Ελλαδα

Η ακαταμάχητη γοητεία της «επαναστατημένης» πλατείας

Οι διαμαρτυρόμενοι καλλιτέχνες κατέφυγαν ενστικτωδώς στο μέσο που έχει γίνει συνώνυμο της διεκδικητικής κινηματικότητας στην Ελλάδα

kalamanti-sofia.jpg
Σοφία Καλαμαντή
ΤΕΥΧΟΣ 860
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Συγκέντρωση διαμαρτυρίας καλλιτεχνών στην Πλατεία Συντάγματος ενάντια στο Προεδρικό Διάταγμα 85/2022
© ΚΩΣΤΑΣ ΤΖΟΥΜΑΣ/EUROKINISSI

Οι διαμαρτυρίες και οι συγκεντρώσεις των καλλιτεχνών στην πλατεία Συντάγματος ως μηχανισμός ελέγχου για πάσης φύσεως ρυθμίσεις και αλλαγές

Οι μαζικές κινητοποιήσεις των τελευταίων εβδομάδων από τον καλλιτεχνικό κόσμο, με αίτημα την απόσυρση του Προεδρικού Διατάγματος 85/2022, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο τα ζητήματα πολιτικής θίγονται και αντιμετωπίζονται στη δημόσια σφαίρα διαχρονικά στην Ελλάδα. Ένα ρυθμιστικής φύσεως ζήτημα στο επίμαχο ΠΔ σχετικά με τον καθορισμό προσόντων για τον διορισμό σε δημόσιους φορείς –με την κυβέρνηση να έχει ήδη ψηφίσει τροπολογία που εξαιρεί από το ΠΔ τις προσλήψεις στο Δημόσιο για την παροχή καλλιτεχνικού έργου– έχει γίνει η αφορμή για ένα άνευ προηγουμένου ξέσπασμα κινητοποιήσεων από τα σωματεία των καλλιτεχνών. Στο επίκεντρο της κριτικής και των αντιδράσεων βρέθηκε η ρύθμιση που προβλέπει πως απόφοιτοι μεταλυκειακής εκπαίδευσης που δεν έχουν πτυχίο ΑΕΙ - ΤΕΙ και επιθυμούν να εργαστούν στο Δημόσιο σε θέση διοικητικού υπαλλήλου, προσλαμβάνονται και αμείβονται στην κατηγορία υπαλλήλων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Tο αίτημα για αλλαγή στη ρύθμιση αυτή, είτε κανείς το θεωρεί δίκαιο είτε άδικο, θα μπορούσε να έχει ακολουθήσει εξαρχής έναν θεσμικό δρόμο, με παρεμβάσεις και τοποθετήσεις των εκπροσώπων των καλλιτεχνικών σωματείων, καθώς και με τη σταθερή επιδίωξη για συνάντηση και διάλογο με κυβερνητικά στελέχη και αρμόδιους φορείς. Αντ’ αυτού, ό,τι έχει επακολουθήσει μέχρι σήμερα δεν είναι παρά ένα συνονθύλευμα από κακής αισθητικής μελοδραματικά ξεσπάσματα, τα οποία συχνά αγγίζουν τα όρια του τραγελαφικού. Οι διαμαρτυρόμενοι, έχοντας την υποστήριξη και την αλληλεγγύη σημαντικού μέρους της κοινής γνώμης, κατέφυγαν ενστικτωδώς στο μέσο που έχει γίνει συνώνυμο της διεκδικητικής κινηματικότητας στην Ελλάδα: τη συγκέντρωση στην πλατεία. Από την εποχή των πανίσχυρων συνδικάτων στη δεκαετία του ’80, μέχρι τα χρόνια της κρίσης και την αντιμνημονιακή αντίδραση, η «πλατεία» αποτελεί το απόλυτο σύμβολο συλλογικών διεκδικήσεων, οι οποίες πρέπει υποχρεωτικά να εκλαμβάνονται από όλους, εμπλεκόμενους και παρατηρητές, ως ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Οι διεκδικητές –συνδικαλιστικών συνήθως καταβολών–, είτε θα βγουν από το παιχνίδι ως οι θριαμβευτικοί νικητές, είτε ως οι συντριπτικά ηττημένοι, οι ηρωικοί πεσόντες, που μάταια πήγαν κόντρα στο «σύστημα», έστω και για λίγο.

Καταλήψεις, παραιτήσεις, απεργίες και πορείες έλαβαν χώρα με μεγάλη ένταση, διανθισμένες με «καλλιτεχνικά» δρώμενα, στα οποία δεν έλειπαν όλων των ειδών οι υπερβολές. Αποκορύφωμα η αναπαράσταση της «κηδείας» του ίδιου του πολιτισμού την περασμένη εβδομάδα. Ο απλουστευτικός συνθηματικός λόγος επίσης ήταν παρών, με τους διαδηλωτές να αυτοαποκαλούνται «απόφοιτοι λυκείου» και να δημιουργούν τα σλόγκαν «σε εσάς που μας ακούτε» και «τώρα θα μας ακούσετε». Σαν να υπάρχει ένα υπόρρητο παράπονο πως κανείς δεν άκουγε, όχι μόνο τώρα, αλλά εδώ και πολύ καιρό. Το όλο ύφος των κινητοποιήσεων σκιαγραφεί το προφίλ ενός διαρκώς «διωκόμενου», ο οποίος, μόνο στην πλατεία πλάι σε άλλους «διωκόμενους», μπορεί να εκτονωθεί αποτελεσματικά: να τραγουδήσει, να φωνάξει, να επαναστατήσει. Αποκομίζει κανείς την εντύπωση πως μιλάμε για μία σωρευμένη οργή στα μέλη των συγκεκριμένων κλάδων, η οποία τώρα ξεσπά. Οργή που απορρέει από μία απόλυτη βεβαιότητα πως η καλλιτεχνική προσφορά και η δημιουργία παραγνωρίζονται διαχρονικά στη χώρα και το ΠΔ ήταν απλώς η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.

Δεν είναι βεβαίως ψέμα πως στην Ελλάδα πληθώρα ζητημάτων που σχετίζονται με τον δημόσιο βίο παραμένουν αρρύθμιστα και αγνοούνται επιδεικτικά για δεκαετίες από τις κυβερνήσεις. Όταν τα ζητήματα αυτά κάνουν αποφασιστικά κατάληψη της εγχώριας επικαιρότητας, λόγω κάποιου ιδιαίτερου συμβάντος, που γίνεται η αφορμή για ευρεία συζήτηση, τότε μόνο θα βρεθούν ψηλά και στην κυβερνητική ατζέντα. Οι αρμόδιοι δρώντες της πολιτικής πρακτικά εξαναγκάζονται να προσανατολιστούν ατάκτως σε ένα μονοπάτι εύρεσης λύσεων, έστω και προσωρινά ικανοποιητικών, προκειμένου να κοπάσει ο θόρυβος. Ένα τέτοιο ρυθμιστικό κενό είναι και η έλλειψη έως σήμερα μίας Ανώτατης Σχολής Παραστατικών Τεχνών, με την κυβέρνηση να δεσμεύεται πως θα υλοποιήσει την ίδρυσή της μέχρι το 2025. Μέχρι τότε όμως, και με την προεκλογική ατμόσφαιρα να επικαθορίζει φανερά πλέον τις εξελίξεις, ο πρωθυπουργός, σε συνάντησή του με εκπροσώπους των καλλιτεχνικών σωματείων, προχώρησε και σε άλλες δεσμεύσεις, οι οποίες θα ισχύσουν άμεσα. Συγκεκριμένα, αποφασίστηκε κατά πρώτον η εξίσωση μισθολογικά και ως προς τη βαθμολογική εξέλιξη των αποφοίτων καλλιτεχνικών σχολών, ανεξαρτήτως έτους αποφοίτησης, με τους απόφοιτους της επαγγελματικής βαθμίδας Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ) για το Δημόσιο. Κατά δεύτερον, δόθηκε η δυνατότητα εισόδου αποφοίτων δραματικών και καλλιτεχνικών σχολών με κατατακτήριες εξετάσεις στο 3ο εξάμηνο τμημάτων ΑΕΙ.

Η ρύθμιση για την είσοδο στα ΑΕΙ, εκτός του ότι παρακάμπτει το άρθρο 16 του Συντάγματος, αφού με βάση αυτό δεν αναγνωρίζεται η ισοτιμία καμίας ιδιωτικής σχολής, πανεπιστημίου ή κολλεγίου με τα ΑΕΙ, άρα είναι αντισυνταγματική, παραβλέπει και ένα προηγούμενο βήμα ελέγχου, που θα έπρεπε να έχει ήδη θεσμοθετηθεί εδώ και καιρό. Πρόκειται για τον έλεγχο που χρειάζεται να επιβληθεί στις ήδη υπάρχουσες ιδιωτικές δραματικές ή άλλες συναφείς σχολές, προκειμένου να είναι βέβαιον ότι όλες ανεξαιρέτως πληρούν κάποιες ελάχιστες ποιοτικές προϋποθέσεις. Προϋποθέσεις σχετικά με τον τρόπο εισαγωγής, τις εξετάσεις, την εσωτερική αξιολόγηση, τους διδάσκοντες κ.λπ. Έως και σήμερα, η εικόνα για το τι συμβαίνει στις συγκεκριμένες σχολές παραμένει θολή, είναι ένας χώρος εν πολλοίς αρρύθμιστος. Παρόλα αυτά, με τις νέες κυβερνητικές δεσμεύσεις, πλέον η πόρτα προς τα ΑΕΙ είναι ανοιχτή, χωρίς να έχει προηγηθεί το συγκεκριμένο ελεγκτικό στάδιο και χωρίς βέβαια να έχει ανοίξει καθόλου η συζήτηση για το ίδιο το άρθρο 16 και την αναγνώριση των κολλεγίων.

Το να είναι κανείς καλλιτέχνης αποτελεί βεβαίως επάγγελμα και για αυτό θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει πρωτίστως το να εξασκεί ο κάθε καλλιτέχνης το επάγγελμά του με σοβαρότητα, όντας πλήρως σε θέση να λαμβάνει όλα τα εφόδια που χρειάζεται από τη σχολή που θα επιλέξει να φοιτήσει. Από αυτό το σημείο εκκίνησης διαμορφώνεται άλλωστε και το επίπεδο πολιτισμού που θα έχουμε συνολικά ως χώρα μελλοντικά. Όμως, ο θεσμικός έλεγχος και το οργανωμένο πλαίσιο λειτουργίας πρέπει να θεωρούνται στοιχεία απαραίτητα για την εξέλιξη και ανάπτυξη κάθε κλάδου, συμπεριλαμβανομένου και του καλλιτεχνικού. Η «πλατεία» δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρείται ως ο αποκλειστικός, αυτόκλητος μηχανισμός ελέγχου για πάσης φύσεως ρυθμίσεις και αλλαγές.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ