Συμφωνία του Όσλο, 1993
Συμφωνία του Όσλο, 1993 © Cynthia Johnson/Getty Images
Κοσμος

Η πολιτική των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή

Ιστορία και ανάλυση των γεωπολιτικών σχέσεων στη Μέση Ανατολή
Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
23’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Εξωτερική πολιτική ΗΠΑ - 10ο μέρος: Η πολιτική των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή

Διαβάστε το πρώτο μέρος «Αμερικανική Γεωγραφία» ΕΔΩ
Διαβάστε το δεύτερο μέρος «Υπάρχει αμερικανική ψυχή;» ΕΔΩ
Διαβάστε το τρίτο μέρος «Αμερικανικός επαρχιωτισμός και αμερικανικός εξαιρετισμός» ΕΔΩ
Διαβάστε το τέταρτο μέρος «Υπάρχουν δύο Αμερικές;» ΕΔΩ
Διαβάστε το πέμπτο μέρος «Ο εχθρός του εχθρού είναι φίλος μου» ΕΔΩ
Διαβάστε το έκτο μέρος «Ιδεολογίες και φιλοσοφίες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής» ΕΔΩ

Διαβάστε το έβδομο μέρος «Αμερικανική εξωτερική πολιτική και κοινωνικές τάξεις» ΕΔΩ
Διαβάστε το όγδοο μέρος «Αμερικανική εξωτερική πολιτική και μαγική σκέψη» ΕΔΩ
Διαβάστε το ένατο μέρος «Soft power και ποπ κουλτούρα» ΕΔΩ

***

Υπάρχουν πολλοί μύθοι σχετικά με τη Μέση Ανατολή, κυρίως σε ό,τι αφορά την «παλαιστινιακή υπόθεση»: τη γνώση και την αλήθεια έχουν εμποδίσει στο πέρασμα του χρόνου οι Άραβες, η φιλοαραβική διεθνής αριστερά, οι μεροληπτικές οργανώσεις όπως η Διεθνής Αμνηστία και το ίδιο το Ισραήλ. Αν και για τη μη επίλυση του προβλήματος ευθύνονται όλες οι πλευρές —Ισραηλινοί, Παλαιστίνιοι, ΗΠΑ, ΕΕ, αραβικά κράτη— το «πρόβλημα» έχει φτάσει σε παροξυσμό εξαιτίας του σταθερά κακομαθημένου Ισραήλ από τη μία πλευρά και της ρητορικής και της πρακτικής του Ισλάμ οι οποίες χαρακτηρίζουν πλέον σχεδόν όλες τις μουσουλμανικές χώρες. Στο παρακάτω άρθρο δεν αποδίδω ευθύνες αλλά προσπαθώ να περιγράψω όσα έχουν συμβεί· κυρίως, όσα σχετίζονται με την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Η κατανόησή τους ίσως χρειάζεται κάποια έρευνα του αναγνώστη στα επιμέρους σημεία.

Σύντομο ιστορικό των σχέσεων των ΗΠΑ με τις χώρες της Μέσης Ανατολής

Μερικά από τα συμφέροντα των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή είναι αντικρουόμενα: αν και έχουν συμφέρον την ασφάλεια του Ισραήλ —την οποία έχουν εν πολλοίς αναλάβει— εξαρτώνται ακόμη από το πετρέλαιο των αραβικών χωρών και επιζητούν ομαλές σχέσεις μαζί τους· εξάλλου, οι Άραβες αγοράζουν αμερικανικά όπλα, τα οποία οι ΗΠΑ πωλούν χωρίς να πολυενδιαφέρονται πού θα τα χρησιμοποιήσουν οι πελάτες.

Οι σχέσεις των ΗΠΑ με τις χώρες της Μέσης Ανατολής ξεκινούν από τα μέσα της δεκαετίας του 1850 με την εμπορική συνθήκη που συνήψαν με την Περσική Αυτοκρατορία. Όμως, στις επόμενες τέσσερις δεκαετίες, το εμπόριο στην περιοχή εξελίχθηκε πολύ αργά: ο τοπικός πληθυσμός δεν εντυπωσιάστηκε από τις αμερικανικές εμπορικές, πολιτικές και θρησκευτικές ιδέες. Το 1892 ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών λόρδος George Curzon μιλούσε για «τον απόρθητο βράχο του Ισλάμ» ως σύστημα που αγκαλιάζει κάθε δραστηριότητα, ως καθήκον και πράξη ζωής το οποίο ανθίσταται στις δυτικές επιρροές: ο Curzon πίστευε ότι η Δύση, για να προστατευτεί, έπρεπε να προσβλέπει στην πολιτική διάσπαση του Ισλάμ. Βεβαίως, το Ισλάμ ήταν ήδη πολυδιασπασμένο από την άποψη του θρησκευτικού δόγματος: ωστόσο, μπροστά στους απίστους της Δύσης παραμέριζε τις εσωτερικές του διαφορές. Αναφέρω τον Curzon επειδή οι Βρετανοί ήταν οι μόνοι που καταλάβαιναν τον ρόλο της θρησκείας στον πολιτισμό και στην πολιτική: οι υπόλοιποι δυτικοί μάλλον τον υποτιμούσαν.

Alfred Thayer Mahan
Alfred Thayer Mahan © Wikimedia Commons

Η «Μέση Ανατολή», όπως ονόμασε τo 1902 την περιοχή μεταξύ Ευρώπης και Ανατολής ο Αμερικανός αξιωματικός του ναυτικού Alfred Thayer Mahan, άρχισε να αποκτά γεωπολιτική σπουδαιότητα για τις ΗΠΑ στη δεκαετία του 1930 ―από τότε, οι Αμερικανοί άρχισαν να τη βλέπουν, εκτός από χερσαία γέφυρα μεταξύ τριών ηπείρων, ως δυνάμει αποτρεπτικό τείχος για την κομμουνιστική επέκταση. Αλλά, πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, τα οικονομικά τους συμφέροντα στη Μέση Ανατολή ήταν άνευ σημασίας· στην περιοχή κυριαρχούσε η Βρετανία και γύρω της κινούνταν οι σιωνιστές που αγωνίζονταν για τη δημιουργία ισραηλινού κράτους στην Παλαιστίνη. Δεν ήταν βεβαίως όλοι οι Εβραίοι σιωνιστές: οι Ορθόδοξοι και οι Ρεφορμιστές δεν μοιράζονταν τις σιωνιστικές ιδέες για κοσμικό κράτος.

Alfred Thayer Mahan
Alfred Thayer Mahan © Wikimedia Commons

Alfred Thayer Mahan © Wikimedia Commons

Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους αναγνώρισαν τη μακροπρόθεσμη στρατηγική αξία των πετρελαϊκών πόρων που ήταν κρίσιμοι για την έκβαση του πολέμου και για την μεταπολεμική ανάκαμψη της Ευρώπης. Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν σημείο καμπής για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ παντού στον κόσμο, αλλά στη Μέση Ανατολή τα διακυβεύματα ―η αραβο-ισραηλινή σύγκρουση, το πετρέλαιο και η σοβιετική απειλή― μεγεθύνθηκαν καθορίζοντας την αμερικανική εξωτερική πολιτική στο σύνολό της.

Το πρώτο διακύβευμα απέκτησε νέα διάσταση επειδή η μαζική εξόντωση των Εβραίων επιτάχυνε την υλοποίηση του σιωνιστικού ονείρου. Το αμερικανο-εβραϊκό λόμπι προωθούσε την εγκαθίδρυση μιας ελεύθερης και δημοκρατικής εβραϊκής κοινοπολιτείας στην Παλαιστίνη, κάτι που φαινόταν φυσικό και απαραίτητο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν, επιπλέον, οι Σύμμαχοι αντιμετώπιζαν τεράστια προσφυγική πίεση από τους επιζώντες του Ολοκαυτώματος που είχαν συγκεντρωθεί σε στρατόπεδα στην Ευρώπη. Το ζήτημα ενός εβραϊκού κράτους ήταν εκείνη την εποχή επιτακτικό: το 1947, τα Ηνωμένα Έθνη, μετά από πιέσεις της διοίκησης Τρούμαν, πρότειναν να χωριστεί το έδαφος που αποτελούσε την Παλαιστίνη σε δύο κράτη, ένα εβραϊκό και ένα αραβικό —ετίθετο βεβαίως το ερώτημα της ποσοτικής και ποιοτικής εδαφικής μοιρασιάς. Τότε, οι Βρετανοί ήταν αντίθετοι στη δημιουργία ανεξάρτητου Ισραήλ ―ίσως, πέραν του ότι ήλπιζαν να διατηρήσουν την παρουσία τους, προέβλεπαν τι θα επακολουθούσε με τους Άραβες· μαζί τους συμφωνούσαν οι Αμερικανοί υπουργοί Άμυνας James Forestal και Εξωτερικών George Marshall. Πάντως, όταν, στις 14 Μαΐου του 1947 ιδρύθηκε επισήμως το κράτος του Ισραήλ, τα βρετανικά στρατεύματα αποχώρησαν και οι «Ισραηλινοί» κατέλαβαν τη δυτική Ιερουσαλήμ ―όπου ζούσε πλειοψηφία Εβραίων― εκδιώκοντας τους Παλαιστίνιους κατοίκους: ακολούθησαν μάχες μεταξύ Αράβων και Εβραίων που μετέτρεψαν την πόλη σε εμπόλεμη ζώνη με αποτέλεσμα να εκτοπιστούν 780.000 αυτόχθονες οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονταν ως Παλαιστίνιοι.

Η κατάσταση επιδεινώθηκε το 1956 με την κρίση του Σουέζ που ξέσπασε όταν ο Νάσερ εθνικοποίησε τη διώρυγα. Το Ισραήλ, η Γαλλία και η Βρετανία απείλησαν ότι θα επιτεθούν στην Αίγυπτο, αλλά οι ΗΠΑ τις απέτρεψε: εκείνη την εποχή, ο φόβος του πυρηνικού πολέμου με την ΕΣΣΔ η οποία στήριζε τον Νάσερ φαινόταν να διασφαλίζει την ειρήνη, αν και στη γνωστή ισορροπία του τρόμου. Το κανάλι ήταν η μοναδική χερσαία γέφυρα μεταξύ Αφρικής και Ασίας και η στρατηγική του σπουδαιότητα μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο σχετιζόταν με το εμπόριο του πετρελαίου: τότε, η Δυτική Ευρώπη εισήγαγε από τη Μέση Ανατολή δύο εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, 1.200.000 με τάνκερ μέσω του καναλιού και άλλα 800.000 μέσω αγωγού από τον Περσικό Κόλπο στη Μεσόγειο, όπου τα παρελάμβαναν τα τάνκερ. Οι ΗΠΑ εισήγαγαν 300.000 βαρέλια ημερησίως. Αλλά οι Βρετανοί έκαναν μεγάλη φασαρία για το Σουέζ, το οποίο είχε γι’ αυτούς περισσότερο συμβολική παρά πρακτική σημασία· έτσι κι αλλιώς, τα υπερδεξαμενόπλοια δεν χωρούσαν στη διώρυγα και έκαναν τη διαδρομή μέσω του Ακρωτηρίου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επεδείκνυαν, όπως συνήθως, πιο πρακτικό πνεύμα: την αμερικανική κυβέρνηση ενδιέφερε «να γίνεται η δουλειά» και ήταν έτοιμη να συνεργαστεί ακόμα και με τον σοβιετόφιλο Νάσερ, υπό τον όρον να δημιουργηθεί στη Μέση Ανατολή μια συμμαχία, ένας Οργανισμός Άμυνας, με σκοπό να κρατήσει μακριά τη Σοβιετική Ένωση. Το κεντρικό πρόβλημα για την αμερικανική πολιτική στην περιοχή ήταν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν επιβαρυνθεί με αμυντικές δεσμεύσεις στην Ευρώπη και στην Άπω Ανατολή και δεν τους περίσσευαν ούτε χρήματα ούτε στρατεύματα για να αντισταθούν σε ενδεχόμενη σοβιετική εισβολή στη Μέση Ανατολή. Ο Αϊζενχάουερ, ακόμη περισσότερο κι από τον Τρούμαν, έβλεπε την «Εγγύς Ανατολή» ως ένα κενό όπου μπορούσαν να εισδύσουν οι Ρώσοι: αυτός ο φόβος καθόριζε την αμερικανική εξωτερική πολιτική και έγινε αιτία για μια σειρά γκάφες.

Κρίση του Σουέζ, 1956
Κρίση του Σουέζ, 1956 © Photo12/Universal Images Group via Getty Images

Κρίση του Σουέζ, 1956 © Photo12/Universal Images Group via Getty Images

Στη δεκαετία του 1950, οι Αμερικανοί προσπαθούσαν να συσπειρώσουν τις ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές δυνάμεις στην αντικομμουνιστική πλατφόρμα: πίστευαν ότι έπρεπε να παραμεριστούν οι εσωτερικές εχθρότητες τόσο μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας, όσο και αραβικών κρατών και Ισραήλ, προκειμένου να δημιουργηθεί αρραγές μέτωπο κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Και καθώς δεν καταλάβαιναν καθόλου τον μουσουλμανικό κόσμο, τους φαινόταν παράξενο που τα αραβικά κράτη φοβούνταν περισσότερο τον σιωνισμό από τον κομμουνισμό: έτσι, για κάμποσα χρόνια, οι Αμερικανοί παρέμεναν διχασμένοι ανάμεσα στην επιθυμία να διατηρήσουν καλές σχέσεις με τους συμμάχους τους στο ΝΑΤΟ, όπως η Βρετανία και η Γαλλία, και στην επιθυμία να προσελκύσουν τους εθνικιστές της Ασίας και της Αφρικής στο αντικομμουνιστικό στρατόπεδο. Παρόμοια διλήμματα αντιμετώπιζε και ο Νάσερ που προσπαθούσε να συνεργαστεί με όλο το πολιτικό φάσμα, από το αιγυπτιακό Κομμουνιστικό Κόμμα μέχρι τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, συνάπτοντας παραλλήλως φιλικές σχέσεις με αξιωματικούς της CIA. Όλοι οι καλοί χωρούσαν. Αυτό το τελευταίο οδήγησε τους Αμερικανούς στο βιαστικό συμπέρασμα ότι ο Νάσερ ήταν «ατού της CIA»: ωστόσο, ο Νάσερ ερωτοτροπούσε με τη CIA πριν από την Επανάσταση του Ιουλίου του 1952 μόνο και μόνο επειδή ήλπιζε ότι οι Αμερικανοί θα περιόριζαν τη βρετανική στρατιωτική παρουσία στην Αίγυπτο. Πράγματι, οι ΗΠΑ χαιρέτισαν το πραξικόπημα του Ιουλίου των Ελεύθερων Αξιωματικών που παραμέρισε τον βασιλιά Φαρούκ —όμως, δεν κατάφεραν να πείσουν τον Νάσερ να στραφεί εναντίον της ΕΣΣΔ: καθώς το κεντρικό στοίχημα του Αιγύπτιου ηγέτη ήταν να πετάξει τους Βρετανούς στη θάλασσα, ο πιο αποτελεσματικός σύμμαχος τού φαίνονταν οι Σοβιετικοί.

Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ
Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ © Wikimedia Commons

Οι Αμερικανοί δεν το έβαλαν κάτω. Αλλά όταν η CIA πρόσφερε στον Νάσερ τρία εκατομμύρια δολάρια για να ενταχθεί η Αίγυπτος στον προτεινόμενο Οργανισμό Άμυνας της Μέσης Ανατολής, ο Νάσερ τσέπωσε τα χρήματα, αρνήθηκε να συμμετάσχει στον ΟΑΜΑ και δήλωσε ότι επιζητούσε τη δημιουργία Αραβικού Συνδέσμου υπό την ηγεσία της Αιγύπτου ο οποίος «ίσως» θα μπορούσε να συνδεθεί ανεπίσημα με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Με αυτή την προοπτική, οι ΗΠΑ —τις οποίες εκπροσωπούσε ο John Foster Dulles— τάχθηκαν στο πλευρό των αραβικών κρατών σε αρκετές διαμάχες με το Ισραήλ 1. Ώσπου, το πήραν απόφαση: στη Μέση και στην Εγγύς Ανατολή, τα αρχαία μίση και πάθη έπαιζαν σημαντικότερο ρόλο από την απειλή του κομμουνισμού και από τις win-win οικονομικές σχέσεις τις οποίες επιθυμούσαν. 

Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ
Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ © Wikimedia Commons

Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ © Wikimedia Commons

Οι αμερικανο-αιγυπτιακές σχέσεις έγιναν ακόμα δυσκολότερες όταν ο Νάσερ αρνήθηκε να υποσχεθεί ότι σε περίπτωση που αγόραζε αμερικανικά όπλα δεν θα τα χρησιμοποιούσε εναντίον του Ισραήλ· εξάλλου, ο Αιγύπτιος ηγέτης εκφωνούσε αντισιωνιστικές ομιλίες και χρηματοδοτούσε ομάδες φενταγίν —τους προδρόμους, κατά κάποιον τρόπο, της παλαιστινιακής τρομοκρατίας. Και σαν μην έφταναν όλα αυτά, στις 16 Μαΐου 1956, ο Νάσερ αναγνώρισε επισήμως τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, κάνοντας τον Dulles έξω φρενών: το αποτέλεσμα ήταν να αποσύρει η κυβέρνηση Αϊζενχάουερ την αμερικανική οικονομική βοήθεια για το έργο του φράγματος του Ασουάν.

Παρ’ όλ’ αυτά, δεν πρέπει να υποτιμάμε τις προσπάθειες του Αϊζενχάουερ για συμφιλίωση της Αιγύπτου με το Ισραήλ: η ευθύνη για την αποτυχία αυτού του στόχου πρέπει να αποδοθεί στον Νάσερ και στον Ισραηλινό πρωθυπουργό Νταβίντ Μπεν-Γκουριόν· αμφότεροι είχαν υπερβολικές απαιτήσεις, τόσο ο ένας από τον άλλον όσο και από τις Ηνωμένες Πολιτείες τις οποίες αντιμετώπιζαν σαν την κότα με τα χρυσά αβγά. Έτσι, φτάσαμε στην εθνικοποίηση της Διώρυγας και στην έκκληση του Αϊζενχάουερ για διάσκεψη των ναυτικών εθνών που τη χρησιμοποιούσαν. Οι Βρετανοί ήθελαν να καλέσουν στη διάσκεψη τις «σημαντικότερες» χώρες, αλλά οι Αμερικανοί πίστευαν ότι η πρόσκληση όλων θα πρόσφερε τη μέγιστη δυνατή δημοσιότητα που θα επηρέαζε την παγκόσμια κοινή γνώμη. Αλλά, αν και οι ΗΠΑ πρότειναν για μια ακόμα φορά ειρηνόφιλη πολιτική, μέχρι το τέλος του 1956 είχε γίνει φανερό η Βρετανία και η Γαλλία πάσχιζαν να περισώσουν ό,τι είχε απομείνει από τις αυτοκρατορίες τους ενώ οι Αμερικανοί πάσχιζαν να κρατήσουν τις μεσανατολικές χώρες μακριά από τη σοβιετική σφαίρα επιρροής —η οποία εκείνη τη χρονιά είχε πάρει μεγάλη δημοσιότητα εξαιτίας της σοβιετικής εισβολής στη Βουδαπέστη.

Αν και οι Αμερικανοί δεν ήθελαν να δυσαρεστήσουν τους Άραβες από φόβο ότι θα τους έριχναν στην αγκαλιά της Σοβιετικής Ένωσης, το Ισραήλ επιτέθηκε στην Αίγυπτο για να καταλάβει τη Διώρυγα. Οι αγγλο-γαλλικές δυνάμεις αποχώρησαν υπό την απειλή πολέμου με τη Σοβιετική Ένωση και στην περιοχή τοποθετήθηκαν στρατεύματα του ΟΗΕ: εντέλει, μια από τις συνέπειες της λεγόμενης «κρίσης του Σουέζ» ήταν η περαιτέρω αύξηση της σοβιετικής επιρροής στην περιοχή και η μείωση της βρετανικής και της γαλλικής. Εξάλλου, η σοβιετική επιρροή είχε ενισχυθεί από το 1955, όταν οι δυτικές χώρες αρνήθηκαν την πώληση όπλων στην Αίγυπτο· τότε, η Αίγυπτος στράφηκε στην Τσεχοσλοβακία, η οποία, μετά από μυστική συμφωνία, την προμήθευσε με τα οπλικά συστήματα που προμήθευε η Γαλλία στο Ισραήλ: έτσι, ο Νάσερ μπόρεσε να εκβιάσει τους Αγγλο-Γάλλους εθνικοποιώντας τη Διώρυγα και εφαρμόζοντας για λίγο καιρό το όραμά του για τον αραβικό σοσιαλισμό. Αυτό το όραμα ―συνδυασμός παναραβισμού, εθνικισμού, κρατισμού και της επιδίωξης τριπολικότητας μέσω του Κινήματος των Αδεσμεύτων― κατάφεραν να ματαιώσουν οι ΗΠΑ από τη μία πλευρά και οι ισλαμιστές από την άλλη σε μια συνθήκη εφαρμογής της αρχής «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου». Η αλήθεια είναι ότι μέχρι την κατάρρευσή της η Σοβιετική Ένωση συγκρατούσε την ισλαμιστική πίεση στη Μέση Ανατολή, πράγμα που δεν έκαναν οι ΗΠΑ οι οποίες είχαν έμμονη ιδέα με την κομμουνιστική απειλή αλλά όχι με την ισλαμιστική. Μετά το 1989 η ισλαμιστική πίεση έγινε κυρίαρχη και το πράγμα μπερδεύτηκε ακόμα περισσότερο.

Το 1967, ξέσπασε ο Πόλεμος των Έξι Ημερών, γνωστός και ως τρίτος αραβοϊσραηλινός Πόλεμος. Να τι συνέβη grosso modo: τον Μάιο του 1967 η Αίγυπτος εκδίωξε τις δυνάμεις του ΟΗΕ από τη χερσόνησο του Σινά, οι οποίες στάθμευαν στην ειρηνευτική no man’s land από το 1957 ως συνέπεια της εισβολής του Ισραήλ στο Σινά το 1956. Στη συνέχεια, η Αίγυπτος συγκέντρωσε 1.000 τεθωρακισμένα και 100.000 στρατιώτες στα σύνορα, έκλεισε τα στενά του Τιράν σε όλα τα πλοία με ισραηλινή σημαία ή τα οποία μετέφεραν υλικά στρατηγικής σημασίας και έκανε πρόσκληση για ενωμένη αραβική απάντηση στο Ισραήλ. Αλλά, οι Άραβες δεν πρόλαβαν: στις 5 Ιουνίου το Ισραήλ εξαπέλυσε αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον των αεροπορικών δυνάμεων της Αιγύπτου· η υπεροχή στον αέρα υπήρξε το καθοριστικό ισραηλινό όπλο.

Σε απάντηση η Ιορδανία επιτέθηκε στη δυτική Ιερουσαλήμ και στη Νετάνια (30 χλμ. βορείως του Τελ Αβίβ), αλλά ο ισραηλινός στρατός κέρδισε τον έλεγχο της ανατολικής Ιερουσαλήμ, της Λωρίδας της Γάζας, της Δυτικής Όχθης, των υψιπέδων του Γκολάν και της χερσονήσου του Σινά. Παρότι το Ισραήλ προσήρτησε εδάφη — συνολικά, η ισραηλινή επικράτεια τριπλασιάστηκε, περιλαμβάνοντας περίπου ένα εκατομμύριο Άραβες υπό τον άμεσο έλεγχο του Ισραήλ στις νεο-κατακτηθείσες περιοχές— ο πόλεμος των Έξι Ημερών υπογράμμιζε ότι οι Άραβες θα αποτελούσαν εχθρικό κλοιό στο διηνεκές.  Το κράτος του Ισραήλ βρισκόταν σε κίνδυνο. Πράγματι, λίγο αργότερα, στην Αραβική Σύνοδο Κορυφής που έγινε στο Χαρτούμ, οι αραβικές χώρες αρνήθηκαν «την ειρήνη, την αναγνώριση και τη διαπραγμάτευση με το Ισραήλ». Σε ό,τι αφορά την αμερικανική πολιτική, σε όλη τη διάρκεια των επιχειρήσεων, οι ΗΠΑ —και η Βρετανία— ενίσχυαν τους Ισραηλινούς με αεροπορικές δυνάμεις. Αλλά, οι αραβικές ηγεσίες διέδωσαν ψευδείς ισχυρισμούς σχετικά με το μέγεθος της αμερικανικής ανάμειξης με σκοπό να εξασφαλίσουν τη σοβιετική στήριξη στην αραβική πλευρά.

Στους μήνες μετά τον πόλεμο των Έξι Ημερών, το Ισραήλ ολοκλήρωσε τη διοικητική απορρόφηση της ανατολικής Ιερουσαλήμ, παρά τις έντονες αντιδράσεις των μουσουλμάνων κατοίκων της, αλλά και της Ουάσινγκτον, η οποία τυπικά αρνήθηκε να αναγνωρίσει την απόφαση της ισραηλινής κυβέρνησης. Παραλλήλως, το Ισραήλ εγκατέστησε κατοχικό καθεστώς στη Δυτική Όχθη και στη Λωρίδα της Γάζας, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι κατέφυγαν από τη Δυτική Όχθη στην Ιορδανία όπου η παρουσία τους επιδείνωσε τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα του βασιλείου. Σχεδόν 1.000.000 παρέμειναν στα «κατεχόμενα»: από τότε ο πληθυσμός έχει υπερδιπλασιαστεί. Στους 70.000 Άραβες της ανατολικής Ιερουσαλήμ δόθηκε η ισραηλινή υπηκοότητα, οι υπόλοιποι όμως ζούσαν —και ζουν— υπό καθεστώς ημι-αιχμαλωσίας στα κατεχόμενα, όπου από τους πρώτους μεταπολεμικούς μήνες βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη διαδικασία της εβραϊκής εποίκισης. Κοντολογίς, ο πόλεμος έληξε με στρατιωτικό θρίαμβο του Ισραήλ και την κατάκτηση αραβικών εδαφών, αλλά η ειρήνη στη Μέση Ανατολή έγινε άπιαστο όνειρο: στη συνέχεια, η Σοβιετική Ένωση βοήθησε τα αραβικά κράτη να επανεξοπλιστούν και το 1973, την ημέρα του Γιομ Κιπούρ, η Αίγυπτος και η Συρία επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στο Ισραήλ. Καθώς με τη βοήθεια των ΗΠΑ οι Ισραηλινοί κατάφεραν να ανατρέψουν την κατάσταση και να περικυκλώσουν τον αιγυπτιακό στρατό.

Από το 1973 οι ΗΠΑ έγιναν ο βασικός υποστηρικτής του Ισραήλ —μολονότι είναι μύθος το ότι ενθαρρύνουν τις κατά καιρούς ισραηλινές ακρότητες: νομίζω ότι γενικά προσπαθούν να συγκρατήσουν τάσεις όπως εκείνη του Αριέλ Σαρόν στο παρελθόν και του Μπενιαμίν Νετανιάχου σήμερα. Από την πλευρά τους, το 1973 οι αραβικές πετρελαιοπαραγωγές χώρες άρχισαν να χρησιμοποιούν το πετρέλαιο ως στρατηγικό όπλο ανεβάζοντας τις τιμές και απαιτώντας την επιστροφή του Ισραήλ στα σύνορα του 1967. Αν οι ΗΠΑ συνέχιζαν την προμήθεια όπλων στο Ισραήλ, οι Άραβες θα επέβαλαν εμπάργκο σε όλες τις αποστολές πετρελαίου προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ήταν η πρώτη σαφής σύνδεση μεταξύ δύο ξεχωριστών αμερικανικών συμφερόντων στη Μέση Ανατολή, της πρόσβασης στο πετρέλαιο και της στήριξης στο Ισραήλ. Ωστόσο, εν μέρει εξαιτίας του εμπάργκο στο πετρέλαιο, οι ΗΠΑ άρχισαν να συμμετέχουν πιο ενεργά στην ειρηνευτική διαδικασία επιμένοντας στην ανάγκη δημιουργίας παλαιστινιακού κράτους. Αλλά η υπόθεση δεν προχώρησε —κυρίως λόγω του παλαιστινιακού μαξιμαλισμού— και η Ιερουσαλήμ έγινε το κατ’ εξοχήν πεδίο των θρησκευτικών διαφορών ανάμεσα στο Ισλάμ και στον ιουδαϊσμό, με τους Εβραίους να πιστεύουν ότι ο Θεός τούς έδωσε τη γη του Ισραήλ και με τους μουσουλμάνους να διεκδικούν την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσά τους θεωρώντας την ύπαρξη εβραϊκού κράτους προσβολή για το Ισλάμ. Το πρόβλημα των Παλαιστινίων προσφύγων ενίσχυσε τον αραβικό εθνικισμό και η παλαιστινιακή αντίσταση έγινε σύμβολό του με ηχηρό αντίκτυπο σε όλο τον κόσμο, τουλάχιστον μέχρι την ολίσθηση των Παλαιστινίων στον ισλαμικό φονταμενταλισμό.

Το ζήτημα του πετρελαίου

Το παγκόσμιο κέντρο βάρους του πετρελαίου μετατοπίστηκε στη Μέση Ανατολή: μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν τη θέση του μεγαλύτερου εξαγωγέα πετρελαίου· οι καταναλωτικές, βιομηχανικές και στρατιωτικές τους ανάγκες είχαν εκτοξευθεί. Όμως, μέχρι τον τετραπλασιασμό της τιμής του πετρελαίου που το 1973-74 ενέτεινε την ενεργειακή κρίση σε όλον τον δυτικό κόσμο, δεν είχαν δώσει τη δέουσα σημασία στις αραβικές απαιτήσεις. Εξάλλου, ενώ είχαν αποδεχτεί ότι οι Άραβες ανήκαν στη σοβιετική σφαίρα επιρροής, δεν κατανοούσαν ότι, παρά τις ενδοϊσλαμικές διαμάχες, η θρησκεία τούς ένωνε με τους Τούρκους και με τους Ιρανούς, τους οποίους θεωρούσαν, αφελώς, συμμάχους τους.  Κι όμως η Τουρκία είχε ισλαμική φυσιογνωμία και το Ιράν βρισκόταν στα πρόθυρα της επανάστασης των μουλάδων.

Από την πλευρά τους, οι Σοβιετικοί, με το δίκιο τους, ένιωθαν ευάλωτοι σε πυρηνική απειλή που θα προερχόταν είτε από τον Ινδικό Ωκεανό είτε από τη Μεσόγειο, και δεν διέθεταν θαλάσσια λιμάνια κοντά στα βιομηχανικά τους κέντρα που να μην παγώνουν τον χειμώνα: γι’ αυτό, προσπαθούσαν να αποκτήσουν θύρες θερμών υδάτων στη Μέση Ανατολή προκειμένου να ενισχύσουν την εμπορική και στρατιωτική τους ικανότητα —πράγμα που κατέληξε στη σοβιετική ναυτική παρουσία στην περιοχή. Και παρότι η Σοβιετική Ένωση ήταν αυτάρκης στο πετρέλαιο, υπονόμευσε τη δυτική επιρροή και την πρόσβαση στο πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής, εκμεταλλεύτηκε την αραβο-ισραηλινή σύγκρουση πουλώντας όπλα στο Ιράκ, στη Συρία, στην Αίγυπτο και στη Νότια Υεμένη.

Μετά το 1989

Προτού προχωρήσουμε, ας ξεκαθαρίσουμε τρεις όρους. Επί βρετανικής αποικιοκρατίας, η Μέση Ανατολή περιλάμβανε το Αφγανιστάν, το Πακιστάν και την Ινδία: πιο ανατολικά βρισκόταν η Άπω Ανατολή ενώ μεταξύ της Μέσης Ανατολής και της Ευρώπης τοποθετούνταν η Εγγύς Ανατολή, δηλαδή οι ανατολικές ακτές της Μεσογείου και η ενδοχώρα της. Σταδιακά, η έννοια της Μέσης Ανατολής μετακινήθηκε προς τα δυτικά για να συμπεριλάβει την Εγγύς Ανατολή. Αν και οι δύο όροι χρησιμοποιούνται ακόμα, η Μέση Ανατολή σήμερα περιλαμβάνει τις χώρες της αραβικής χερσονήσου, την Τουρκία, τη Συρία, τον Λίβανο, το Ισραήλ, την Αίγυπτο, την Ιορδανία, το Ιράκ και το Ιράν. Μερικές φορές, στον όρο περιλαμβάνεται η Λιβύη, το Σουδάν, η Κύπρος, αν και μέλος της ΕΕ, καθώς και το Αφγανιστάν. Ο δεύτερος όρος είναι «το τέλος του Ψυχρού Πολέμου», που, για λόγους ευκολίας, σημαίνει την εποχή μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου στις 9 Νοεμβρίου 1989, ανεξαρτήτως του ότι ο Ψυχρός Πόλεμος συνεχίστηκε με τη Ρωσία. Ο τρίτος όρος είναι η «τρομοκρατία» η οποία, πέρα από τον θεωρητικό της ορισμό ―ως σχεδιασμένη χρήση βίας ή απειλή βίας για τη δημιουργία φόβου και επιδίωξη πολιτικών, θρησκευτικών ή ιδεολογικών στόχων― σημαίνει, στο συγκείμενο μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, την ισλαμιστική επίθεση στις δυτικές χώρες και ειδικά στις ΗΠΑ που μας ενδιαφέρουν περισσότερο εδώ.

Οι ΗΠΑ κληρονόμησαν την πολιτική των Βρετανών Divide et impera που εκμεταλλευόταν τις θρησκευτικές και εθνοτικές διαφορές μεταξύ Εβραίων και μουσουλμάνων. Στη συνέχεια, το κράτος του Ισραήλ έγινε πρότυπο κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σε μια περιοχή όπου η δυτική δημοκρατία ήταν άγνωστη, και μαζί ο καλύτερος πελάτης των αμερικανών βιομηχανιών όπλων οι οποίες είχαν συμφέρον να διατηρείται η ένταση και οι πολεμικές απειλές. Σημειώνω εδώ ότι στο τέλος του 1986 οι βιομηχανίες όπλων είχαν εκτεθεί με το λεγόμενο Irangate του 1986, όταν έγινε γνωστό ότι μέλη της κυβέρνησης Ρέιγκαν είχαν οργανώσει μυστικές προμήθειες όπλων στο Ιράν, παραβιάζοντας το εμπάργκο όπλων εναντίον της κυβέρνησης των μουλάδων. Η έρευνα που ακολούθησε αποκάλυψε ότι α χρήματα από αυτές τις πωλήσεις όπλων διοχετεύτηκαν στους ακροδεξιούς αντάρτες Κόντρας της Νικαράγουας ―που αντιμάχονταν τους αριστερούς Σαντινίστας― παρακάμπτοντας την απαγόρευση της χρηματοδότησής τους από το Κογκρέσο. Στη μυστική επιχείρηση συμμετείχε το Ισραήλ το οποίο μεσολαβούσε στην παράδοση αμερικανικών όπλων στο Ιράν, δηλαδή στον χειρότερο εχθρό του. Δεν θέλει φιλοσοφία: το Ισραήλ έχει συνεργαστεί συχνά με τη CIA και άλλες μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ ακόμα και εναντίον του ίδιου του του εαυτού.

Η αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή μετά τον Ψυχρό Πόλεμο παρουσιάζει δύο φάσεις: η πρώτη καλύπτει το διάστημα 1989-2001 και η δεύτερη το διάστημα μετά την 9/11. Τα αμερικανικά συμφέροντα περιλαμβάνουν την προώθηση της σταθερότητας και της ασφάλειας των φιλικών χωρών (πελατών) στην περιοχή, την ελεύθερη ροή πετρελαίου, τον περιορισμό της διάδοσης όπλων μαζικής καταστροφής και βαλλιστικών πυραύλων, την αποτροπή πωλήσεων συμβατικών όπλων, την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και την ενθάρρυνση μιας ειρηνευτικής διαδικασίας μεταξύ του Ισραήλ και των αραβικών κρατών καθώς και μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων κατά τρόπο που να βολεύει τις ΗΠΑ.

Το 1990, ενώ το σοβιετικό σύστημα διαλυόταν, 31 χώρες με αμερικανική καθοδήγηση και εξουσιοδότηση από τον ΟΗΕ επιτέθηκαν κατά του Ιράκ, δυνάμεις του οποίου είχαν εισβάλει στο γειτονικό Κουβέιτ επειδή η μικρή συνταγματική μοναρχία έκανε γεωτρήσεις υπό κλίση κλέβοντας ιρακινό πετρέλαιο. Ο πόλεμος πήρε πολλά ονόματα ανάλογα με την πολιτική και ιστορική θέση των διαφόρων ομάδων αναφοράς, γενικά όμως ορίζεται ως Πρώτος Πόλεμος του Κόλπου, ενώ οι αμερικανικές επιχειρήσεις ονομάστηκαν πιο γλαφυρά «Καταιγίδα της Ερήμου». Μετά την εισβολή στο Κουβέιτ, ο ΟΗΕ επέβαλε στο Ιράκ οικονομικές κυρώσεις και οι εχθροπραξίες που άρχισαν τον Ιανουάριο του 1991 κατέληξαν σε νίκη των συμμαχικών δυνάμεων στις οποίες δεν συμμετείχε το Ισραήλ για να αποφευχθεί η ανάφλεξη ευρύτερης κλίμακας. Αυτή η επιχείρηση, στην οποία πήραν μέρος γνωστοί frenemies των ΗΠΑ, όπως η Σαουδική Αραβία, η Τουρκία, η Αίγυπτος, η Συρία, το Πακιστάν και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, επιδείνωσαν το κλίμα μεταξύ των ΗΠΑ και του Ιράκ, ενώ η νίκη ―αναπόφευκτη εφόσον υπήρξε διεθνής συστράτευση υπέρ του Κουβέιτ― έδωσαν φτερά στις ΗΠΑ. Από το 1991 οι Αμερικανοί χάραξαν την καινούργια τους στρατηγική στη Μέση Ανατολή. Όχι και τόσο καινούργια τελικά, αν και η προεδρία του Μπιλ Κλίντον φάνηκε να ενδιαφέρεται πραγματικά για την ισραηλινο-παλαιστινιακή συνεννόηση, για τον θεσμικό ρόλο του ΟΗΕ και για τον κατευνασμό του Ισλάμ που εμφάνιζε μεγάλη κινητικότητα.

Στη δεκαετία του 1990, η οικονομική και δημογραφική ανάπτυξη στις ΗΠΑ είχε ως αποτέλεσμα τη συνέχιση της εξάρτησης από το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής και ιδιαίτερα από εκείνο του Περσικού Κόλπου. Οι ΗΠΑ είχαν συμφέρον την περιφερειακή σταθερότητα και τις ομαλές σχέσεις με τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες προκειμένου να αγοράζουν φτηνά το πετρέλαιο. Αλλά, όπως συμβαίνει συχνά, λογάριαζαν νωρίς τον ξενοδόχο.

Η ισραηλινο-παλαιστινιακή διένεξη μετά το 1989

Τη γεωπολιτική στη Μέση Ανατολή καθορίζει σε μεγάλο βαθμό η διένεξη Ισραήλ-Παλαιστινίων η οποία αποτελεί αφορμή τόσο για τον αντιαμερικανισμό, όσο για τον αντισημιτισμό και την ισλαμική τρομοκρατία. Πολλοί άνθρωποι, ιδιαίτερα στον χώρο της αριστεράς, πιστεύουν ότι το Ισραήλ στρογγυλοκάθισε από το 1948 στη γη που ανήκε στους Παλαιστινίους, αλλά, όπως είπα, αυτό δεν ισχύει: εκτός του ότι η «γη» ήταν κομμάτι της Οθωμανικής και στη συνέχεια της Βρετανικής αυτοκρατορίας, οι Ισραηλινοί επεδίωκαν τη δημιουργία δύο κρατών, πράγμα που δεν δέχονταν οι Παλαιστίνιοι, ενώ επιπλέον οι αραβικές χώρες της περιοχής αντιτίθετο στη δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους καταμεσής στον μουσουλμανικό κόσμο.

Από το 1973, oι αμερικανικές διοικήσεις ευνόησαν μεροληπτικά το Ισραήλ για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων είναι οι ίδιες οι ιουδαϊκές ρίζες του δυτικού πολιτισμού― και παρότι η PLO, στην πραγματικότητα ο ίδιος ο Αραφάτ, είχε κάνει υποχωρήσεις στη Διάσκεψη της Μαδρίτης το 1988, οι ΗΠΑ υπέκυψαν στις ισραηλινές απαιτήσεις να μη συμμετέχει η PLO στις ειρηνευτικές συνομιλίες. Χωρίς τη συμμετοχή της PLO η διάσκεψη της Μαδρίτης δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε λύσεις — και δεν οδήγησε. Το 1993, ακολούθησαν οι διπλωματικές προσπάθειες στο Όσλο2 και στην Ουάσιγκτον: το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς, η PLO αναγνώρισε το δικαίωμα ύπαρξης του Ισραήλ ενώ το Ισραήλ αναγνώρισε την PLO ως νόμιμο εκπρόσωπο των Παλαιστινίων. Πολλά έμελλε να συμβούν: αν και μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1995 φαινόταν ότι θα επιτευχθεί μόνιμη λύση ―αποχώρηση των Ισραηλινών από τα παλαιστινιακά εδάφη, εκλογές των Παλαιστινίων, απελευθέρωση των Παλαιστινίων αιχμαλώτων και όροι διανομής του νερού 3― η δολοφονία του Γιτζάκ Ράμπιν 4  εκείνο τον Νοέμβριο έδειξε ότι όσοι Ισραηλινοί πίστευαν στον εποικισμό και στην πλήρη απορρόφηση των Παλαιστινίων στο ισραηλινό κράτος ήσαν έτοιμοι για όλα. Ωστόσο, οι ΗΠΑ έμειναν αφοσιωμένες στο Ισραήλ το οποίο συνέχιζε τον εποικισμό χτίζοντας πολυκατοικίες στο προάστιο Har Homa της Ιερουσαλήμ, και παρά τη συμφιλιωτική πολιτική του Μπιλ Κλίντον, η αμερικανική αντιπροσωπεία άσκησε βέτο σε ψηφίσματα του ΟΗΕ που καταδίκαζαν την τακτική του εποικισμού. Τον Οκτώβριο του 1998 το Μνημόνιο που υπογράφτηκε στη Wye Plantation του Μέριλαντ, προέβλεπε την αποχώρηση του Ισραήλ από το 13% της Δυτικής Όχθης, την απελευθέρωση 750 Παλαιστινίων κρατουμένων και το άνοιγμα του αεροδρομίου της Γάζας, ενώ, ως αντάλλαγμα, οι Παλαιστίνιοι συμφώνησαν να ανακαλέσουν είκοσι έξι αντι-ισραηλινές ρήτρες από τον Χάρτη της PLO και να συλλάβουν κάποιους τρομοκράτες που καταζητούσε το Ισραήλ. Αλλά, αν και οι Παλαιστίνιοι απέκτησαν κάποιον έλεγχο στη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη και στη Λωρίδα της Γάζας, οι Ισραηλινοί επέκτειναν τον εποικισμό και γενικά αθέτησαν τις υποσχέσεις τους έναντι της άλλης πλευράς. Στο μεταξύ, η Παλαιστινιακή Αρχή και ο Αραφάτ παρήκμασαν και αποξενώθηκαν από τους Παλαιστινίους, οι οποίοι, όπως προανέφερα, κινήθηκαν προς τον πιο βίαιο ισλαμισμό.

Το πρόβλημα με την αμερικανική πολιτική στην ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση ήταν και παραμένει το ότι δεν παίζουν ρόλο αδιάφορου μεσολαβητή στην ειρηνευτική διαδικασία. Αν και η επίσημη θέση των ΗΠΑ ότι μια ειρηνευτική συμφωνία πρέπει να βασίζεται στα ψηφίσματα 242 (1967) και 338 (1973) του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (1973), τα οποία ζητούν από το Ισραήλ απόσυρση από «εδάφη που κατελήφθησαν» το 1967 σε αντάλλαγμα για εγγυήσεις ασφαλείας από τους γείτονές τους, όταν το 1988 οι Παλαιστίνιοι συμφώνησαν σε αυτά τα ψηφίσματα ως βάση για ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, οι Αμερικανοί άλλαξαν γνώμη. Στη συνέχεια, ο James Baker, υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου, παρότρυνε το Ισραήλ να εγκαταλείψει το «μη ρεαλιστικό όνειρο ενός μεγαλύτερου Ισραήλ», αλλά την ίδια στιγμή η Ουάσιγκτον δανειοδοτούσε Εβραίους μετανάστες από την ΕΣΣΔ ώστε να χτίσουν οικισμούς στη Δυτική Όχθη και στην ανατολική Ιερουσαλήμ. Γενικά, οι ΗΠΑ παραμέριζαν τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και η ασφάλεια του Ισραήλ έχει στοιχίσει μέχρι τώρα στους Αμερικανούς φορολογουμένους το υπερδιπλάσιο του ποσού που δαπανήθηκε για την ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης Ευρώπης μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η σοβιετική απειλή δεν μπορούσε πια να δικαιολογήσει τη στρατιωτική στήριξη στο Ισραήλ. Η απειλή του Ιράκ εξασθένησε μετά τον πόλεμο του Κόλπου και οι σχέσεις του Ισραήλ με την Αίγυπτο, την Ιορδανία και άλλα αραβικά έθνη είχαν εξομαλυνθεί από καιρό: ωστόσο, αν και το Ισραήλ εξελίχθηκε στη χώρα με το 16ο υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα στον κόσμο, συνέχισε να εισπράττει αμερικανική βοήθεια 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως. Πράγματι το Ισραήλ βρίσκεται σε αραβικό κλοιό και απειλείται από την τρομοκρατία και τις ριζοσπαστικές ισλαμικές οργανώσεις: όμως η άνευ όρων στήριξή του εκ μέρους των ΗΠΑ οξύνει τα αντιαμερικανικά αισθήματα των μουσουλμάνων σε όλο τον κόσμο ενισχύοντας εμμέσως τα κίνητρα της τρομοκρατίας. Μια αμερικανική πολιτική που θα προωθούσε τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους με συγκεκριμένα σύνορα θα σήμαινε οικονομική ανάπτυξη, εμπόριο, ειρήνη και σταθερότητα για τους πετρελαϊκούς πόρους και τις τιμές του πετρελαίου. Αλλά οι ΗΠΑ έκαναν και συνεχίζουν να κάνουν το αντίθετο υπονομεύοντας την ασφάλεια του Ισραήλ και τη δική τους. Σπεύδω να προσθέσω ότι, ακόμα κι αν δημιουργηθεί ένα κανονικό παλαιστινιακό κράτος, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι το Ισραήλ θα βρει την ησυχία του —αλλά, τουλάχιστον, θα έχει πράξει το σωστό.

Η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ και οι συνέπειές της

Η βρετανική στρατηγική του διαίρει και βασίλευε, την οποία στήριζε ο George Kennan το 1948 5 θα μπορούσε να είναι χρήσιμη για τις ΗΠΑ και για τη γενικότερη σταθερότητα αν αφορούσε τις χώρες από όπου ξεκινά η ισλαμιστική τρομοκρατία ―αλλά είναι επιβλαβής όταν απλώς διαιωνίζει το εθνικιστικό και θρησκευτικό μίσος εμποδίζοντας τις διευθετήσεις. Η αμερικανική πολιτική γίνεται ακόμα πιο συγκεχυμένη εφόσον διατηρεί εμπορικές σχέσεις με τους μεγαλύτερους εχθρούς του Ισραήλ στην περιοχή οι οποίοι είναι επίσης χρηματοδότες του ισλαμικού εισοδισμού και της τρομοκρατίας στη Δύση. Αποτέλεσμα αυτής της σύγχυσης ήταν η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003: αν και τα περί ύπαρξης όπλων μαζικής καταστροφής αποδείχτηκαν ψέματα, οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες είχαν χρηματοδοτήσει τα προγράμματα του Σαντάμ Χουσεΐν για χημικά, βιολογικά και πυρηνικά όπλα. Θέλω να πω ότι η πρόφαση της κυβέρνησης Μπους είχε κάποια βάση εφόσον στο παρελθόν είχε βοηθήσει τον Χουσεΐν. Εξάλλου, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, δεδομένων των αμερικανικών εξαγωγών όπλων στις χώρες της Μέσης Ανατολής, οι ΗΠΑ, από ένα χρονικό σημείο και μετά, είχαν συμφέρον να διαιωνίζεται η ένταση και να δημιουργούνται επιμέρους σημεία ανάφλεξης που να καθιστούν αναγκαίο τον εξοπλισμό όλων των μερών. Αλλά και πάλι, υπάρχει ένα στοιχείο αυτοκαταστροφικότητας: οι κυρώσεις και το εμπάργκο που επέβαλαν οι ΗΠΑ στο Ιράκ έπληξαν την οικονομική δυνατότητα του άμαχου πληθυσμού και η εξαθλίωση όξυνε το αντιαμερικανικό αίσθημα τόσο στο εσωτερικό του Ιράκ όσο και σε ολόκληρο τον ισλαμικό κόσμο.

To χειρότερο που έκαναν οι ΗΠΑ στο Ιράκ, και το οποίο μοιάζει με ό,τι έκαναν στο Αφγανιστάν στη δεκαετία του 1980, ήταν η καταστροφή του κόμματος Μπάαθ, ενός είδους «κέντρου» για τα ιρακινά δεδομένα. Το χάσμα που άφησε το Μπάαθ κατέλαβαν σεχταριστικές εθνοτικές ομάδες, ενώ οξύνθηκαν οι εσωτερικές διαιρέσεις μεταξύ Κούρδων και Αράβων και μεταξύ σιιτών και σουνιτών. Με λίγα λόγια, η αποδόμηση του ιρακινού κράτους στέρησε από το Ιράκ τον συλλογικό σκοπό και τη συλλογική ταυτότητα, ευνόησε τους ισλαμιστές και, παρεμπιπτόντως, η παρουσία των αμερικανικών δυνάμεων, αντί να εξασθενήσει το γειτονικό Ιράν, το ενίσχυσε: η άνοδος των σιιτών στο Ιράκ σημαίνει αύξηση της επιρροής του Ιράν, ενώ η άνοδος των τιμών του πετρελαίου που συνόδευε τον πόλεμο έδωσε στην Τεχεράνη καινούργια αυτοπεποίθηση. Οι ΗΠΑ έχουν αναγάγει τις πυρηνικές δυνατότητες του Ιράν διεθνές πρόβλημα, αλλά η απειλή που νιώθει το Ιράν από τις εισβολές των ΗΠΑ στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν είναι βασικός παράγοντας για μαχητικά αντιδυτικές κυβερνήσεις εις βάρος πιο μετριοπαθών μεταρρυθμιστών.

Αν και η στρατηγική περιορισμού μέσω οικονομικών κυρώσεων φαίνεται αποδοτικό μέσο για το στρίμωγμα καθεστώτων εν αναμονή της τελικής τους κατάρρευσης, οδηγεί σε επικίνδυνη αστάθεια εφόσον δεν γίνεται σεβαστή η αρχή της εξισορρόπησης ισχύος και δεν λαμβάνεται υπόψη η φύση των κοινωνιών ή το πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργεί η πολιτική. Η αμερικανική πολιτική του διπλού περιορισμού Ιράκ και Ιράν μείωσε το εύρος των αμερικανικών αγορών (εκτός των όπλων) και δυσκόλεψε την πρόσβαση στο πετρέλαιο σε λογικές τιμές χωρίς να εξασφαλίσει καμιά ειλικρινή συμμαχία για τις ΗΠΑ: για παράδειγμα, η Αίγυπτος που δέχεται αμερικανική στρατιωτική βοήθεια ήδη από τη συμφωνία του Καμπ Ντέιβιντ το 1978, βρίσκεται στον αστερισμό των Αδελφών Μουσουλμάνων, μια από τις ισχυρότερες εξισλαμιστικές και αντιαμερικανικές δυνάμεις στον κόσμο. Παραλλήλως, αυτές οι συμμαχίες με αυταρχικά καθεστώτα καταδεικνύουν τα διπλά πρότυπα των ΗΠΑ: οι Αμερικανοί επιτίθενται στο αντιαμερικανικό και αντιακαπιταλιστικό καθεστώς της Βενεζουέλας αλλά δεν φαίνεται να έχουν πρόβλημα με τους ισλαμιστές της Αιγύπτου, της Σαουδικής Αραβίας ή του Κατάρ. Παραλλήλως, όσο στρατιωτικοποιείται η Μέση Ανατολή, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους γίνονται λιγότερο ασφαλείς: η ισλαμική τρομοκρατία είναι μια μέθοδος πίεσης στις ΗΠΑ εναντίον του Ισραήλ καθώς και μια έκφραση αραβικού εθνικισμού έναντι των «συμμαχιών» τις οποίες μεγάλα τμήματα των μουσουλμανικών πληθυσμών εκλαμβάνουν ως υποτέλεια. Από την πλευρά τους, οι ΗΠΑ δεν δίνουν δεκάρα για το αν τα καθεστώτα είναι αυταρχικά: προτιμούν να συνεργάζονται με μια ηγεμονική οικογένεια ή κλίκα παρά με δημοκρατικές κυβερνήσεις οι οποίες αισθάνονται υποχρεωμένες να παίρνουν υπόψη την κοινή γνώμη.

Ο ισλαμικός φονταμενταλισμός

Ο ισλαμικός φονταμενταλισμός είναι κυρίαρχη δύναμη στη σημερινή και μελλοντική Μέση Ανατολή και θα υπονομεύσει κάθε αραβική κυβέρνηση που θα προσπαθήσει να εξισορροπήσει τις ισλαμικές θρησκευτικές πεποιθήσεις με τη δημοκρατική πρακτική. Μια άλλη προοπτική του ισλαμισμού και του αντιαμερικανισμού είναι ότι το μίσος για την Αμερική χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει πολλά δεινά της Μέσης Ανατολής αποτρέποντας τους μουσουλμάνους από το να ασχολούνται σοβαρά με τα εσωτερικά τους προβλήματα: ο αντιαμερικανισμός προσφέρει φτηνές ερμηνείες και απαλλάσσει από τις εθνικές ευθύνες. Οι ισλαμιστές βλέπουν επίσης τους Άραβες και τους μουσουλμάνους ως θύματα του δυτικού χριστιανισμού, συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών σταυροφοριών, της ανακατάληψης των αραβικών εδαφών στην Ισπανία (με την, κατά τη γνώμη τους, αδίστακτη πολιτική απο-ισλαμοποίησης), των αποικιοκρατικών κινημάτων του 19ου και του 20ού αιώνα, της δραστηριότητας των χριστιανών ιεραποστόλων και της εξαναγκαστικής κοσμικότητας στις μουσουλμανικές «δημοκρατίες» της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Οι ισλαμιστές διατυπώνουν επίσης την ιδέα ότι επί πέντε δεκαετίες ο σιωνισμός ήταν ένα κίνημα που υποστήριζαν οι χριστιανοί με σκοπό την εξάλειψη του Ισλάμ από τους ιερούς τόπους. Η ασυμφωνία μεταξύ των δεδηλωμένων αξιών των ΗΠΑ και των ενεργειών τους —το Ισραήλ μπορεί να δείχνει επιθετικότητα ατιμωρητί, αλλά όταν το Ιράκ εισβάλλει στο Κουβέιτ τιμωρείται σκληρά— εξαγριώνει τον ισλαμικό κόσμο που αναρωτιέται γιατί ο Σαντάμ έπρεπε να εφαρμόσει τα ψηφίσματα του ΟΗΕ όταν το Ισραήλ τα παρακάμπτει όλα εκτός από εκείνο που το αναγνωρίζει ως κράτος; Γιατί η κυβέρνηση Μπους κατηγόρησε τον Σαντάμ ότι δεν σέβεται τα διεθνή σύνορα όταν το Ισραήλ κατέχει, για σχεδόν μισόν αιώνα, εδάφη που προορίζονται για Παλαιστίνιους, για Σύριους και Λιβανέζους; Γιατί ο Τζορτζ Μπους χρησιμοποίησε ως δικαιολογία για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον του Ιράκ την αυτοδιάθεση του Κουβέιτ όταν οι ΗΠΑ αρνούνται να αναγνωρίσουν το δικαίωμα των Παλαιστινίων στην αυτοδιάθεση; Εδώ βεβαίως μπαίνει το πρόβλημα των υπερβολικών διεκδικήσεων των Παλαιστινίων, οι οποίοι, εκτός από τις ιστορικές εδαφικές απαιτήσεις, προβάλλουν τώρα και απαιτήσεις με πρακτικό χαρακτήρα: δεν τους αρκεί ο ζωτικός χώρος· η Λωρίδα της Γάζας μοιάζει να ανοίγει στις ραφές· ο πληθυσμός ξεχειλίζει. Πάντως, γενικά μιλώντας, δεν είναι η πολιτική των ΗΠΑ που ευθύνεται για την επιδείνωση του κλίματος στη Μέση Ανατολή: το πρόβλημα είναι εγγενές στην περιοχή και στην κυρίαρχη θρησκεία· ανέκαθεν οι μουσουλμάνοι διαμαρτύρονταν για τον συνδυασμό της χριστιανικής αλαζονείας και της εβραϊκής αυθάδειας. Στον εγγενή χαρακτήρα του προβλήματος εντάσσεται η τεράστια διαφορά ανάμεσα στις πετρελαιοπαραγωγικές και στις φτωχές χώρες της περιοχής: αν και ολόκληρη η Μέση Ανατολή έχει ανάγκη από επαναστατική πολιτική ρυθμίσεων και μεταρρυθμίσεων με σκοπό την καλύτερη κατανομή των εθνικών πόρων και λιγότερο διεφθαρμένες κυβερνήσεις, η εν λόγω ανισορροπία μαζί με την cold case της ισραηλινο-παλαιστινιακής διένεξης, εμποδίζουν τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα που χρειάζονται οι ΗΠΑ για να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους. Αν και αυτά τα συμφέροντα εξυπηρετούνται καλύτερα όταν οι ΗΠΑ κερδίζουν τις καρδιές και τα μυαλά των ανθρώπων, είναι πολύ αργά για να συμβεί κάτι τέτοιο στη Μέση Ανατολή. Ιδιαίτερα όταν οι ΗΠΑ αποτυγχάνουν να κατανοήσουν κινήματα όπως η Αραβική Άνοιξη την οποία βιάστηκαν να αποθεώσουν, ενώ φαινόταν ότι θα εξελιχθεί σε ισλαμιστικό κίνημα.

Το ισλαμιστικό κίνημα της Μέσης Ανατολής έχει πλοκάμια παντού στον κόσμο: οι σουνίτες και οι σιίτες τρέφουν μίσος οι μεν για τους δε, αλλά προπάντων τρέφουν μίσος για τις ΗΠΑ και το Ισραήλ ―ο αντι-αμερικανισμός τούς ενώνει. Εξάλλου, μια από τις συνέπειες του πολέμου στο Ιράκ ήταν η δημιουργία αυτού που οι φιλοδυτικοί σουνίτες ηγέτες («φιλοδυτικοί» υπό την έννοια ότι ενδιαφέρονται για τη διατήρηση ενός εμπορικού status-quo με τις ΗΠΑ) ονόμασαν «σιιτικό άξονα», τη συνεργασία του σιιτικού Ιράν και της Χεζμπολάχ. Από το 2001, οι μουσουλμάνοι τρομοκράτες ενεργούν με έμπνευση τα παράπονα για την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ και για την «ισλαμοφοβία» στη Δύση, όπως νωρίτερα ενεργούσαν με έμπνευση την κατοχή της Παλαιστίνης και την αμερικανική παρουσία στο Αφγανιστάν. Η εισβολή στο Ιράκ έδωσε στην Αλ Κάιντα το καλύτερο προπαγανδιστικό εργαλείο και τις μεγαλύτερες δυνατότητες στρατολόγησης που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, ενώ αποξένωσε  ακόμα περισσότερο frenemies όπως η Τουρκία, η Ιορδανία, η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία. Όσο για την πρόσφατη επίθεση της Χαμάς, ίσως να ήταν αιφνιδιαστική η ημέρα και η ώρα όπου συνέβη, αλλά η στρατηγική και η τακτική της ήταν γνωστή και αναμενόμενη: το ότι οι ισραηλινές υπηρεσίες πληροφοριών δεν μπόρεσαν να πείσουν την κυβέρνηση Νετανιάχου για όσα έμελλε να συμβούν, θυμίζει, αναπόφευκτα, την υπόθεση 9/11. Παρότι οι Ισραηλινοί κραδαίνουν την ταυτότητα του ιστορικού θύματος όπως οι Παλαιστίνιοι, εκδηλώνουν ταυτοχρόνως ηγεμονικές ιδιότητες: αλαζονεία, έλλειψη σεβασμού στους εχθρούς, υποτίμηση των κινδύνων —όλα εκείνα τα επιβλαβή χαρακτηριστικά που προκύπτουν από την κατάχρηση του εβραϊκού εξαιρετισμού.

***

1. Bλ. Norman D. Palmer, ‘’United States Policy In the Middle East’’, Pakistan Institute of International Affairs, Vol. 10, No. 1 (Mάρτιος, 1957), pp. 12-26.

2. Σήμερα, η ισραηλινή ηγεσία χαρακτηρίζει τις Συμφωνίες του Όσλο «γκάφα». Βλ. besacenter.org/the-oslo-disaster-30-years-on

3. Βλ. dw.com/el/πόλεμος-για-το-νερό-στην-κοιλάδα-του-ιορδάνη

4. Ο Γιτζάκ Ράμπιν διετέλεσε πρωθυπουργός του Ισραήλ από το 1974 έως το 1977 και από το 1992 μέχρι τη δολοφονία του. Το 1994 μοιράστηκε το Νόμπελ Ειρήνης με τους Σιμόν Πέρες και Γιάσερ Αραφάτ. Δολοφόνος του ήταν ο Γιγκάλ Αμίρ, ο οποίος ήταν αντίθετος στις συμφωνίες του Όσλο που είχε υπογράψει ο Ράμπιν.

5. Βλ. Kennan, George F. (1954), Realities of American Foreign Policy, Princeton: Princeton University Press.

Δειτε περισσοτερα