Πολιτικη & Οικονομια

Αφγανιστάν: τέσσερα κρίσιμα ερωτήματα

Πού στράβωσε η Αμερικανική επέμβαση, γιατί τελείωσε τώρα, ποιες θα είναι οι γεωπολιτικές επιπτώσεις και πώς θα επηρεαστούμε εμείς.

agis_avatar_2.jpg
Άγης Παπαγεωργίου
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
us_afghanistan.jpg
Αμέτρητοι αμερικανοί στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους στο Αφγανιστάν © Scott Serio/EPA

Αφγανιστάν, Ταλιμπάν, γιατί οι ΗΠΑ αποχωρούν τώρα και ποιες θα είναι οι γεωπολιτικές εξελίξεις

Οι εξελίξεις στο Αφγανιστάν είναι καταιγιστικές. Οι τελευταίες μέρες έδωσαν εικόνες απόλυτης απόγνωσης των Αφγανών πολιτών που προσπαθούν με κάθε τρόπο να απομακρυνθούν από το μέλλον που τους περιμένει, αλλά και φονταμενταλιστικής φρικαλεότητας των επελαυνόντων Ταλιμπάν, που μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ξήλωσαν την κληρονομιά της πιο δαπανηρής επέμβασης των ΗΠΑ σε ξένο έδαφος. Σε μια από τις πιο ταλαιπωρημένες γωνιές της γης, ο όλεθρος επιστρέφει θριαμβευτικά.

Σε αυτόν τον—όχι και τόσο—απροσδόκητο πολιτικό χρόνο που μόλις ξεκίνησε, είναι σχεδόν αδύνατο να συνοψιστεί σε μια ανάλυση ο απολογισμός του εικοσαετούς πολέμου. Με αμέτρητες σχετικές αναλύσεις να κατακλύζουν τα newsfeed των κοινωνικών δικτύων ανάμεσα σε καλοκαιρινά posts, θα εξετάσουμε τέσσερα κρίσιμα ερωτήματα  σχετικά με τα γεγονότα των τελευταίων ημερών, καθώς και με τις επιπτώσεις που φαίνεται πως θα έχουν στο άμεσο μέλλον.

Πώς στράβωσε η επέμβαση στο Αφγανιστάν;

Η επέμβαση των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν ήταν το άμεσο αποτέλεσμα των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001. Κηρύσσοντας τον πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας και βάζοντας τον επικεφαλής της Αλ Κάιντα, Οσάμα Μπιν Λάντεν, στο στόχαστρο, ο Πρόεδρος Τζορτζ Μπους οδήγησε τις Αμερικανικές δυνάμεις στο Αφγανιστάν, με τις ΗΠΑ να ηγούνται της δυτικής στρατιωτικής επέμβασης. Η Σώτη Τριανταφύλλου προχώρησε σε μια εξαιρετική ανάλυση για το Αφγανιστάν και τους Ταλιμπάν που εξετάζει και το υπόβαθρο του πολέμου. Με το Αφγανιστάν όμως να αποτελεί μια σχετικά μικρή και πάμπττωχη χώρα της Μέσης Ανατολής, το ερώτημα είναι πώς ακριβώς μπορεί ο πόλεμος να κράτησε είκοσι ολόκληρα χρόνια, μέχρι να καταλήξει σε σχεδόν πλήρη αποτυχία -και μάλιστα παρά την αρχική σχεδόν καθολική υποστήριξη στο εγχείρημα;

Η απάντηση είναι πολυδιάστατη, όμως ο πρώτος καθοριστικός παράγοντας ήταν η επέκταση στο Ιράκ του πολέμου εναντίον της τρομοκρατίας, το 2003. Οι ΗΠΑ εισέβαλαν στη χώρα καθώς ο Μπους υποστήριζε πως ο Ιρακινός δικτάτορας, Σαντάμ Χουσεΐν είχε στην κατοχή του όπλα μαζικής καταστροφής, τα οποία θα έστρεφε εναντίον των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Σε αντίθεση με την επέμβαση στο Αφγανιστάν που φαινόταν δικαιολογημένη στα μάτια των Αμερικάνων, ο προληπτικός χαρακτήρας της επέμβασης στο Ιράκ δημιούργησε αρκετό σκεπτικισμό και αντιδράσεις. Από ένα σημείο και μετά όμως, η κυβέρνηση Μπους έθεσε το Ιράκ ως στρατηγική προτεραιότητα, αφήνοντας την επέμβαση στο Αφγανιστάν σε δεύτερη μοίρα· αναπόφευκτα, το κόστος ευκαιρίας ήταν τεράστιο, καθώς η παράλληλη συνέχιση και των δύο επεμβάσεων έφερε μέτρια αποτελέσματα και στις δύο περιπτώσεις, ενώ η αποκάλυψη πως ο Χουσεΐν δεν είχε στην κατοχή του τα όπλα που υπολογιζόταν εξαΰλωσε σταδιακά το πολιτικό κεφάλαιο της Αμερικανικής παρουσίας στην περιοχή.

Ο δεύτερος λόγος της διάρκειας αλλά και της κατάληξης του πολέμου αφορά τη γεωμορφία της χώρας—και την αξιοποίηση της από τους Ταλιμπάν. Το Αφγανιστάν είναι ένα κράτος γεμάτο ψηλά βουνά, με τις περισσότερες πόλεις να είναι χτισμένες στις πεδιάδες ανάμεσα τους, παραμένοντας όμως σχεδόν ολοκληρωτικά αποκομμένες λόγω της έλλειψης κανονικού οδικού δικτύου. Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, οι Ταλιμπάν χρησιμοποίησαν τυπικές αντάρτικες τεχνικές από και προς τα βουνά, με πολλές από τις βάσεις τους να παραμένουν σχετικά ασφαλείς απέναντι στις Αμερικανικές επιθέσεις, διατηρώντας έτσι το πλεονέκτημα της έκπληξης—αλλά και της συνεχούς ανασύνταξης. Το κρισιμότερο όμως στοιχείο είναι πως οι Ταλιμπάν αξιοποίησαν εκτεταμένα τα βραχώδη ανατολικά σύνορα του Αφγανιστάν με το Πακιστάν, υποχωρώντας εκεί για ανεφοδιασμούς και μαζικές ανασυντάξεις—πολύ συχνά στρατολογώντας παράλληλα νέους φανατικούς ισλαμιστές και έτσι ανανεώνοντας τα νούμερα τους. Αυτή η τακτική ουσιαστικά γλίτωσε τους Ταλιμπάν από τον αφανισμό στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, ενώ πιο πρόσφατα τους επέτρεψε να χτίσουν το μομέντουμ που τους έφερε ξανά μέχρι την Καμπούλ.

Ειρωνικά, οι συντεταγμένες υποχωρήσεις των Ταλιμπάν στο Πακιστάν καθρεφτίζουν εκείνες των Βιετκόνγκ στο Λάος κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Βιετνάμ, οι οποίες αποτέλεσαν καίριο στρατηγικό πλεονέκτημα απέναντι στις Αμερικανικές δυνάμεις. Έτσι, η τρομακτική ομοιότητα της εκκένωσης της Αμερικανικής Πρεσβείας στην Καμπούλ μέσω ελικοπτέρου με εκείνη της Σαϊγκόν το 1975 είναι μόνο άλλη μια ανάμεσα στις πολλές που μοιράζονται οι δύο τελευταίες αποτυχημένες επεμβάσεις των ΗΠΑ στο εξωτερικό.

Γιατί οι ΗΠΑ αποχωρούν τώρα;

Στην πραγματικότητα, η απόφαση του Αμερικάνου Προέδρου, Τζο Μπάιντεν, να αποχωρήσει από το Αφγανιστάν δεν αποτελεί καν δικιά του πρωτοβουλία. Αντίθετα, ήταν ο άμεσος προκάτοχος του, ο Ντόναλντ Τραμπ, εκείνος που συμφώνησε με τους Ταλιμπάν πως οι Αμερικανικές δυνάμεις θα αποχωρούσαν από τη χώρα μέχρι την άνοιξη του 2021. Μετά από αρκετές παλινωδίες στην Αφγανική του πολιτική—και με τις δημοσκοπήσεις να προβλέπουν πλέον εκλογικό ντέρμπι στις προεδρικές εκλογές του 2020—ο Τραμπ ανακοίνωσε την απόσυρση των ΗΠΑ από τη χώρα, κάτι που είχε αρχίσει να αποτελεί διακομματικό αίτημα στο Αμερικανικό εκλογικό σώμα. Έτσι, ο Μπάιντεν ουσιαστικά κληρονόμησε τη συμφωνία της Αμερικανικής κυβέρνησης με τους Ταλιμπάν, την οποία όμως επέλεξε να τηρήσει, θεωρώντας πως η συνέχιση της αμερικανικής παρουσίας στη χώρα δεν έχει πλέον στρατηγική σημασία για τις ΗΠΑ.

Αυτό ακριβώς το σκεπτικό ανέπτυξε και στη σχετική του ανακοίνωση. Συγκεκριμένα, ο Μπάιντεν δήλωσε εύστοχα πως δε θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει σωστός χρόνος αποχώρησης από το Αφγανιστάν, ακριβώς γιατί η συνέχιση της παρουσίας των ΗΠΑ ήταν από καιρό εξαιρετικά ασύμφορη. Υποστηρίζοντας πως η επέμβαση πέτυχε τους δύο στρατηγικούς της στόχους, την εξόντωση δηλαδή των ενορχηστρωτών των τρομοκρατικών επιθέσεων αλλά και τη διασφάλιση πως η Αλ Κάιντα δε θα μπορούσε πλέον να αξιοποιήσει το Αφγανιστάν ως έδρα εξαγωγής τρομοκρατίας, ο Μπάιντεν υπενθύμισε πως οι ΗΠΑ δεν είχαν ποτέ στόχο την επανίδρυση του Αφγανικού κράτους—άρα και πως δε θα μπορούσαν να μείνουν μέχρι αυτό να επιτευχθεί. Η αλήθεια είναι πως από το 2014 και μετά οι ΗΠΑ είχαν περιορίσει τη στρατιωτική τους παρουσία προχωρώντας κυρίως σε αεροπορικές επιδρομές όταν εκείνες χρειάζονταν και εστιάζοντας στην εκπαίδευση των Αφγανικών δυνάμεων ώστε να αναλάβουν την προστασία της χώρας τους. Η τάχιστη επέλαση των Ταλιμπάν αποδεικνύει πως σε αυτόν τον στόχο η αποτυχία ήταν κολοσσιαία, ειδικά για τους Αφγανούς.

Με αυτά τα δεδομένα, και μετρώντας τις αμέτρητες πληγές του πολέμου, το αποτρόπαιο ανθρώπινο κόστος—αλλά και το δυσθεώρητο οικονομικό—ο Μπάιντεν έκλεισε το κεφάλαιο της Αμερικανικής παρουσίας στο Αφγανιστάν χωρίς δεύτερες σκέψεις. Το κατά πόσο αυτή ήταν όντως η σωστή απόφαση μάλλον είναι νωρίς για να κριθεί ακόμα, όμως ο Αμερικάνος Πρόεδρος φαίνεται πεπεισμένος πως έπρεπε να μπει τέλος στον ατέρμονο κακοφορμισμό της επέμβασης—και σε αυτό πιθανότατα έχει απόλυτο δίκιο.

Ποιες θα είναι οι γεωπολιτικές εξελίξεις της πτώσης του Αφγανιστάν;

Αυτό είναι χωρίς την παραμικρή αμφιβολία το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου. Το κύριο δεδομένο της καινούργιας κατάστασης είναι πως οι Ταλιμπάν δε θα καταφέρουν να κυβερνήσουν με την ίδια επιτυχία και άνεση συγκριτικά με εκείνες που επέδειξαν στην τάχιστη επιστροφή τους στην εξουσία. Ο λόγος είναι πως η διακυβέρνηση της χώρας—ή έστω, των κύριων αστικών κέντρων της—θα απαιτήσει οικονομικούς πόρους που πολύ άμεσα το φονταμενταλιστικό καθεστώς που εγκαθιδρύουν δε θα έχει στη διάθεση του. Κατά τη διάρκεια του εικοσαετούς πολέμου, οι δραστηριότητες των Ταλιμπάν χρειάζονταν σχετικά περιορισμένη χρηματοδότηση, την οποία εξασφάλιζαν πουλώντας όπιο και άλλα ναρκωτικά, καθώς και λαμβάνοντας οικονομικές ενισχύσεις από ομοϊδεάτες τους στο εξωτερικό. Σε συνδυασμό με τις ανεπτυγμένες αντάρτικες μεθόδους τους αυτή η μορφή οικονομικής αυτάρκειας μπορεί να αρκούσε ώστε να καταλάβουν τη χώρα με την αποχώρηση των ΗΠΑ, όμως σε καμία περίπτωση δε θα αρκέσει στο μέλλον, ενώ οι Ταλιμπάν δεν έχουν την τεχνογνωσία ώστε να εκμεταλλευτούν τον φυσικό πλούτο των εκτάσεων που πλέον ελέγχουν.

Έτσι, ο πρώτος μεγάλος γεωπολιτικός παίκτης που ετοιμάζεται να εκμεταλλευτεί αυτή τη συνθήκη είναι η Κίνα—η οποία συνορεύει με το Αφγανιστάν στον Διάδρομο του Βαχάν. Διαβάζοντας σωστά τις αδυναμίες του νέου καθεστώτος, η Κίνα έχει προθυμοποιηθεί ώστε να κατασκευαστεί ένα νέο οδικό δίκτυο που θα συνδέει την Καμπούλ με την πρωτεύουσα του Πακιστάν, Πεσαβάρ, έτσι ώστε το Αφγανιστάν να προστεθεί στον εμπορικό Κινεζικό εξαιρετισμό της «μιας ζώνης και του ενός δρόμου». Παράλληλα, η Κινεζική κυβέρνηση έχει ήδη ξεκινήσει την κατασκευή ενός σύγχρονου οδικού δικτύου στο Βαχάν, το οποίο θα συνδέσει το Αφγανιστάν με την επαρχία Σιτζιάνγκ· αναμφίβολα, αυτές οι εξελίξεις υποδεικνύουν πως το Αφγανιστάν μπορεί εύκολα να περάσει στην Κινεζική σφαίρα επιρροής σχετικά άμεσα, με τις ανύπαρκτες δημοκρατικές ανησυχίες του Κινεζικού καθεστώτος να διευκολύνουν πλήρως τη σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ Πεκίνου και Καμπούλ. Το γεγονός πως ο εκπρόσωπος των Ταλιμπάν, Σουχάιλ Σαχίν, έκλεισε τα μάτια στην καταπίεση των Ουιγούρων μουσουλμάνων από το Κινεζικό καθεστώς δε θα μπορούσε να είναι περισσότερο ενδεικτικό της δυναμικής που αναπτύσσεται.

Ωστόσο, την κατάσταση παρακολουθεί έντονα και η Ρωσία, καθώς το Αφγανιστάν συνορεύει με το Τατζικιστάν, το οποίο είναι μέλος του ρωσοκεντρικού Οργανισμού της Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας. Μέχρι στιγμής, η Μόσχα φαίνεται να ζητάει διασφαλίσεις από τους Ταλιμπάν πως δε θα παραβιάσουν τα γειτονικά τους σύνορα, εστιάζοντας κυρίως στην προστασία των σημερινών ρωσικών συμφερόντων στην περιοχή. Από εκεί και πέρα όμως, το πώς ακριβώς θα προσπαθήσει ο Βλαντιμίρ Πούτιν να εκμεταλλευτεί την άνοδο των Ταλιμπάν στην εξουσία παραμένει ακόμα άγνωστο.

Πως επηρεάζεται η Ελλάδα;

Μια από τις ελάχιστες βεβαιότητες της επέλασης των Ταλιμπάν είναι πως θα δημιουργηθεί ένα νέο μεταναστευτικό κύμα προς την Ευρώπη, το οποίο δεν υπάρχει αμφιβολία πως σύντομα θα μας απασχολήσει. Παρότι ακόμα είναι νωρίς για ακριβείς προβλέψεις, πιθανότατα θα βρεθούμε μπροστά σε άλλη μια προσφυγική κρίση ως σημείο εισόδου στη Δύση, την οποία μόνοι μας δε θα μπορέσουμε να διαχειριστούμε. Σε αυτό το πλαίσιο, η στάση της ΕΕ θα είναι καθοριστική καθώς θα χρειαστεί μια συντονισμένη πανευρωπαϊκή προσέγγιση στο ζήτημα, τη στιγμή που ο ενδελεχής διαχωρισμός προσφύγων και παράνομων μεταναστών αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα ώστε να αποφευχθούν οι τραγελαφικές καταστάσεις του 2015. Οι σχετικές ζυμώσεις στην ΕΕ έχουν ήδη ξεκινήσει και είναι βέβαιο πως η κινητικότητα της ελληνικής κυβέρνησης, όπως και των κυβερνήσεων της ευρωπαϊκής Μεσογείου, θα είναι καίριας σημασίας, ενώ το αμέσως επόμενο διάστημα θα έχουμε κρίσιμα καινούργια δεδομένα για τη διαχείριση μιας κρίσης που φαίνεται ήδη πως έρχεται. Με την Τουρκία να αναμένεται να εκμεταλευτεί ξανά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ και η θέση της στη Δύση αναπόφευκτα θα περάσουν ξανά περίοδο κρίσης, με την ΕΕ να καλείται σύντομα να αντιμετωπίσει τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε ακόμα ένα επίπεδο και την Ελλάδα να παραμένει σε γεωπολιτική εγρήγορση για ακόμα ένα ζήτημα.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ