Ελλαδα

Εκλεπτυσμένη λογοκρισία, χοντροκομμένος πουριτανισμός

Η λήθη των συνειδητών ή ασυνείδητων λαθών μας δεν μας φέρνει πιο κοντά στην κουλτούρα του αλάθητου. Σε ένα νέο πουριτανισμό αναλήθειας μας οδηγεί αναπόδραστα

Βασίλης Βαμβακάς
Βασίλης Βαμβακάς
ΤΕΥΧΟΣ 894
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Εκλεπτυσμένη λογοκρισία, χοντροκομμένος πουριτανισμός

Η λογοκρισία της σύγχρονης πολιτικής ορθότητας και η επιλεκτική μνήμη ή πολιτικοποιημένη αμνησία

Η απαλοιφή της λέξης «χοντρή» από την Άλκηστη Πρωτοψάλτη από το πασίγνωστο τραγούδι «Άδωνις» του Σταμάτη Κραουνάκη επανάφερε τη συζήτηση για τη λογοκρισία της σύγχρονης πολιτικής ορθότητας. Οι υπερασπιστές της πρακτικής αυτής όλο και πληθαίνουν και στην Ελλάδα. Η συζήτηση που ξεκίνησε για τα έμφυλα, φυλετικά και άλλα στερεότυπα εδώ και δεκαετίες στον χώρο της κοινωνιολογίας, τα τελευταία χρόνια πήρε άμεση πολιτική χροιά, και η πολιτιστική βιομηχανία εγχώρια και διεθνής άρχισε να επιδίδεται σε ένα άτυπο κυνήγι μαγισσών για το πώς λέγονταν, σκηνοθετούνταν ή τραγουδιόνταν τα πράγματα. Αν και η κρατική λογοκρισία έγινε πολύ πιο ανεκτική από ό,τι στα παλιότερα χρόνια, η «προοδευτική» λογοκρισία, ήπια και απλά, οδηγεί σε μια αναθεώρηση όλης της πολιτισμικής ιστορίας της «Δύσης». Το σώμα, η σεξουαλικότητα, η καταγωγή, έξαφνα και έξω από τα θρησκευτικά συμφραζόμενα, απέκτησε μια νέα ιερότητα. Πώς θα μιλάμε για όλα αυτά που στο παρελθόν οδηγούσαν σε διακρίσεις και στιγματισμό με βάση βιολογικά χαρακτηριστικά, τι άρθρο θα βάζουμε στα γένη, πώς θα αποτινάξουμε το αποικιοκρατικό, εξωτικό βλέμμα στους διαφορετικούς άλλους, πώς θα κάνουμε τις λέξεις να μη τραυματίζουν; Πώς θα αποσιωπήσουμε το παρελθόν μας;

Το πρόβλημα με αυτή τη νέα μορφή λογοκρισίας δεν είναι μόνο ότι επιχειρεί μια σχεδόν ανέφικτη πράξη εξωραϊσμού της πραγματικότητας. Δεν είναι μόνο ότι εμμέσως πλην σαφώς επαναφέρει την παιδαγωγική και κατευθυνόμενη μορφή διδακτικού αισθητισμού. Δεν είναι μόνο ότι στιγματίζει ανεπανόρθωτα τους υποτίθεται θύτες του παρελθόντος ή του παρόντος που δεν υπάκουσαν, αγνοούσαν ή παράβλεψαν τους κανόνες της νέας ηθικής καθαρότητας. Όλα αυτά είναι παρενέργειες ορατές, αλλά η ίδια η πραγματικότητα τα αντιπαρέρχεται και μάλιστα γεννά πολιτισμικά πεδία που επιδίδονται επιδεικτικά στην αντίθετη κατεύθυνση. Στην καταπάτηση κάθε ευπρεπούς και καλλωπισμένης αναπαράστασης, σε καλλιέργεια μιας επιθετικής ακόμη και προσβλητικής αργκό, στην διάδοση πολλαπλών προτύπων κυνισμού και σκληρών ταυτοτήτων, που προσελκύουν μεγάλο μέρος του κοινού και ειδικότερα του πιο νεανικού. Η τραπ είναι μεταξύ άλλων η υπέρβαση του πολιτικά ορθού, η πιο άγρια μορφή αγνόησης του προοδευτικού καθωσπρεπισμού, μια γιορτή της «ακαλαισθησίας» ακόμη και της αναισθησίας.

Αυτό που είναι εξίσου σημαντικό αλλά δεν γίνεται εύκολα αντιληπτό είναι ότι η νέα λογοκρισία και λογική ακύρωσης και αφαίρεσης στιγμών του παρελθόντος, διαμορφώνει μια εφιαλτική συνθήκη επιλεκτικής μνήμης ή πολιτικοποιημένης αμνησίας. Καταργεί όχι μόνο  εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής που υπήρξαν αλλά και την ίδια μας την ικανότητα να ασκούμε κριτική σε φάσεις, αντιφάσεις ή και ακρότητες της πολιτισμικής δημιουργίας. Διότι αν συναινέσουμε αστόχαστα στην επικινδυνότητα της λέξης «χοντρή» προς αποφυγή του body shaming, πιθανότατα θα μείνουμε σε αυτή την καθησυχαστική αποδοκιμασία ενός στερεοτύπου και δεν θα δούμε τόσο τις συνθήκες μέσα στις οποίες παράχθηκε το συγκεκριμένο άσμα στη δεκαετία του ’80 όσο και τις διάφορες αναπαραγωγές που ο ίδιος ο δημιουργός του έκανε στην πάροδο των ετών.

Με άλλα λόγια, αν αφαιρέσουμε τη «χοντρή» (γιατί όχι και τα «φρικιά»;) από ένα τραγούδι που αποτέλεσε σχεδόν ύμνο της νέας αστικής ζωής, μιας ζωής που εμπεδώνει τον ελεύθερο χρόνο, τη διασκέδαση, την ελαφρότητα αλλά και τη δημοκρατικά περιπαιχτική συνεύρεση της μεσαίας τάξης στα χρόνια της μεταπολίτευσης, δεν θα καταλάβουμε ούτε το νόημα ούτε την απήχησή του. Και ακόμη χειρότερα δεν θα καταλάβουμε πώς ο ίδιος ο συνθέτης του τα χρόνια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης θα μεταβάλει τους στίχους του σε ένα επιθεωρησιακό ύμνο πολιτικής και αισθητικής μισαλλοδοξίας: «Όπου κι αν πας θα ’σαι πάντα εκεί, με την ξανθιά την κουλή να σε λέει Μπουμπούκο. Κι αναρωτιέμαι η καριόλα τι χρώμα φοράει βρακί. Έλα! Τα βούρλα φυτρώνουν στο βούρκο! Πάμε στον Άδωνι για φραπέ, που μας λέει κουμούνια, φρικιά, τον σιχαίνονται και οι φοιτητές κι εκείνος βγαίνει με μία ξινή, νευρικιά, Ευγενία τη λένε που λες. Και κυκλοφορεί ξετσίπωτα, ένα σόι, ένα τίποτα».

Αν δεν μείνει στη μνήμη μας αυτούσιο το πολύ σημαντικό άσμα του Σταμάτη Κραουνάκη, δεν θα καταλάβουμε τη μετάλλαξή του, τη μετατόπιση του ίδιου του συνθέτη από τη μελοποίηση των προσωπικών κατά βάση συναισθημάτων σε ένα πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο αγανάκτησης, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να θυμηθούμε το κοινό στο οποίο απεύθυνε την παλιά και τη νέα του εκδοχή. Καμία εκτέλεση του τραγουδιού προφανώς και δεν πρέπει να σβήσει από τη συλλογική μας πολιτισμική κληρονομιά. Κάθε μία πρέπει να ακούγεται και να κρίνεται τόσο στη συνέχεια όσο και στην ασυνέχειά της. Η λήθη των συνειδητών ή ασυνείδητων λαθών μας δεν μας φέρνει πιο κοντά στην κουλτούρα του αλάθητου. Σε ένα νέο πουριτανισμό αναλήθειας μας οδηγεί αναπόδραστα. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ