Πολιτικη & Οικονομια

Με το βλέμμα στραμμένο στις μεταρρυθμίσεις

Το ρολόι σχετικά με τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις πρέπει να γυρίσει πίσω στο 2014

32014-72458.jpg
A.V. Guest
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
whiteboard-849810_960_720.jpg

Παρέμβαση του Γιάννη Αντωνίου στην εκδήλωση της Κίνησης Πολιτών, στο Μέγαρο Μουσικής, με θέμα «Σύγχρονες απαιτήσεις της Πρωτοβάθμιας & Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης».

* Ο Γ. Αντωνίου είναι τέως Αντιπρόεδρος Διοικούσας Επιτροπής Προτύπων Πειραματικών Σχολείων.


Η παρέμβασή μου εστιάζει στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση και στην αναγκαιότητα μιας σειράς κρίσιμων μεταρρυθμίσεων με στόχο την αλλαγή μιας κατάστασης, η οποία λίαν επιεικώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί προβληματική από την άποψη της λειτουργίας και του παραγόμενου εκπαιδευτικού αποτελέσματος.

Η εικόνα της βαθμίδας από την άποψη του αριθμού των σχολείων και του ανθρώπινου δυναμικού είναι: 2.980 σχολικές μονάδες, γυμνάσια και γενικά λύκεια, 542.000 μαθητές, ενώ το εκπαιδευτικό δυναμικό, μόνιμοι και αναπληρωτές, φτάνει τις 58.000. Συγκρίνοντας αυτά τα δεδομένα με τα αντίστοιχα πριν από 45 χρόνια, μπορούμε να μιλάμε για μία εκρηκτική ανάπτυξη, στο διάστημα από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι η εκπαίδευση ήταν και είναι η κύρια οδός εξασφάλισης της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας για μεγάλες κατηγορίες του πληθυσμού.

Ωστόσο η βελτίωση των ποσοτικών μεγεθών βρίσκεται σε αναντιστοιχία με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που συνόδευσαν αυτή τη μεγέθυνση. Και αυτό γιατί, παρά την αύξηση των σχολικών μονάδων, τη βελτίωση των υποδομών, τη συμπερίληψη της συντριπτικής πλειοψηφίας των παιδιών 12 έως 18 ετών στο σύστημα, το σχετικά περιορισμένο drop out, την εξαιρετική αναλογία διδασκομένων προς διδάσκοντα (8,2 μαθητές ανά διδάσκοντα στο Γυμνάσιο και 10,5 στο Λύκειο), τον εμπλουτισμό των προγραμμάτων σπουδών κ.λπ., αυτό το γιγάντιο πια σύστημα σφραγίστηκε από μία σταθερά υστέρησης στις απαιτήσεις των εποχών, από την άποψη των μορφωτικών αποτελεσμάτων, την καλλιέργεια δεξιοτήτων, τη σύνδεση με τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας και την οικονομία εν γένει.

Οι τελευταίες εκθέσεις της ΑΔΙΠΔΕ και της Commission, που είδαν το φως της δημοσιότητας, επιβεβαιώνουν για άλλη μία φορά το πρόβλημα. Σύμφωνα με την έρευνα της Commission, 32%, κατά μέσον όρο, των δεκαπεντάχρονων μαθητών υστερούν στους τρεις βασικούς γραμματισμούς, γλώσσα (27,3%), μαθηματικά (35,8%) και φυσικές επιστήμες (32,7%). Πρακτικά, δηλαδή, στη ζώνη της αποτυχίας κατατάσσονται παιδιά λειτουργικά αναλφάβητα στα τρία πεδία. Μάλιστα είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό ότι αυτά τα ποσοστά αποτυχίας έχουν αυξηθεί σημαντικά στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας.

Στο δημόσιο διάλογο της τελευταίας δεκαετίας οι φωνές που χρέωσαν αυτή την κακοδαιμονία στην ιδεολογική ηγεμονία ενός εκπαιδευτικού λαϊκισμού ήταν ασυνήθιστα πολλές, συγκριτικά με την προηγούμενη περίοδο. Ο κοινός τόπος αυτών των προσεγγίσεων είναι ότι χρόνο το χρόνο, πενταετία την πενταετία, δεκαετία τη δεκαετία, η κατίσχυση μιας κουλτούρας ευκολίας και ραστώνης, με διαρκή περιστολή των εκπαιδευτικών απαιτήσεων, με συρρίκνωση των προϋποθέσεων ως προς την προαγωγή ή την απόλυση των μαθητών, με απουσία οποιασδήποτε μορφής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και του προσφερόμενου εκπαιδευτικού έργου, αποτέλεσε μία από τις βασικές αιτίες της εκπαιδευτικής δυστοπίας που φανερώθηκε ακόμα πιο έντονα στα χρόνια της κρίσης.

Οι κυβερνήσεις ανεξαρτήτως κόμματος προσαρμόζονταν σ' αυτή τη ροπή, υπολογίζοντας το κόστος πολιτικών που θα κινούντο σε αντίθετη γραμμή. Ο συνδικαλισμός ανεξαρτήτως απόχρωσης υπερθεμάτιζε σ' αυτή την κατεύθυνση, με το σύνθημα όχι φραγμοί στη μόρφωση, και καταγγέλλοντας οποιαδήποτε εκδοχή αξιολόγησης διαμόρφωνε μία επαγγελματική συνείδηση, σύμφωνα με την οποία η εκπαίδευση υπάρχει πρωτίστως για τους εκπαιδευτικούς και όχι για την κοινωνία, ενώ ταυτόχρονα συνεχώς διεύρυνε τη δικαιοδοσία του σε ζητήματα διοίκησης της εκπαίδευσης και επιλογής στελεχών, άλλοτε θεσμικά και άλλοτε παραθεσμικά. Οι γονείς και οι μαθητές βολεύονταν, με τη βεβαιότητα ότι η σχεδόν ακώλυτη προαγωγή και απόλυση και στη συνέχεια η εισαγωγή σε κάποιο τμήμα ΑΕΙ ή ΤΕΙ θα οδηγούσε σε ένα πτυχίο, το οποίο ανεξαρτήτως πραγματικής ακαδημαϊκής και επαγγελματικής αξίας, θα ήταν το εισιτήριο για διορισμό στο δημόσιο. Βέβαια, όσοι είχαν προσδοκίες και δυνατότητες για κάτι παραπάνω, το αναζητούσαν εκτός δημόσιου σχολείου, στα φροντιστήρια και την ιδιωτική εκπαίδευση.

Στο πλαίσιο αυτό, και πέραν της κομματικής και συνδικαλιστικής υποστήριξης, ερμηνεύονται οι μαζικές αντιδράσεις στις κατά καιρούς επιχειρούμενες αλλαγές και η ενδημικότητα των σχολικών καταλήψεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες για το γυμνάσιο και το λύκειο στην αντίθετη κατεύθυνση, περισσότερο ή λιγότερο φιλόδοξες, ακυρώθηκαν εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην πράξη. Αναφέρω ενδεικτικά, προ κρίσεως, τις μεταρρυθμιστικές απόπειρες Κοντογιαννόπουλου, Σουφλιά, Αρσένη, Γιαννάκου και το πολιτικό κόστος που πλήρωσαν οι εμπνευστές τους. Το τοπίο της ελληνικής εκπαίδευσης είναι διάσπαρτο από νεκροταφεία μεταρρυθμίσεων.

Η κρίση αποτέλεσε σημείο τομής για την εκπαίδευση, όπως άλλωστε και σε όλους τους τομείς του δημόσιου βίου. Το σύστημα έπρεπε να συνεχίσει να λειτουργεί σε ένα πλαίσιο οικονομικής δυσπραγίας, ενώ το πάγωμα των διορισμών στο δημόσιο, εκτός από τον αναγκαίο εξορθολογισμό στην αξιοποίηση του υπάρχοντος δυναμικού, υπονόμευε και τις προσδοκίες ότι ανεξαρτήτως δυσκολίας και δοκιμασιών η συνήθης εκπαιδευτική διαδρομή, χωρίς συγκεκριμένες προδιαγραφές ακαδημαϊκής επάρκειας και επαγγελματικών δεξιοτήτων, μπορούσε να οδηγήσει σε κάποιο τύπο επαγγελματικής εξασφάλισης. Στις συνθήκες της κρίσης τα πτυχία χωρίς ακαδημαϊκό και επαγγελματικό αντίκρισμα, επακόλουθο μιας αντίστοιχης ποιότητας σχολικής διαδρομής, με κλειστές τις πόρτες του δημοσίου και με μία συρρικνούμενη αγορά εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, έχαναν το μεγαλύτερο μέρος της αξίας τους.

Η συνειδητοποίηση αυτής της ανατροπής, άφησε ελεύθερο πολιτικό χώρο για τη θέσπιση και την προώθηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, από το 2010 έως το 2014, με τις εμβληματικότερες από αυτές να πιστώνονται στην Ά. Διαμαντοπούλου. Αφετηρία όλης αυτής μεταρρυθμιστικής προσπάθειας ήταν η παραδοχή ότι η κρίση, εκτός από πτώση στα τάρταρα, μπορεί να γίνει και αφετηρία μιας ανασύνταξης του εκπαιδευτικού συστήματος, με στόχο την υπέρβαση των χρόνιων παθογενειών αλλά και με διακριτό ρόλο της εκπαίδευσης στην αναζήτηση της εξόδου από την ίδια την κρίση. Ενδεικτικά αξίζει να αναφερθούν:

  • Η ίδρυση και λειτουργία των Προτύπων Πειραματικών σχολείων, ο θεσμός που έβαλε στο παιχνίδι την εκπαιδευτική αριστεία και την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και της σχολικής λειτουργίας εν γένει.

  • Η θέσπιση της αυτοαξιολόγησης των σχολικών μονάδων.

  • Η θέσπιση της αξιολόγησης των στελεχών της εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών.

  • Ο νόμος για την επιλογή των στελεχών της εκπαίδευσης με ισχυρά στοιχεία αξιοκρατίας και διαφάνειας και με στόχο τον περιορισμό των κομματικών και συνδικαλιστικών διαμεσολαβήσεων.

  • Τα νέα προγράμματα σπουδών για το νέο Γυμνάσιο και το νέο Λύκειο και η πιλοτική εφαρμογή τους στο Γυμνάσιο.

  • Η καθιέρωση της τράπεζας θεμάτων στο Λύκειο, ως εργαλείο για τη διασφάλιση της αντικειμενικής αξιολόγησης των μαθητών.

  • Η ενίσχυση των προϋποθέσεων προαγωγής και απόλυσης των μαθητών στο Λύκειο, με την καθιέρωση της βάσης του δέκα στα βασικά μαθήματα.

Και ύστερα ήρθε ο ΣΥΡΙΖΑ. Η εκπαιδευτική πολιτική των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ, στη διάρκεια των τελευταίων 4,5 χρόνων χαρακτηρίστηκε από το ξήλωμα του συνόλου των μεταρρυθμίσεων της περιόδου 2010-14, από το δίκτυο των Προτύπων Πειραματικών σχολείων, έως την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και την τράπεζα θεμάτων. Με πιο χαρακτηριστικές αλλαγές για το Γυμνάσιο, τη μείωση των ωρών διδασκαλίας, τον περιορισμό των γραπτώς εξεταζομένων μαθημάτων σε 4, και με βαθμολογικό όριο προαγωγής το 8. Για το Λύκειο, θεσπίστηκαν οι δύο ταχύτητες εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, χωρίς εισαγωγικές εξετάσεις, με το βαθμό απολυτηρίου, στα λεγόμενα τμήματα ελεύθερης πρόσβασης και με εισαγωγικές εξετάσεις στα υπόλοιπα, ενώ η Γ' τάξη καθιερώθηκε ως τάξη φροντιστηριακής προετοιμασίας.

Εάν αναζητήσουμε ένα πεδίο που ο ΣΥΡΙΖΑ τήρησε εν πολλοίς τις προεκλογικές εξαγγελίες του με συνέπεια, η εκπαίδευση διεκδικεί τα πρωτεία. Εάν ο εκπαιδευτικός λαϊκισμός των προηγουμένων κυβερνήσεων και η συνδιοίκηση της εκπαίδευσης με τους συνδικαλιστές ήταν διακριτές πληγές στο σώμα της εκπαίδευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ το τερμάτισε. Από το εμβληματικό σύνθημα «η αριστεία είναι ρετσινιά» του Α. Μπαλτά, έως τα κόκκινα και πράσινα τμήματα του Κ. Γαβρόγου, η θεσμοθέτηση της ήσσονος προσπάθειας, η νομιμοποίηση της κουλτούρας της ραστώνης, ο εξισωτισμός προς τα κάτω, η γενίκευση της συνδιοίκησης με τους συνδικαλιστές, η καθιέρωση ενός σχολείου χωρίς προϋποθέσεις, το απροϋπόθετο σχολείο απέκτησαν χαρακτηριστικά ενός επίσημου εκπαιδευτικού καθεστώτος.

Είναι προφανές ότι το καθεστώς αυτό πρέπει να τερματιστεί το συντομότερο δυνατόν. Στην κατεύθυνση αυτή είναι απολύτως επείγουσα η θέσπιση ενός νέου νομοθετικού πλαισίου για την εκπαίδευση εντός του 2019 και ενδεχομένως ενός μέρους αυτού τους πρώτους μήνες του 2020. Τυχόν καθυστέρηση αυτών ρυθμίσεων πέραν αυτών των χρονικών ορίων θα σημάνει ουσιαστικά την παράταση του καθεστώτος ΣΥΡΙΖΑ στην εκπαίδευση και το επόμενο έτος (2020-21), με όλες τις αρνητικές συνέπειες που αυτό συνεπάγεται.

Το ρολόι σχετικά με τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις πρέπει να γυρίσει πίσω στο 2014, με την προσθήκη βεβαίως των αναγκαίων διορθώσεων και συμπληρώσεων που ο αναστοχασμός και η συγκυρία δημιουργούν

Όσο κι αν ακούγεται αναχρονισμός, το ρολόι σχετικά με τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις πρέπει να γυρίσει πίσω στο 2014, με την προσθήκη βεβαίως των αναγκαίων διορθώσεων και συμπληρώσεων που ο αναστοχασμός και η συγκυρία δημιουργούν. Με άλλα λόγια πρέπει να ξαναχτιστεί αυτό που γκρεμίστηκε στην τετραετία 2015-2019, βελτιωμένο και ενισχυμένο για να πάμε παρακάτω. Συγκεκριμένα:

  • Θεσμοθέτηση του νέου Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, του επίσημου συμβούλου της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας σε θέματα σχεδιασμού και εφαρμογής της εκπαιδευτικής πολιτικής.

  • Επανίδρυση και λειτουργία του δικτύου των Προτύπων και Πειραματικών σχολείων και επέκταση του θεσμού σε όλη την επικράτεια.

  • Νέος νόμος για την επιλογή των στελεχών της εκπαίδευσης με κατοχυρωμένη αξιοκρατία και διαφάνεια και αποκλεισμό των συνδικαλιστών από τη διαδικασία επιλογής.

  • Επαναφορά του θεσμού των Σχολικών Συμβούλων, με αυξημένη εποπτική και αξιολογική δικαιοδοσία.

  • Θέσπιση της περιοδικής επιμόρφωσης εκπαιδευτικών.

  • Θέσπιση της αυτοαξιολόγησης και της εξωτερικής αξιολόγησης των σχολικών μονάδων.

  • Θέσπιση εκ νέου της περιοδικής αξιολόγησης των στελεχών της εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών.

  • Εφαρμογή των νέων προγραμμάτων σπουδών για το Γυμνάσιο και το Λύκειο με τις αναγκαίες τροποποιήσεις και συμπληρώσεις.

  • Θέσπιση της τράπεζας θεμάτων στο Λύκειο, ως εργαλείο για τη διασφάλιση της αντικειμενικής αξιολόγησης των μαθητών και ως μηχανισμός εποπτείας και αξιολόγησης της προσφερόμενης γνώσης σ’ όλα τα λύκεια της επικράτειας.

  • Η εφαρμογή της τράπεζας θεμάτων, σε συνδυσμό με την αξιολόγηση των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών και τα νέα προγράμματα σπουδών, ανοίγει το δρόμο για τη θέσπιση ενός πιστοποιημένου εθνικού απολυτηρίου, συμβάλλοντας στις αναγκαίες αλλαγές για την αλλαγή του τρόπου πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

  • Ενίσχυση των προϋποθέσεων προαγωγής και απόλυσης των μαθητών στο Γυμνάσιο και το Λύκειο, με την καθιέρωση της βάσης του δέκα.

Το μεταρρυθμιστικό momentum της κυβέρνησης είναι ισχυρό και αποδεκτό από την κοινωνία. Αυτό αποτελεί εξαιρετικά ευνοϊκή συνθήκη για την προώθηση δραστικών μεταρρυθμίσεων στην εκπαίδευση. Ωστόσο δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτό το ευνοϊκό κλίμα θα συνεχίσει να υπάρχει στον ίδιο βαθμό σε ένα ή ακόμη χειρότερα σε δύο χρόνια, πολλώ δε μάλλον, εάν σε αυτό το διάστημα δεν έχει παραχθεί έργο που να αλλάζει την κακή εικόνα της εκπαίδευσης. Οι δυνάμεις της αντιμεταρρύθμισης καιροφυλακτούν και ανασυντάσσονται. Για του λόγου το αληθές διαβάστε την ομιλία του προέδρου της ΟΛΜΕ στην επιτροπή Παιδείας της Βουλής υπέρ της κατάργησης των Προτύπων σχολείων.

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ