδύεται συχνά στην ειδησεογραφία είναι η θέση μας στην Ανατολική Μεσόγειο. Με λίγα λόγια, πώς θα το θέτατε;  
Είναι πράγματι σημαντικό να το καταλάβουμε. Οι Αμερικανοί βρίσκονται σε μερική αποδρομή, ή αποστασιοποίηση αν θέλετε, στην ευρύτερη περιοχή μας, καθώς οι προτεραιότητές τους είναι στην πλευρά του Ειρηνικού. Άρα δημιουργούνται κάποια κενά και το ερώτημα είναι ποιος θα τα καλύψει – ενδεχομένως η Ρωσία, η Κίνα, η Τουρκία, ή και οι τρεις μαζί, κάτι που δεν είναι καλό σενάριο για τους Αμερικανούς.

Από την άλλη, το κενό αυτό θα μπορούσε να καλυφθεί από μία σύμπραξη κρατών –προσοχή, αυτό που έχουμε με τη Γαλλία δεν είναι σύμπραξη, είναι συμμαχία, έχει αμυντικό χαρακτήρα–, όπως αυτές που έχουμε με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία, τα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα, την Ιορδανία, την Κύπρο. Είναι ένα σχήμα που εξυπηρετεί και τα δικά μας συμφέροντα και θα μπορούσε να λειτουργήσει υπέρ των Αμερικανών, πάντως –  κι έτσι, ακόμα κι αν δεν είχαμε την υποστήριξή τους, θα είχαμε σίγουρα την ανοχή τους.

Οι μικρότερου βεληνεκούς χώρες όπως η Ελλάδα πρέπει να αναζητούν τρόπους ευθυγράμμισης των συμφερόντων τους με τα αντίστοιχα ισχυρότερων παικτών, ώστε να τα προωθούν και να αποφεύγουν ζημίες. Χρειαζόμαστε ευρύτερες συνέργειες με περιφερειακούς δρώντες όχι μόνο με στόχο την ενίσχυσή μας έναντι της Τουρκίας, αλλά για τη σταθεροποίηση της περιοχής και την ευημερία της – άρα πρότζεκτ ενεργειακά, σχέδια που έχουν να κάνουν με τις μεταφορές, τα δίκτυα, τις νέες τεχνολογίες, την καινοτομία…

Δυστυχώς, δεν είμαστε ούτε στην Κεντρική Ευρώπη, ούτε στη Σκανδιναβία, αλλά στην Ανατολική Μεσόγειο

 

Η Συμφωνία με τη Γαλλία και ο τουρκικός αναθεωρητισμός

Είναι η συγκυρία τέτοια που δεν γίνεται να μη σας ρωτήσω: Η Συμφωνία με τη Γαλλία χαρακτηρίζεται ιστορική. Ποιο είναι το πιο ουσιαστικό κομμάτι της;
Είναι σημαντικό εδώ να πούμε ότι η Ελλάδα έκανε αυτή τη συμφωνία για να μπορέσει να καλύψει την άμυνά της μέχρι το 2025-2026, όταν θα έρθουν οι φρεγάτες –τα Ραφάλ έχουν αρχίσει να έρχονται ήδη– ώστε να έχουμε μια εξασφάλιση στην άμυνά μας από τη Γαλλία, προκειμένου το κόστος για την Τουρκία να είναι τόσο μεγάλο που να λειτουργήσει αποτρεπτικά να μπει σε κάποια περιπέτεια με την Ελλάδα. Είναι μια συμφωνία αποτρεπτικού χαρακτήρα και η αποτροπή συνίσταται κυρίως σε αυτό, στο να είναι ασύμφορο το κόστος για τον επιτιθέμενο.

Επομένως, ο εξοπλισμός, που ήταν αναγκαίος προκειμένου να εκσυγχρονίσουμε τον στόλο μας, μαζί με το άρθρο 2 της συμφωνίας, μας δίνουν πλεονέκτημα σε σχέση με την Τουρκία ως προς την αποτροπή. Ειδικά σήμερα, σε ένα παγκόσμιο σύστημα που βρίσκεται σε μετάβαση και έχει απειλές υβριδικού τύπου, όπως αυτή που ζήσαμε στον Έβρο, η Ελλάδα χρειάζεται διπλωματική δεινότητα, ισχυρές ένοπλες δυνάμεις και ισχυρά οπλικά συστήματα, όχι για επιθετικούς σκοπούς αλλά κυρίως για λόγους αποτροπής.  
 
Είναι και μια απάντηση στο γιατί δίνουμε τόσα χρήματα για να αγοράζουμε όπλα, ενώ έχουμε τόσες ανάγκες.

Η απάντηση σε αυτό είναι ότι –δυστυχώς– δεν είμαστε ούτε στην Κεντρική Ευρώπη, ούτε στη Σκανδιναβία, αλλά στην Ανατολική Μεσόγειο.
 
Για να το κατανοήσει κανείς, πρέπει να έχει στο μυαλό του ότι ένας πόλεμος με την Τουρκία δεν είναι κάτι το εντελώς αδιανόητο. Έχουμε μάθει να θεωρούμε την ειρήνη δεδομένη.
Έχετε δίκιο. Οι γενιές μας, ή αυτές των γονιών μας, δεν έχουν ζήσει πόλεμο, μόνο δικτατορία, και φτώχεια, κακουχίες, εμφύλιο, οι παλαιότεροι. Είναι λογικό ένα τμήμα της κοινωνίας να είναι εφησυχασμένο. Και προφανώς όλοι οι νοήμονες άνθρωποι θέλουμε ειρήνη, σταθερότητα, ανάπτυξη, ευημερία. Όμως για να το καταφέρουμε αυτό με έναν γείτονα επιθετικό και αναθεωρητικό, όπως η Τουρκία, πρέπει να έχουμε κάποια εργαλεία στα χέρια μας. Αν δείχνουμε αδυναμία –στην οικονομία, στους εξοπλισμούς, στα δημογραφικά ή στη διπλωματική μας παρουσία– η Τουρκία μπορεί να φλερτάρει με την ιδέα να κινηθεί επιθετικά για να κερδίσει κάτι περισσότερο.

Η Τουρκία είναι μια χώρα που διατηρεί το casus belli σε ισχύ

Η Τουρκία είναι μια αναθεωρητική δύναμη. 
Ακριβώς. Και γνωρίζουμε την επιμονή του Ερντογάν να αναθεωρήσει τη Συνθήκη της Λωζάννης, κάτι που έχει πει δημόσια αρκετές φορές από το 2017. Αυτό σε συνάρτηση με το επιθετικό δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», που εστιάζει στην κυριαρχία επί των θαλασσών και τον έλεγχο του Αιγαίου και της Αν. Μεσογείου, και σε συνδυασμό με ενέργειες όπως ο νόμος του Οκτωβρίου 2020 για την τουρκικής ευθύνης περιοχή έρευνας και διάσωσης που κόβει το Αιγαίο στη μέση ή το παράνομο σύμφωνο με τη Λιβύη, ή το πάγιο αίτημα για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών που τίθεται πλέον αναβαθμισμένο ως όρος της ελληνικής κυριαρχίας επ’ αυτών – δηλαδή ότι εάν δεν είναι αποστρατιωτικοποιημένα τα νησιά δεν είναι ελληνικά και προφανώς δεν διαθέτουν εναέριο χώρο και χωρικά ύδατα. Όλα αυτά δείχνουν μια στάση αμφισβήτησης όχι μόνο των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, αλλά και της κυριαρχίας της Ελλάδας.

Η Τουρκία είναι μια χώρα που διατηρεί το casus belli σε ισχύ. Άρα, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο ότι η Άγκυρα μπορεί να προετοιμάζεται για ένα επεισόδιο ώστε να υπονομεύσει εν τοις πράγμασι τη Συνθήκη της Λωζάννης – γιατί όσο παραμένει σε ισχύ αυτή, τόσο απομακρύνεται η υλοποίηση της «Γαλάζιας Πατρίδας», αυτό είναι το μεγάλο εμπόδιο που προσπαθεί να υπερπηδήσει η Τουρκία και να υπερασπιστούμε εμείς.
 
Εξηγήστε μας, η Τουρκία για ποιους ακριβώς λόγους έχει ενοχληθεί τόσο πολύ;
Υπάρχουν πολλοί λόγοι που κάνουν την Τουρκία νευρική. Είναι προφανές ότι είναι ιδιαίτερα ενοχλημένη από το άρθρο 2 της συμφωνίας, αλλά επίσης είναι ενοχλημένη και από το ότι η Ελλάδα διευρύνει το πεδίο των δραστηριοτήτων της. Γιατί είχε μάθει μια Ελλάδα που δεν ήταν παρούσα εκτός των συνόρων της. Ο ελληνικός στρατός δεν είχε παρουσία σε περιοχές όπως η ζώνη του Σαχέλ.

Το ότι ανοιγόμαστε διπλωματικά και στρατιωτικά ενοχλεί την Τουρκία, η οποία έχει κερδίσει τα προηγούμενα χρόνια από το γεγονός ότι είχε παρουσία σε περιοχές συμφερόντων τρίτων κρατών – αυτό της έδινε τη δυνατότητα να ελίσσεται διπλωματικά για να προωθεί θέματα δικών της συμφερόντων. Ξέρει, λοιπόν, ότι το άνοιγμα της Ελλάδας θα της δώσει και μεγαλύτερο διπλωματικό εκτόπισμα. Η Τουρκία είναι ενοχλημένη επίσης και για την επικείμενη συμφωνία αμοιβαίας αμυντικής συμμαχίας με τις ΗΠΑ, και επιπλέον ο Ερντογάν έχει πρόβλημα στο εσωτερικό από τα τεκταινόμενα στην οικονομία που επηρεάζουν την πολιτική του κυριαρχία.

Διαβάζουμε για μια Τουρκία που το επόμενο διάστημα θα είναι απρόβλεπτη. Πόσο απρόβλεπτη;
Κανείς δεν μπορεί να ξέρει πώς θα κινηθεί η Τουρκία το επόμενο διάστημα, αλλά αυτός ο εκνευρισμός είναι δεδομένο ότι θα εκτραπεί με κάποιον τρόπο. Πιστεύω ότι υπάρχουν δύο επίπεδα σε αυτή την ανάλυση. Το πρώτο έχει να κάνει με το τι σκέφτεται να πράξει η Τουρκία το επόμενο διάστημα. Όπως, να επαναφέρει το σκηνικό νότια του Καστελόριζου, στην περιοχή όπου βρέθηκε το «Ορούτς Ρέις» το 2020, βγάζοντας εκ νέου ερευνητικό πλοίο – ή ακόμα και πλωτό γεωτρύπανο, κάτι που θα συνιστούσε κλιμάκωση της επιθετικής της ατζέντας απέναντι στην Ελλάδα. Ή να προσπαθήσει να δηλώσει πολύ έντονα και εμφατικά την παρουσία της στην περιοχή της υποτιθέμενης τουρκολυβικής ΑΟΖ, στην πλευρά της Λιβύης, θέλοντας να δείξει ότι είναι η κυρίαρχη δύναμη στην περιοχή.

Το δεύτερο επίπεδο ανάλυσης σχετίζεται απευθείας με την ελληνογαλλική συμφωνία, και αφορά στο αν η Τουρκία θα επιχειρήσει να την τεστάρει, δηλαδή να θελήσει να εκθέσει τη Γαλλία και την Ελλάδα για αυτή τους τη συμμαχία. Υπάρχουν κάποιοι κοντά στον Ερντογάν που θεωρούν ότι, κάνοντας μία τέτοια κίνηση, η Γαλλία δεν θα προστρέξει και θα φανεί ότι το άρθρο δύο είναι κενό γράμμα, ενώ ταυτόχρονα η Ελλάδα θα φανεί ανυπεράσπιστη απέναντι στις ορέξεις της Τουρκίας. Είναι ένα σενάριο που δεν μπορούμε να το αποκλείσουμε, αν και δεν θεωρώ ότι είναι το πιθανότερο γιατί υπάρχουν ρίσκα, πρώτον γιατί μπορεί η Γαλλία όντως να προστρέξει, δεύτερον γιατί η δοκιμασία της ελληνογαλλικής συμφωνίας δεν αφορά σε ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, αλλά σε κυριαρχία, να μπει δηλαδή στα χωρικά μας ύδατα. Αλλά το να προκαλέσει η Τουρκία ένα συμβάν με την Ελλάδα εντός των 6 μιλίων σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθεί το πιο πιθανό σενάριο.
 
Όλα αυτά μας κάνουν να φοβόμαστε;  
Δεν φοβόμαστε, όχι. Όμως, θα πρέπει να είμαστε σε απόλυτη ετοιμότητα και εγρήγορση. Πρέπει να υπάρχει μια προετοιμασία – όχι για να αντιδράσουμε όταν η Τουρκία κάνει αυτό που είναι να κάνει, αλλά για να την αποτρέψουμε από το να τα κάνει. Για αυτό αναζητούμε και εξωτερική νομιμοποίηση, αλλά και θεσπίζουμε αποτελεσματική αποτροπή σε αμυντικό, επιχειρησιακό επίπεδο, μέσω ισχυρών σχημάτων. Και βέβαια, χρειάζεται εξαντλητικός διάλογος με οριοθετημένο πλαίσιο, προσδιορισμένη ατζέντα αλλά και χρονοδιάγραμμα.

Απαιτείται δηλαδή όχι μόνο να επικαλούμαστε το διεθνές δίκαιο αλλά και να κάνουμε χρήση του, και υπάρχουν συγκεκριμένες προτάσεις στο βιβλίο για το πώς μπορεί να γίνει αυτό. Οι διεθνείς σχέσεις είναι μία συνεχής διαδικασία δούναι και λαβείν, δεν μπορούμε συνέχεια να προσφέρουμε στους συμμάχους μας χωρίς να παίρνουμε τα ανάλογα ανταλλάγματα. Όλα αυτά εξηγούνται εκτενώς στο βιβλίο, και συνιστούν τη δική μου πρόταση σε αυτό που ονομάζω διεκδικητικό πατριωτισμό.  
 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ