Πολιτικη & Οικονομια

Κακοποιοί στα μαλακά και η ελεύθερη στρατολόγηση κατασκόπων

Οι ποινικοί κώδικες έχουν προκαλέσει πολλές αντιδράσεις αλλά παραμένουν σε ισχύ δύο χρόνια μετά την ψήφισή τους λίγες μέρες πριν τις εκλογές του Ιουλίου του 2019. Ο νομικός κόσμος φοβάται ότι οι κυοφορούμενες αλλαγές θα τέξουν μυν

img_0317_1.jpg
Σταμάτης Ζαχαρός
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Άρειος Πάγος
© EUROKINISSI/ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ

Ρεπορτάζ του Σταμάτη Ζαχαρού για τον Ποινικό Κώδικα και τις άμεσες αλλαγές που πρέπει να γίνουν, τον νόμο Παρασκευόπουλο, τον Στ. Κοντονή, τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ.

Μπορεί η συζήτηση για τις αλλαγές του ποινικού κώδικα να έχει φουντώσει, καθώς συνεχίζουν να απασχολούν την κοινή γνώμη οι επιπτώσεις όσων ψήφισε η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ λίγες ημέρες πριν τις εκλογές του 2019, όμως οι εξελίξεις απέχουν πολύ από αυτό που θα αποκαλούσαμε ραγδαίες. Στα μέσα του προηγούμενου μήνα ο αρμόδιος Υπουργός Δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας είχε προαναγγείλει από το βήμα της Βουλής αλλαγές με στόχο να αντιμετωπιστούν ζητήματα που πλήττουν το κοινό περί δικαίου αισθήματος, ωστόσο υπάρχουν αντιδράσεις του νομικού κόσμου τόσο για την αποτελεσματικότητα όσο και για την «κατεύθυνση» στην οποία κινείται η αρμόδια επιτροπή παρακολούθησης των κωδίκων.

Ο ισχύων ποινικός κώδικας ψηφίστηκε από τη Βουλή λίγες ημέρες πριν τις εκλογές του Ιουλίου 2019 και ενώ η τότε κυβέρνηση γνώριζε ότι οι πιθανότητές να παραμείνει στη θέση της ήταν λίγες. Η προηγούμενη κυβέρνηση έχει δεχθεί σφοδρή κριτική για την επιλογή της να φέρει άρον-άρον τις αλλαγές του Ποινικού Κώδικα προς ψήφιση, με Υπουργό δικαιοσύνης τότε τον Νίκο Παρασκευόπουλο.

Το κλίμα επιβαρύνθηκε αργότερα και από τις σχετικές δηλώσεις του προκατόχου του κου Παρασκευόπουλου, του κου Σταύρου Κοντονή. Σε συνέντευξή του στον τηλεοπτικό σταθμό ΑΝΤ1 (Οκτώβριος 2020) ο κος Κοντονής είχε εκφράσει τη διαφωνία του για τον νέο Κώδικα και κυρίως για το ύψος των ποινών που θα επιβάλλονταν βάσει αυτού στα διευθυντικά στελέχη της εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής. Εξ αυτής της διαφωνίας μάλιστα ο κ. Κοντονής παραιτήθηκε από την Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ.

Από την άλλη πλευρά, το επιχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ότι είχε προηγηθεί προετοιμασία μηνών από αρμόδιους επιστήμονες. Το αρνητικό, ωστόσο, αποτέλεσμα των αλλαγών άρχισε να γίνεται εμφανές σχεδόν άμεσα και σχεδόν με κάθε αφορμή, από το μπαράζ εκτελέσεων μεταξύ ανθρώπων του υποκόσμου μέχρι το πρόσφατο έγκλημα στα Γλυκά Νερά. 

Με το συγκεκριμένο επιχείρημα περί άρτιας και πολύμηνης προεργασίας δεν φαίνεται μάλιστα να συμφωνεί, εκ των υστέρων, ούτε ο ίδιος ο κος Παρασκευόπουλος, δικαιώνοντας τον παραιτηθέντα προκάτοχό του. Σε συνέντευξή του τον Οκτώβριο του 2020 στον ραδιοφωνικό σταθμό Real FM ο κ. Παρασκευόπουλος είχε υποστηρίξει ότι «είναι σωστό αυτό που λέει ο Κοντονής, ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να μην προχωρήσει στην αλλαγή του Ποινικού κώδικα και ενώ ήταν έτοιμο το έργο να προωθηθεί αργότερα. Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως θεώρησε ότι ένα έργο που τελείωσε κατά τη διάρκεια της θητείας του δεν έπρεπε να περιμένει».

Το βάρος λοιπόν για τις αλλαγές έπεσε στην Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αλλά δύο έτη μετά την εκλογή της, οι αλλαγές δεν έχουν ακόμη πραγματοποιηθεί. Πέραν της καθυστέρησης, νομικοί κύκλοι εκφράζουν την έντονη δυσαρέσκειά τους ακόμη και για τον τρόπο με τον οποίο επιχειρείται να συμβούν οι συγκεκριμένες αλλαγές. Ειδικότερα, έγκριτοι νομικοί κάνουν μνεία στη σύνθεση της επιτροπής παρακολούθησης της εφαρμογής των κωδίκων. Η επιτροπή περιλαμβάνει τρεις τακτικούς καθηγητές του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και κανέναν από τη Νομική Αθηνών. Το πρόβλημα φυσικά δεν είναι… τοπικιστικού ενδιαφέροντος αλλά ιδεολογικού. Δεδομένου μάλιστα ότι ο κος Παρασκευόπουλος είναι ομότιμος (συνταξιούχος δηλαδή) καθηγητής Ποινικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Οι ίδιοι κύκλοι επισημαίνουν με νόημα την πιθανή ιδεολογική ζύμωση της συγκεκριμένης ομάδας επιστημόνων.

Η ανάγκη, ωστόσο, για άμεσες αλλαγές στον ποινικό κώδικα είναι άμεση, δεδομένων μερικών παράλογων διατάξεων που περιλαμβάνει. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της «απρόσφορης απόπειρας». Αφορά στην περίπτωση που, για παράδειγμα, ένας ληστής απειλεί έναν ανήμπορο να αντιδράει πολίτη και, υπό το κράτος του φόβου, του αφαιρεί το πορτοφόλι του. Μόλις διαπιστώσει ότι είναι άδειο, εγκαταλείπει πορτοφόλι και θύμα. Ο ληστής αυτός δεν μπορεί να κατηγορηθεί για τίποτα με τον ισχύοντα ποινικό κώδικα.

Μια άλλη περίπτωση ακραίου σφάλματος αφορά στην κατάργηση της κατά συνήθεια τέλεσης, ως επιβαρυντικού παράγοντα. Για παράδειγμα, με τον ισχύοντα κώδικα, ένας κατά συνήθεια βιαστής δεν κινδυνεύει με πιο αυστηρή αντιμετώπιση γιατί θεωρείται ότι δεν μπορεί να αντισταθεί στην τέλεση της αξιόποινης πράξης.

Σοβαρά, όπως επισημαίνουν οι ίδιοι νομικοί κύκλοι, είναι και τα σφάλματα τα οποία αφορούν σε περιουσιακά αδικήματα. Απάτες όπως η υπεξαίρεση διώκονται μόνον κατ’ έγκληση, εκτός και αν στρέφονται κατά του δημοσίου. Το παράδειγμα που χαρακτηριστικά αναφέρουν οι νομικοί είναι της υπόθεσης Κοσκωτά, η οποία με τον ισχύοντα κώδικα δεν θα μπορούσε να διωχθεί εκτός αν προηγούνταν διάφορες μεθοδεύσεις.

Τα σφάλματα αφορούν ακόμη και σε πολύ σπουδαίες υποθέσεις. Για παράδειγμα έχει καταργηθεί το αξιόποινο της στρατολόγησης υπέρ ξένου κράτους. Δηλαδή αν κάποιος στρατολογεί Έλληνες πολίτες προκειμένου να γίνουν κατάσκοποι υπέρ ενός ξένου κράτους, δεν τιμωρείται. Θα τιμωρούταν μόνο αν ο δράστης είναι στρατιωτικός με τον στρατιωτικό ποινικό κώδικα. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ο δράστης μένει ατιμώρητος.

Στην κυβέρνηση βλέπουν ότι οι συγκεκριμένες αλλαγές έχουν καθυστερήσει και θεωρούν ότι οι κώδικες πρέπει να αλλάξουν το συντομότερο δυνατόν. Προς την κατεύθυνση αυτή θεωρητικά κινήθηκε και ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης όταν παρέδωσε στη δικαιοσύνη τον φάκελο με τους 500 ποινικούς που δρουν ανενόχλητοι, εκμεταλλευόμενοι τον ισχύοντα ποινικό κώδικα.

Παρά ταύτα, σύμφωνα με έγκυρους νομικούς κύκλους, η μεγάλη ανησυχία δεν σχετίζεται μόνο με την παρατεινόμενη ισχύ του υφιστάμενου κώδικα αλλά κυρίως, με την ιδεολογική κατεύθυνση των αλλαγών που θα προτείνει η επιτροπή. Οι συγκεκριμένοι νομικοί εκτιμούν ότι οι αλλαγές θα είναι αυτό που οι αγγλοσάξονες ονομάζουν «too little, too late» (πολύ λίγα, πολύ αργά). Κάτι που σίγουρα  δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ