Κοσμος

Η «μικρή» Μεγάλη Βρετανία του κυρίου Σούνακ

Μετά το Brexit, κανείς δεν φαίνεται να μπορεί να ηγηθεί της βρετανικής πολιτικής σκηνής με πολιτική ουσία και νηφαλιότητα

kalamanti-sofia.jpg
Σοφία Καλαμαντή
ΤΕΥΧΟΣ 897
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Η «μικρή» Μεγάλη Βρετανία του κυρίου Σούνακ
© EPA/NEIL HALL

Ρίσι Σούνακ: Το ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα και το κλίμα αστάθειας και αβεβαιότητας της βρετανικής κυβέρνησης

Ο πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας Ρίσι Σούνακ κατάφερε να μετατρέψει ένα ζήτημα που αποτελεί πάγιο αίτημα του ελληνικού κράτους όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, σε πρωτοσέλιδο του βρετανικού και διεθνούς Τύπου μέσα σε λίγες ώρες. Η άρνησή του να συναντηθεί με τον Έλληνα πρωθυπουργό σχολιάστηκε, κατακρίθηκε και προκάλεσε γενικευμένη διπλωματική αμηχανία, ως μία κίνηση άνευ προηγουμένου από τη βρετανική πλευρά. Η «νευρική κρίση» του Σούνακ, όπως εύστοχα τη χαρακτήρισε με βρετανικό φλέγμα ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου, Τζον Όσμπορν, χρησιμοποιήθηκε ως όπλο ακόμη και από τον αρχηγό της αντιπολίτευσης και ηγέτη των Εργατικών Κιρ Στάρμερ. Ο τελευταίος, όχι μόνο έφερε το θέμα στη Βουλή των Κοινοτήτων, αλλά συγκρούστηκε ανοιχτά με τους Συντηρητικούς, παίρνοντας –και για λόγους τακτικής– το μέρος της ελληνικής πλευράς.

Πολλά γράφτηκαν για την αψυχολόγητη αντίδραση του Σούνακ, που έγινε αντιληπτή ως σοβαρό δείγμα έλλειψης διπλωματικού τακτ και ψυχραιμίας. Μία από τις εξηγήσεις ήταν πως η επιλογή του Έλληνα πρωθυπουργού να συναντηθεί πρώτα με τον αρχηγό των Εργατικών και να συζητήσουν για το θέμα θεωρήθηκε προσβολή και απρέπεια και για αυτό εφαρμόστηκε αυτή η παραδειγματική «τιμωρία». Άλλες αναλύσεις έφεραν στο προσκήνιο την πρόθεση να λειτουργήσει η κίνηση αυτή κατευναστικά για την πιο σκληροπυρηνική πλευρά του συντηρητικού ακροατηρίου, ως μία πρωτοβουλία εσωτερικής κατανάλωσης, η οποία απεδείχθη δυσανάλογα επικίνδυνη για τη διεθνή εικόνα της χώρας έναντι του όποιου κέρδους μπορεί να απέφερε τελικά στο εσωτερικό. Υπήρξε και το επιχείρημα πως ο Σούνακ ήθελε να αποφύγει εξ ολοκλήρου τη συζήτηση γύρω από τα γλυπτά, αφού του κακοφάνηκε η συνέντευξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στο BBC. Ο Έλληνας πρωθυπουργός εκμεταλλεύθηκε το βήμα που του δόθηκε για να επικοινωνήσει το πάγιο αίτημα της Ελλάδας και ο Σούνακ στη συνέχεια χρησιμοποίησε το συμβάν ως αφορμή για να μη συναντηθεί μαζί του. Όπως ο ίδιος τόνισε στο βρετανικό κοινοβούλιο, η Ελλάδα δεν τήρησε τη δέσμευση να μη γίνει καμία αναφορά στο συγκεκριμένο ζήτημα. Όχι πως κάτι τέτοιο θα ήταν ποτέ δυνατόν και ο ίδιος το γνωρίζει καλά.

Όλα τα παραπάνω έχουν από μεγάλες έως μικρές δόσεις αλήθειας, κάτι που όμως σίγουρα φανερώνουν ότι, για να καταφεύγει η βρετανική κυβέρνηση σε τέτοια πανικόβλητα τεχνάσματα, πρέπει να είναι τουλάχιστον απελπισμένη. Τα αίτια για την απελπισία είναι πάντως βαθύτερα. Η κυβέρνηση Σούνακ τους τελευταίους μήνες βρίσκεται στη δίνη κρίσεων στο εσωτερικό της χώρας, με βασικότερη αυτή που έφερε ξανά στο προσκήνιο τον λόρδο Ντέιβιντ Κάμερον. Ο πρώην πρωθυπουργός –συνώνυμο του Brexit– επανήλθε δυναμικά στα βρετανικά πράγματα στη θέση του υπουργού Εξωτερικών. Αιτία οι ανακατατάξεις στο υπουργικό συμβούλιο, μετά την απομάκρυνση-απόλυση της σκληροπυρηνικής υπουργού Εσωτερικών Σουέλα Μπρέιβερμαν. Η Μπρέιβερμαν είχε τελευταία δημιουργήσει σειρά προβλημάτων για τον Βρετανό πρωθυπουργό. Από τη μία, η ολοένα αυξανόμενη διαφωνία μεταξύ τους για το σχέδιο που με πάθος υποστήριζε να στείλει τους αιτούντες άσυλο –οποιασδήποτε εθνικότητας– στη Ρουάντα. Από την άλλη, το «εμπρηστικό» άρθρο της στους βρετανικούς Times στα τέλη του Νοεμβρίου, στο οποίο, όπως κατέγραψε το Politico, κατηγορούσε την αστυνομία ότι μεταχειρίζεται τους φιλο-παλαιστίνιους διαδηλωτές ευνοϊκότερα από ακροδεξιές ομάδες στις βίαιες διαδηλώσεις που έλαβαν χώρα στο Λονδίνο για τη Γάζα. Όπως αναφέρει το Vox, ο Σούνακ αναγκάστηκε να συμμορφωθεί με τις πιέσεις των πιο μετριοπαθών μελών των Συντηρητικών, οι οποίοι ζήτησαν την απόλυσή της, εκφράζοντας ανησυχίες για τη ρητορική της και την ολοένα μεγαλύτερη αποξένωσή της από τους πιο μετριοπαθείς ψηφοφόρους.

Ίσως σε μία άλλη περίοδο οι εξελίξεις να αποτελούσαν απλώς ειδήσεις για τα εσωκομματικά τεκταινόμενα στο εσωτερικό του Ηνωμένου Βασιλείου. Τα γεγονότα όμως φανερώνουν τον βαθύ διχασμό και το εξαιρετικά κακό κλίμα αστάθειας και αβεβαιότητας που μαστίζει τη βρετανική κυβέρνηση. Το Brexit μοιάζει με φάντασμα που έχει στοιχειώσει τη βρετανική πολιτική σκηνή, ένα βαρίδι που κανείς δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί, το οποίο πλανάται πάνω από τις αποφάσεις της κυβέρνησης. Δεν είναι τυχαίο ότι, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση του YouGov, το 57% των Βρετανών θέλει την επανένταξη στην ενιαία αγορά της ΕΕ. Σε άλλες πρόσφατες έρευνες, το 54% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι το Brexit «δεν έχει ολοκληρωθεί», ενώ το 68% δηλώνει ότι η κυβέρνηση διαχειρίζεται άσχημα το ζήτημα της εξόδου από την ΕΕ. Η Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν άφησε ανοιχτή την πόρτα μίας μελλοντικής επιστροφής του Ηνωμένου Βασιλείου με πρόσφατες δηλώσεις της, τις οποίες ο Σούνακ έσπευσε να απορρίψει κατηγορηματικά. Όπως δήλωσε, σύμφωνα με τον Guardian, «είναι μέσω των ελευθεριών μας χάρη στο Brexit που μπορούμε να εξετάσουμε αυτή τη στιγμή πώς να ενισχύσουμε περαιτέρω το μεταναστευτικό μας σύστημα, να διασφαλίζουμε ότι οι ασθενείς στο Ηνωμένο Βασίλειο μπορούν να έχουν πρόσβαση στα φάρμακα γρηγορότερα, στο ότι υπάρχει βελτιωμένη καλή διαβίωση των ζώων. Σε αυτά είμαστε επικεντρωμένοι».

Είναι λογικό ο αρχηγός του κόμματος που έκανε πράξη τη «μεγάλη έξοδο» να την υπερασπίζεται με πάθος. Η πραγματικότητα όμως δεν αφήνει χώρο για αμφισβήτηση. Μόλις πέρυσι το βρετανικό ΕΣΥ (NHS) βρισκόταν στα πρόθυρα κατάρρευσης, εξαιτίας των συνεχών περικοπών στον τομέα της υγείας, ως μέρος των πολιτικών των Συντηρητικών κυβερνήσεων της τελευταίας 12ετίας για τη μείωση του δημόσιου χρέους. Και το Ιερό Δισκοπότηρο του Brexit, το μεταναστευτικό; Εκεί είναι ακόμη χειρότερα τα πράγματα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Office for National Statistics, η καθαρή μετανάστευση κορυφώθηκε στα 745.000 άτομα μέσα σε ένα έτος έως τον Δεκέμβριο του 2022, που σημαίνει πως σχεδόν τρία τέταρτα του εκατομμυρίου περισσότεροι άνθρωποι μετανάστευσαν νόμιμα στο Ηνωμένο Βασίλειο από όσους έφυγαν από τη χώρα. Ο αριθμός αυτός είναι τρεις φορές υψηλότερος από τα επίπεδα που ίσχυαν πριν από το Brexit. Η γκρίνια, ο διχασμός και οι εντάσεις στο εσωτερικό των Συντηρητικών ολοένα και οξύνονται και ο Ρίσι Σούνακ προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες, ενώ ταυτοχρόνως είναι ο χαμηλότερος σε δημοτικότητα Βρετανός πρωθυπουργούς μετά τον Β΄ Π.Π. Οι δήθεν λεονταρισμοί ωστόσο δεν αποδίδουν καρπούς. Οι Βρετανοί πράγματι αγαπούν την αποφασιστικότητα και το μαχητικό πνεύμα στα πολιτικά πράγματα. Η ειδωλοποίηση του Τσόρτσιλ και η σχέση αγάπης/μίσους με την Θάτσερ το δείχνουν καθαρά. Μετά το Brexit όμως, κανείς δεν φαίνεται να μπορεί να ηγηθεί της βρετανικής πολιτικής σκηνής με πολιτική ουσία και νηφαλιότητα. Οι ανοιχτοί ορίζοντες ελευθερίας και εξωστρέφειας που θα έφερνε η αποχώρηση από την ΕΕ δεν ήρθαν ποτέ. Αντιθέτως, η Βρετανία φαίνεται κοιτάζει πλέον μόνο προς τα μέσα, να «μικραίνει» και να χάνει τον χαρακτήρα μεγαλείου που είχε κάνει τον Χάρολντ Μακμίλαν να πει πως η χώρα του είναι για την Αμερική «ό,τι είναι η Ελλάδα για την Ρώμη».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ