Κοσμος

Ωριμάζουν οι κοινωνίες;

Η βρετανική κοινωνία ωρίμασε. Είχε φτάσει σε σημείο κορεσμού: κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη και δεν της άρεσε αυτό που έβλεπε. Θα μπορούσε άραγε να γίνει κάτι τέτοιο και στην Ελλάδα;

romanos-gerodimos.jpg
Ρωμανός Γεροδήμος
ΤΕΥΧΟΣ 904
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο Ρωμανός Γεροδήμος γράφει για τις αλλαγές στη βρετανική κοινωνία την τελευταία 25ετία
© Tomek Baginski / Unsplash

Η αλλαγή στάσης της βρετανικής κοινωνίας ως προς την κουλτούρα των σελέμπριτι, την κυριαρχία του κίτρινου Τύπου, τα κύματα ηθικού πανικού, τη realityTV

Βλέποντας τον 6ο και τελευταίο κύκλο της σειράς «The Crown» στο Netflix, συνειδητοποίησα το πόσο πολύ έχει αλλάξει η βρετανική κοινωνία τα τελευταία 25 χρόνια. Αν και η σειρά κατηγορείται συχνά για παραποίηση της ιστορικής αλήθειας, τουλάχιστον μία πτυχή της αφήγησης είναι απολύτως αληθής: η αδιάκοπη, ανθρωποφαγική και βιομηχανικής κλίμακας καταδίωξη της πριγκίπισσας Νταϊάνα από τους ρεπόρτερ και τους φωτογράφους (παπαράτσι) των ταμπλόιντ και των φτηνών περιοδικών. 

Τη δεκαετία του 1990 συντελέστηκε μια βαθιά, τεκτονική αλλαγή στην ψυχοσύνθεση των Βρετανών, αποτέλεσμα κοινωνικών και πολιτισμικών ζυμώσεων δεκαετιών και ταυτόχρονα προϊόν της αμερικανοποίησης της κουλτούρας, αλλά και προάγγελος μεταμόρφωσης του επικοινωνιακού και ψυχοκοινωνικού τοπίου σε ολόκληρη τη Δύση.

Τη δεκαετία εκείνη –την εποχή της «ύστερης νεωτερικότητας» όπως την περιγράφουν οι κοινωνιολόγοι– έγινε η μετάβαση από την κουλτούρα της αυθεντίας, της ιδιωτικότητας, του λόγου, και της απόκρυψης συναισθημάτων και αδυναμιών στην κουλτούρα της αποδόμησης προτύπων, της αυτοπροβολής, της εικόνας και της απενοχοποιημένης ανάδειξης συναισθημάτων και αδυναμιών· μια κουλτούρα προβολής και λατρείας του εγώ των καθημερινών ανθρώπων. Η πριγκίπισσα Νταϊάνα ήταν ο προφήτης και ο μεσσίας της νέας εποχής. Θυσιάστηκε –κυριολεκτικά, σωματικά– στον βωμό του celebrity culture: της κουλτούρας των διασήμων που βρέθηκαν (και βρίσκονται ακόμα) στο προσκήνιο όχι λόγω πολυετούς κόπου και επιτευγμάτων πνευματικών ή σωματικών, αλλά επειδή ήταν καλοί σε ένα κρίσιμο πράγμα: στη δόμηση και την προώθηση μιας εικόνας, μιας περσόνας, ειδικά αν αυτή ακουμπάει τις ευαίσθητες συναισθηματικές χορδές της κοινωνίας.

Η δεκαετία του 1990 στη Βρετανία ήταν ταυτόχρονα μια περίοδος συνεχούς σκανδαλολογίας και απανωτών περιπτώσεων σεξουαλικών υποθέσεων ή οικονομικών ατασθαλιών και διαφθοράς υπουργών και βουλευτών της κυβέρνησης των Συντηρητικών (το λεγόμενο «sleaze»). Μια ολόκληρη βιομηχανία δημοσιογραφίας –από τις εφημερίδες της μέσης τάξης, όπως η Daily Mail, μέχρι τις φυλλάδες της εργατιάς, όπως η Sun (την 3η σελίδα της οποίας κοσμούσαν καθημερινά γυμνόστηθες γυναίκες), η Express και η Mirror και τα φτηνά περιοδικά με τις ζωές των πλούσιων και διάσημων– αναπτύχθηκε με βασικό επιχειρηματικό μοντέλο την κίτρινη δημοσιογραφία, τις φήμες και την παραβίαση της ιδιωτικής ζωής του οποιουδήποτε βρισκόταν στο επίκεντρο μιας υπόθεσης (σε αντίθεση με την τηλεοπτική δημοσιογραφία που, στη Βρετανία, διοικείται από ένα πολύ πιο αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο). Ο προπηλακισμός ανθρώπων από ρεπόρτερ στις εξώπορτες των σπιτιών τους και η επί πληρωμή «αποκαλύψεις» ήταν σχεδόν καθημερινό φαινόμενο.

Σε αυτό το οικοσύστημα ήρθαν να προστεθούν δύο παράγοντες που ήταν ταυτόχρονα συμπτώματα και καταλύτες της νέας εποχής. Ο πρώτος ήταν η ηθικολογία και η οργή γύρω από θέματα ταμπού. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 2010, η βρετανική κοινωνία πέρασε ένα ηθικό αμόκ γύρω από το θέμα της παιδεραστίας. Τώρα πλέον μπορούμε να δούμε καθαρά ότι οι ακραίες αυτές αντιδράσεις της κοινωνίας ήταν μία απέλπιδα προσπάθειά τους να ξορκίσουν και να αποστασιοποιηθούν από ένα φαινόμενο το οποίο, όπως αποδείχθηκε, ήταν πολύ πιο διαδεδομένο απ’ όσο η κοινωνία ήθελε να παραδεχθεί: σε οικοτροφεία και σχολεία, σε μοναστήρια και ιδρύματα, και μέσα στην ίδια την οικογένεια, πολλά κορίτσια και πάρα πολλά αγόρια είχαν υποστεί χρόνια και σχεδόν συστημική σεξουαλική κακοποίηση. Ο κίτρινος Τύπος οργίασε δημοσιεύοντας τα ονόματα και τις διευθύνσεις αυτών που κατηγορούνταν ή καταδικάζονταν για σεξουαλικά εγκλήματα. Τα οργισμένα πλήθη ξεχύθηκαν στους δρόμους και καταδίωξαν τους ανθρώπους αυτούς. Στις 29 Αυγούστου 2000, ο όχλος επιτέθηκε στο σπίτι της Υβέτ Κλοέτ γεμίζοντάς το με γκραφίτι στη μέση της νύχτας: «paedo». Οι οργισμένοι συμπολίτες είχαν μπερδέψει τη λέξη «παιδίατρος» με τη λέξη «παιδόφιλος». Η Υβέτ Κλοέτ, που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σπίτι της, ήταν κορυφαία επιστήμονας και ειδικός σε παιδικές ασθένειες.

Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η άφιξη –με την πρώτη σεζόν του «Big Brother» το 2000 – και η ακαριαία κυριαρχία αμέσως μετά των ριάλιτι στην τηλεόραση. Η ιδέα του ότι ένα μαζικό κοινό παρακολουθεί σε ζωντανή μετάδοση άγνωστους καθημερινούς ανθρώπους να κάνουν το οτιδήποτε μπορεί τώρα να μας φαίνεται αυτονόητη. Πριν από 25 χρόνια ήταν ένα δυστοπικό, αισθητικά αποκρουστικό σενάριο που όμως «κούμπωσε» με την ανάγκη των θεατών να δουν το είδωλό τους στην τηλεόραση· να αποκτήσουν δημοσιότητα, και άρα κοινωνική ορατότητα και ψυχική επιβεβαίωση, με κάθε κόστος. Τα πρότυπά μας άλλαξαν και αντί να κοιτάμε ψηλά προς αυτούς που αφιέρωναν τη ζωή τους στο να χτίσουν ή να πετύχουν ή να προσφέρουν κάτι, κοιτούσαμε δίπλα ή κάτω. Άλλωστε το μαζικό κοινό αντιμετωπίζει σαδιστικά και υπεροπτικά τους συμμετέχοντες σε τέτοια προγράμματα: νιώθουμε καλύτερα για τις δικές μας ανεπάρκειες και για τη δική μας ασημαντότητα όταν βλέπουμε τα δράματα των άλλων.

Όλα αυτά –η κουλτούρα των σελέμπριτι, η κυριαρχία του κίτρινου Τύπου και της εικόνας, τα κύματα ηθικού πανικού, η reality TV– δημιούργησαν ένα τοξικό κοκτέιλ που διάβρωσε τις πολιτικές και πολιτισμικές άμυνες της βρετανικής κοινωνίας (άλλωστε η ξενοφοβία, η κρίση των δημοσίων υπηρεσιών, το Μπρέξιτ και ο διχασμός ανάμεσα στους ψεκασμένους υποστηρικτές του Μπόρις Τζόνσον και τους εξίσου ακραίους φανατικούς του Κόρμπιν δεν εμφανίστηκαν από το πουθενά). Τα μεγάλα δημοσιογραφικά συγκροτήματα με πρώτο την εφημερίδα News of the World τα έδωσαν όλα και άρχισαν να ξεπερνούν όλες τις κόκκινες γραμμές: παρακολουθώντας τα τηλέφωνα ηθοποιών και ανθρώπων που ήταν στο προσκήνιο της επικαιρότητας, υποκλέπτοντας τα μηνύματα των αυτόματων τηλεφωνητών τους, με τραγικό αποκορύφωμα (και ηθικό ναδίρ) την υποκλοπή και σβήσιμο μηνυμάτων από τον τηλεφωνητή της αγνοούμενης 13χρονης μαθήτριας Milly Dowler με αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της αστυνομικής έρευνας και τη δημιουργία ψευδών ελπίδων στην οικογένεια του κοριτσιού, η σορός του οποίου βρέθηκε μετά από τέσσερις μήνες.

Αυτές οι πρακτικές (το κυνήγι των διασήμων από τους παπαράτσι, η υποκλοπή συνδιαλέξεων, η συνεχής τροφοδότηση του δημοσίου διαλόγου με ιδιωτικές στιγμές και προσωπικά δεδομένα) έχουν περιοριστεί δραστικά όλα τα τελευταία χρόνια. Η έρευνα και το πόρισμα της Επιτροπής Λέβισον που διερεύνησε το ζήτημα το 2011-12 μπορεί να μην κατάφερε να αλλάξει ουσιαστικά το νομικό πλαίσιο στο οποίο λειτουργεί ο Τύπος στη Βρετανία. Όμως η κοινωνία είχε φτάσει σε σημείο κορεσμού: κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη και δεν της άρεσε αυτό που έβλεπε. Στο πρόσωπο των δύο παιδιών της Νταϊάνα –του Ουίλλιαμ και του Χάρι, οι οποίοι μίλησαν ανοιχτά για τον αντίκτυπο της παραβίασης της ιδιωτικής και οικογενειακής τους ζωής– είδε των αντίκτυπο του ανθρωποκυνηγητού.

Νέες ηθικές νόρμες εμφανίστηκαν και εγκαθιδρύθηκαν: η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε νέες πολιτικές προστασίας προσωπικών δεδομένων· το νέο κίνημα φεμινισμού κατάφερε να αφαιρέσει τις γυμνές φωτογραφίες των κοριτσιών από τη Sun· τα κινήματα MeToo και Time’s Up αφενός μεν άλλαξαν εντελώς τόσο την οριζόντια δυναμική ανάμεσα στα δύο φύλα, όσο και την κάθετη δυναμική ανάμεσα σε προϊστάμενους και υφιστάμενους σε εταιρείες και οργανισμούς∙ μεγάλες έρευνες της Σκότλαντ Γιαρντ μετά από κύματα ηθικών πανικών σε σχέση με κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών οδήγησαν σε ακρότητες που κατέστρεψαν τη ζωή και τη φήμη αθώων ανθρώπων, όπως ο πρώην υπουργός Leon Brittan. Οι δημοσιογράφοι και οι αρχές κάηκαν στον χυλό και άρχισαν να φυσάνε και το γιαούρτι.

Μαζί και μέσα σ’ όλα αυτά, το επιχειρηματικό μοντέλο της δημοσιογραφίας και της έντυπης ενημέρωσης στη Βρετανία κατέρρευσε. Η αγορά εφημερίδων και περιοδικών έγινε, όπως και σε πολλές άλλες χώρες, ένα ταξικό και ταυτοτικό αγαθό για τους λίγους, ενώ «οι πολλοί» στράφηκαν στα κουτσομπολίστικα σάιτ και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία όμως δεν έχουν τους δημοσιογραφικούς μηχανισμούς παραγωγής πρωτότυπου περιεχομένου.

Όταν θυμάμαι τη Βρετανία των αρχών του νέου αιώνα κοιτάζω μία αρκετά διαφορετική χώρα που διένυε μεν μια χρυσή περίοδο ως προς την πορεία της οικονομίας, την ψυχολογία της κοινωνίας, την ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών και των υποδομών της, ταυτόχρονα όμως ενθάρρυνε την εκκόλαψη αυτών των φαινομένων πολιτισμικής παρακμής που μετέπειτα θα ναρκοθετούσαν το πολιτικό και οικονομικό μέλλον της.

Πού πήγε άραγε όλο αυτό το σκότος της κοινωνίας και της ανθρώπινης φύσης; Ίσως εκτονώθηκε με την ακραία τετραετή πόλωση και συλλογικό ψυχοδράμα του Μπρέξιτ. Ίσως αποσυντονίστηκε λόγω της πανδημίας, η οποία ενεργοποίησε αντανακλαστικά αλληλεγγύης. Ίσως απλώς μετατοπίστηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και στους ινφλουένσερς του TikTok και του Instagram που δηλητηριάζουν μαζικά τα παιδιά μας με ανεδαφικά πρότυπα εμφάνισης, ευεξίας και υλικής επιτυχίας. Ίσως, το σκότος αυτό, σαν το τέρας στον Κάτω Κόσμο του «Stranger Things», αφυπνιστεί ξανά με την Τεχνητή Νοημοσύνη.

Ωριμάζουν οι κοινωνίες; Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις αμφιλεγόμενες δημοσιογραφικές πρακτικές, τα κυνηγητά με τους παπαράτσι, τα κύματα ηθικού πανικού και την κουλτούρα των σελέμπριτι, η Βρετανία φαίνεται μάλλον να έχει ωριμάσει∙ τέτοια φαινόμενα τώρα μοιάζουν αδιανόητα και απαρχαιωμένα. Θα μπορούσε άραγε να γίνει κάτι τέτοιο και με το φαινόμενο της ανοχής/αποδοχής της βίας και της ανομίας στην Ελλάδα; Θα μπορούσαμε μια μέρα να κοιταχτούμε στον καθρέφτη και να αποφασίσουμε ότι σιχαθήκαμε πλέον την ανοχή παραβατικών συμπεριφορών που κακοποιούν τον δημόσιο χώρο και τη δημόσια σφαίρα; 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ