Μνημείο του Ουάσινγκτον
Κοσμος

Αμερικανικός επαρχιωτισμός και αμερικανικός εξαιρετισμός - Ανάλυση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής

Το τρίτο μέρος μια σειράς άρθρων που διατρέχουν ολόκληρο τον 20ό αιώνα και τις δύο δεκαετίες του 21ου
Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
15’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Σώτη Τριανταφύλλου με μια σειρά αναλύσεων για τις ΗΠΑ, για τις πτυχές και τις κρυφές σελίδες της εξωτερικής τους πολιτικής - 3ο μέρος: Αμερικανικός επαρχιωτισμός και αμερικανικός εξαιρετισμός.

Διαβάστε το πρώτο μέρος «Αμερικανική Γεωγραφία» ΕΔΩ
Διαβάστε το δεύτερο μέρος «Υπάρχει αμερικανική ψυχή;» ΕΔΩ


«Οι ιδέες του αμερικανικού εξαιρετισμού μάς απομάκρυναν από την ευρύτερη κατανόηση του εαυτού μας και της θέσης μας στον κόσμο ως έθνος ανάμεσα σε άλλη έθνη, ως λαό ανάμεσα σε άλλους λαούς. Αυτές οι ιδέες δημιουργούν έναν παράξενο συνδυασμό επαρχιωτισμού και αλαζονείας». - Thomas Bender, A Nation Among Nations, 2006

Ο επαρχιωτισμός εμφανίζεται συνήθως ως στάση υποτέλειας ή καθυστέρησης σε μια εξωτερικά επιβαλλόμενη ιεραρχία πολιτισμικών αξιών. Δεν είναι απλώς το προϊόν μιας αποικιοκρατικής ιστορίας, ούτε συνάρτηση της γεωγραφικής θέσης. Η επαρχιωτική νοοτροπία μπορεί να χαρακτηρίζει τόσο τους ανθρώπους των μητροπόλεων όσο και εκείνους της ενδοχώρας ― αν και συνήθως σε διαφορετικό βαθμό. Πρόκειται για μια κατάσταση που αποτελεί μέρος της αμερικανικής νοοτροπίας και ιστορίας: οι αποτυχίες της εξωτερικής πολιτικής, οι υπερβολές και οι παρεκκλίσεις της οφείλονται εν πολλοίς στην εστίαση σε επιμέρους σημεία ενός ζητήματος και όχι στην εξέταση του ευρύτερου πλαισίου. Την αμερικανική κοινωνία χαρακτηρίζει διανοητική στενότητα, μια μορφή νησιωτικής πρόσληψης του κόσμου που προέρχεται από την ιδέα της ενορίας: το «esprit de clocher», πέρα από την πουριτανική του καταγωγή, ενισχύεται από τον φεντεραλισμό, από την τοπικότητα των διοικήσεων και από το ίδιο το μέγεθος της χώρας που δίνει την εντύπωση ολόκληρου κόσμου ―αλλά δεν είναι. Η τοπική κλίμακα ―η πολιτειακή, εκείνη της κομητείας, της πόλης κτλ― οδηγεί σε μια συγκεκριμένη οπτική γωνία που αφήνει μικρό περιθώριο θέασης του ευρύτερου εξωτερικού και συνεπάγεται πενιχρό ενδιαφέρον και γνώση για την καθολική κλίμακα: σύμφωνα με έρευνα του 2019 που δημοσιεύτηκε στο Forbes, 11% των Αμερικανών δεν έχουν βγει ποτέ από την πολιτεία στην οποία γεννήθηκαν· 54% δεν έχουν επισκεφτεί πάνω από δέκα πολιτείες· 13% δεν έχουν μπει ποτέ σε αεροπλάνο.

Το αμερικανικό διοικητικό σχήμα και η αμερικανική πολιτική και πολιτιστική παράδοση ευνοούν τη subsidiarity, την οργανωτική αρχή σύμφωνα με την οποία τα ζητήματα πρέπει να διεκπεραιώνονται από τη μικρότερη, τη χαμηλότερη ή τη λιγότερο κεντρική αρμόδια εξουσία. Η κεντρική αρχή, διακυβέρνηση και εξουσία έχει επικουρική λειτουργία, εκτελώντας μόνο εκείνα τα καθήκοντα που δεν μπορούν να εκτελεστούν αποτελεσματικά σε άμεσο ή τοπικό επίπεδο. Κάπως έτσι αναδύεται και επιζεί το ενοριακό πνεύμα που εμποτίζει τους πολιτικούς θεσμούς, τον πολιτισμό, την οικονομία και τη θέαση του εξωτερικού κόσμου: ένα από τα αμερικανικά δίπολα είναι αυτή η διαλεκτική επαρχιωτισμού και κοσμοπολιτισμού που αντανακλάται στην εξωτερική πολιτική με το παραπλανητικό δίλημμα απομονωτισμός-επεμβατισμός.

Ο αμερικανικός επαρχιωτισμός είναι ένας τρόπος σκέψης και μια στάση που οφείλεται σε όλα τα ιστορικά στοιχεία που ανέφερα ―τον πρώτο αποικισμό, τον πουριτανισμό, την Κατάκτηση της Δύσης και τις ιδιαιτερότητες της αμερικανικής κοινωνικής οργάνωσης και δημοκρατίας― τα οποία κατέληξαν σ’ αυτή τη γενικευμένη στάση του τοπικισμού. Ο τοπικισμός, τόσο ως ιδέα τοπικής υπερηφάνειας, όσο και ως διοικητική αντίληψη (sectionalism) που συνδέεται με τις ξεχωριστές πολιτείες προκύπτει από περιορισμένο ορίζοντα και συνεπάγεται προεπιστημονικές πεποιθήσεις, δυσπιστία έναντι των «κοσμοπολιτών» διανοουμένων, τάση για ομαδική σκέψη και κομφορμισμό. Όλα αυτά συνενώνονται σ’ εκείνο το σύνολο των πατριωτικών αξιών που ονομάζουμε αμερικανισμό.

Ο αμερικανισμός είχε και έχει στόχο, στον βαθμό που αυτό είναι δυνατό σήμερα, τη δημιουργία μιας συλλογικής αμερικανικής ταυτότητας η οποία, όπως προσπάθησα να δείξω στο προηγούμενο άρθρο, είναι κατατεμαχισμένη σε φυλετικές και ιδεολογικές μειονότητες. Θεωρητικά, ο αμερικανισμός μπορεί να οριστεί ως την άρθρωση της θέσης του έθνους στον κόσμο, με ένα σύνολο παραδόσεων, μια πολιτική γλώσσα και ένα πολιτιστικό ύφος εμποτισμένο με πολιτικό νόημα. Σύμφωνα με την Aμερικανική Λεγεώνα, μια οργάνωση βετεράνων των ΗΠΑ, ο αμερικανισμός είναι η αφοσίωση στη σημαία, στις παραδόσεις, στα έθιμα, στον πολιτισμό, στα σύμβολα, τους θεσμούς και στη μορφή της διακυβέρνησης· σύμφωνα με τα λόγια του Θίοντορ Ρούσβελτ, «ο αμερικανισμός είναι ζήτημα πνεύματος, πεποίθησης και σκοπού, όχι θρησκεύματος ή καταγωγής».

Αν και σήμερα ο αμερικανισμός έχει αποκτήσει διφορούμενη έννοια αναλόγως ποια πολιτική παράταξη τον επικαλείται, τόσο η δεξιά όσο και η αριστερά συμφωνούν ότι οι ΗΠΑ είναι, θεωρητικά τουλάχιστον, ένα «άσυλο για την ανθρωπότητα» 1. Συμφωνούν επίσης στην ανάδειξη πολιτιστικών εικόνων από την αστερόεσσα μέχρι τη μηλόπιτα και το μπέιζμπολ, τα μπλουτζίν και την Κόκα Κόλα· αλλά, προπάντων στην υπεράσπιση των αμερικανικών πολιτικών ιδεωδών: αυτοδιοίκηση, ισονομία, ελευθερία του λόγου, πίστη στην πρόοδο και στην ατομική και συλλογική «προκοπή». Η δημιουργία του αμερικανισμού ήταν απαραίτητη για την οικοδόμηση του έθνους, αλλά σήμερα, οι δημογραφικές αλλαγές και η παρουσία μεγάλων εξω-ευρωπαϊκών πληθυσμών, έχουν σχετικοποιήσει το περιεχόμενό του. Η ιδέα του αμερικανισμού έχει αλλάξει από την εποχή της Αμερικανικής Επανάστασης: κατά τη διάρκεια της προπολεμικής περιόδου, στις δεκαετίες του 1830, 1840 και 1850, απέκτησε περιοριστικό πολιτικό νόημα λόγω του νατιβιστικού ηθικού πανικού που οφειλόταν στην αύξηση της παρουσίας των Καθολικών, και αργότερα από το τέλος του Εμφυλίου μέχρι το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, λόγω του νατιβιστικού ηθικού πανικού που οφειλόταν στην αύξηση της παρουσίας των Ασιατών. Αν και γενικά ο αμερικανισμός σήμαινε «the American way» ―ατομική ελευθερία, δημοκρατία και επιδίωξη της ευτυχίας― οι πολιτικές ιδεολογίες αποίκισαν τον όρο: η αμερικανική αριστερά ταυτίζει τον αμερικανισμό με την πολυπολιτισμικότητα, τον πολιτιστικό σχετικισμό, τον περιβαλλοντισμό και την ευημερία —με άλλα λόγια, με την προοδευτικότητα― ενώ η δεξιά τον ταυτίζει με τον χριστιανισμό, την παράδοση, τις οικογενειακές αξίες και τα κοινοτικά πρότυπα· κοντολογίς, με τον κοινωνικό συντηρητισμό. Οι liberals έχουν την τάση να υποτιμούν την εξαιρετικότητα, ανοιχτά όταν τολμούν, πιο διακριτικά όταν φοβούνται τις αντιδράσεις. Θα προτιμούσαν οι Αμερικανοί να θεωρούν τη χώρα τους πιο «συνηθισμένη», ομότιμη με τις προηγμένες δημοκρατίες στον κόσμο· να μην τη διαφημίζουν ως υπερδύναμη στις εξωτερικές υποθέσεις ―για το καλό όλων. Οι liberals πιστεύουν ότι η εξωτερική πολιτική θα ήταν πιο αποτελεσματική αν οι Αμερικανοί ήταν λιγότερο πεπεισμένοι για τις μοναδικές τους αρετές και λιγότερο πρόθυμοι να τις διακηρύξουν. Από την άλλη πλευρά, οι συντηρητικοί συσπειρώνονται με πάθος γύρω από την εξαιρετικότητα: στις εξωτερικές υποθέσεις προσκολλώνται στην ιδέα του ξεχωριστού έθνους και διαφωνούν με την ιδέα ότι οι ΗΠΑ πρέπει να συμμορφώνονται με τις επιταγές της διεθνούς κοινότητας. Αντιθέτως, ως κορυφαία παγκόσμια δύναμη, υπόκεινται αναγκαστικά και δικαίως σε διαφορετικούς κανόνες από άλλα έθνη. Ή σε καθόλου κανόνες.

Καμιά από αυτές τις αξίες, δεν είναι μοναδικά αμερικανική: όλες έχουν ευδιάκριτη ευρωπαϊκή προέλευση την αναγνώριση της οποίας εμποδίζει ο αμερικανικός επαρχιωτισμός. Ο επαρχιωτισμός έχει θεωρητικά κάποια συνεκτική δύναμη εφόσον ενώνει τους Αμερικανούς σε μια πελώρια «ενορία», αλλά, με την αυξανόμενη δημογραφική ποικιλομορφία, η πολιτική θρησκεία (civil religion), η οιονεί θρησκευτική πίστη με ιερά σύμβολα που προέρχονται από την εθνική ιστορία, δεν έχει πια κανένα νόημα, ιδιαίτερα στους πληθυσμούς με εξω-ευρωπαϊκή καταγωγή.

Το 1934, ο John Dewey μιλούσε για «κοινή πίστη»· το 1951 ο Robin Murphy Williams περιέγραφε στο American Society: A Sociological Interpretation μια «κοινή θρησκεία»· ο δε William Lloyd Warner ανέλυε την κοινή «συμβολική ζωή των Αμερικανών», εφαρμόζοντας τον βρετανικό λειτουργισμό και με αντικείμενο μελέτης μερικές αμερικανικές κοινότητητες στο Σικάγο, στη Νέα Αγγλία και στον Νότο: το 1953, εξέτασε τους εορτασμούς της Ημέρας Μνήμης (που μέχρι το 1970 είχε οριστεί ως η 30ή Μαΐου: σήμερα είναι η τελευταία Δευτέρα του Μαΐου) ως εκδήλωση αυτής της κοινής πολιτικής θρησκείας. Μέχρι τις μεγάλες κοινωνικές αμφισβητήσεις της δεκαετίας του 1960 ήταν κοινή πεποίθηση ότι υπήρχε ένας αμερικανικός τρόπος ζωής όπως τον όριζε το 1955 ο Will Herberg στο Protestant, Catholic, Jew: an Essay in American religious sociology, όπου ισχυριζόταν ότι «Ο αμερικανικός τρόπος ζωής είναι ατομικιστικός, δυναμικός και πραγματιστικός. Επιβεβαιώνει την υπέρτατη αξία και αξιοπρέπεια του ατόμου. Τονίζει την αδιάκοπη δραστηριότητα από την πλευρά του, γιατί δεν πρέπει ποτέ να ξεκουραστεί, αλλά πρέπει πάντα να προσπαθεί να ’’προχωρήσει’’. Ορίζει μια ηθική αυτοδυναμίας, αξίας και χαρακτήρα, και κρίνει με βάση τα επιτεύγματα: ’’οι πράξεις, όχι τα πιστεύω’’ είναι αυτά που μετρούν. Ο ’’Αμερικανικός Τρόπος Ζωής’’ είναι ανθρωπιστικός, κοιτάζει ’’προς το μέλλον’’, εμπνέεται από αισιοδοξία. Οι Αμερικανοί είναι ο πιο γενναιόδωρος και φιλάνθρωπος λαός στον κόσμο, όσον αφορά την πρόθυμη και αδιάλειπτη απόκρισή τους στα βάσανα οπουδήποτε στον πλανήτη. Πιστεύουν στην πρόοδο, στην αυτοβελτίωση και αρκετά φανατικά στην εκπαίδευση. Πάνω από όλα όμως, είναι ιδεαλιστές. Όμως, δεν μπορούν να συνεχίσουν να κερδίζουν χρήματα ή να κατακτούν την παγκόσμια επιτυχία απλώς και μόνο με τα δικά τους πλεονεκτήματα. Τέτοια "υλιστικά" πράγματα πρέπει, στο αμερικανικό μυαλό, να δικαιολογούνται με "υψηλότερους" όρους, με όρους "υπηρεσίας" ή "διαχείρισης" ή "γενικής ευημερίας”[…] Και επειδή είναι τόσο ιδεαλιστές, οι Αμερικανοί τείνουν να είναι ηθικολόγοι· έχουν την τάση να βλέπουν όλα τα ζητήματα απλά και ξεκάθαρα· βλέπουν τα ζητήματα ηθικής είτε άσπρα είτε μαύρα». Με αυτή την περιγραφή του αμερικανικού τρόπου ζωής, ο Herberg εξηγούσε το πώς ο αμερικανικός εξαιρετισμός επηρεάζει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Καθώς το αμερικανικό έθνος βασίστηκε σε ένα δόγμα και απέκτησε «ψυχή εκκλησίας» ―όπως έγραφε ο G. K. Chesterton ― δημιούργησε δύο θεμελιώδεις ιδιότητες: την πολιτική θρησκεία (civil religion), που εκφράζεται με ποικίλους τρόπους και συνθήματα ―«Ο Θεός ευλογεί την Αμερική», «Ιn God We Trust»― και την πίστη στη δημοκρατία, μολονότι με τον όρο «δημοκρατία» διαφορετικές κοινωνικές ομάδες εννοούν διαφορετικά πράγματα. Αυτό που συγκροτεί τον αμερικανικό επαρχιωτισμό και εξαιρετισμό είναι ότι οι Αμερικανοί δεν γνωρίζουν, ή δεν αναγνωρίζουν, ότι οι πολιτικοί τους θεσμοί απορρέουν από τους ευρωπαϊκούς, κι ότι «δημοκρατία» υπάρχει κι αλλού εκτός των ΗΠΑ. Η άγνοιά τους για τον κόσμο η οποία ενισχύεται από τον εθνικισμό και τη θρησκευτικότητα, τους οδηγεί στο αυτάρεσκο συμπέρασμα ότι οι υπόλοιπες δημοκρατικές κοινωνίες είναι στην πραγματικότητα ολοκληρωτικές ―άλλοτε σοσιαλιστικές, άλλοτε προσωποπαγείς δικτατορικές― και ότι η ανεξιθρησκία τους είναι μεταμφιεσμένη αθεΐα. Mαθαίνουν από τη σχολική εκπαίδευση και από τα ΜΜΕ ότι οι Αμερικανοί επινόησαν τα «φυσικά, εκ γενετής, ανθρώπινα δικαιώματα» κι ότι στον υπόλοιπο κόσμο επικρατούν ακόμα τα αριστοκρατικά ιδεώδη: ακριβώς λόγω της γεωγραφικής τους θέσης που δημιουργεί «απομονωτισμό» οι ΗΠΑ διατηρούν την παράλογη πεποίθηση ότι η Ευρώπη είναι «πίσω» ως προς το πολίτευμα, την τεχνολογία, το βιοτικό επίπεδο ―και όπου πιθανώς είναι «μπροστά» αυτό το «μπροστά» σημαίνει έκλυση των ηθών, Σόδομα και Γόμορρα.

Ημέρα Μνήμης στις Ηνωμένες Πολιτείες
© Brett Sayles / Pexels

© Brett Sayles / Pexels

Είναι το αίσθημα του εξαιρετισμού δικαιολογημένο ή πρόκειται για μύθο; Η απάντηση είναι ναι ―και στα δύο. Όπως έχουμε δει στα προηγούμενα άρθρα, υπάρχουν πολλά «εξαιρετικά» στοιχεία στη δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών. Για παράδειγμα, πέραν της προφανούς πολυεθνοτικής καταγωγής των Αμερικανών, η Αμερικανική Επανάσταση είναι πηγή μιας αστικής θρησκείας που δεν συναντάμε αλλού στον κόσμο: παρότι, λόγου χάρη, η ελληνική επανάσταση του 1821 συνδέθηκε με τη θρησκεία και στον εθνικό ύμνο α κόκαλα των Ελλήνων χαρακτηρίζονται «ιερά», δεν πρόκειται για την ίδια ιερότητα. Οι Έλληνες εξεγέρθηκαν εναντίον των Οθωμανών μουσουλμάνων, κράδαιναν τη διαφορά τους ως προς τις ρίζες και το θρήσκευμα· αντιθέτως, η Αμερικανική Επανάσταση κράδαινε τη διαφορά της ως προς το πολίτευμα. Και παρ’ όλ’ αυτά, ενείχε θρησκευτικές ιδιότητες: ένας ηγέτης που έμοιαζε με τον Μωυσή στο πρόσωπο του Τζορτζ Ουάσιγκτον· προφήτες όπως ο Τόμας Τζέφερσον και ο Τόμας Πέιν· απόστολοι όπως ο Τζον Άνταμς και ο Μπέντζαμιν Φράνκλιν· μάρτυρες όπως εκείνοι στη σφαγή της Βοστόνης το 1770 και όπως ο Nathan Hale· διάβολοι όπως ο Μπένεντικτ Άρνολντ και οι μισθοφόροι Εσσαίοι· ιεροί χώροι όπως η Αίθουσα Ανεξαρτησίας και το πεδίο μάχης Valley Forge στην Πενσυλβάνια· τελετουργίες όπως η ανύψωση του Στύλου της Ελευθερίας· σύμβολα όπως η σημαία Betsy Ross με τα 13 αστέρια· ημι-θρησκευτικές γιορτές όπως η Ημέρα της Ανεξαρτησίας· και η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας και το Σύνταγμα που θεωρούνται απόρροια της Αγίας Γραφής.

Ο καθαγιασμός των ιδρυτικών αμερικανικών κειμένων κατέληξε στην ανάδειξη ηγετών σε σχεδόν θρησκευτικούς ρόλους ―τόσο σε εθνικό επίπεδο, όπως ο εθνικός προφήτης Αβραάμ Λίνκολν, όπως ο πάστορας του έθνους Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, όπως οι αρχιερείς της πολιτικής θρησκείας Ρόναλντ Ρέιγκαν και Τζορτζ Γ. Μπους― όσο και σε τοπικό επίπεδο όπως οι περισσότεροι Αφροαμερικανοί αγωνιστές, από τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ μέχρι τον Jesse James και τον Αl Sharpton. Αν και σήμερα οι ΗΠΑ εμφανίζουν εικόνα μη ενιαίας κοινωνίας, θεωρητικά ο πρόεδρος αξιολογεί τις ενέργειες του έθνους σε σχέση με υπερβατικές αξίες και καλεί τους ανθρώπους να κάνουν θυσίες σε περιόδους κρίσης και να μετανοήσουν για τις αμαρτίες τους όταν η συμπεριφορά τους υπολείπεται των εθνικών ιδανικών. Ως εθνικός εφημέριος, παρέχει πνευματική έμπνευση στους ανθρώπους επιβεβαιώνοντας τις αμερικανικές βασικές αξίες, προτρέποντάς τους να τις οικειοποιηθούν και παρηγορώντας τους για τα δεινά τους. Στον ιερατικό ρόλο, ο πρόεδρος καθιστά την ίδια την Αμερική το απόλυτο σημείο αναφοράς. Οδηγεί τους πολίτες στην επιβεβαίωση και τον εορτασμό του έθνους και τους υπενθυμίζει την εθνική αποστολή, ενώ ταυτοχρόνως δοξάζει και υμνεί το πολιτικό του ποίμνιο. Όλα αυτά συνέβησαν στην Ευρώπη αν ―επί Ντε Γκολ, επί Τσόρτσιλ, Στάλιν και Χίτλερ― και μπορούν να ξανασυμβούν σε περίπτωση γενικευμένου πολέμου ή εθνικής καταστροφής, αλλά είναι σχεδόν αδύνατο Ευρωπαίοι ηγέτες να επικαλεστούν τον Παντοδύναμο στον 21ο αιώνα. Ως προς αυτό, οι ΗΠΑ είναι «εξαιρετικές», αν και η επίκληση του Θεού συνοδεύεται από διαφορετικά οράματα για την Αμερική και για τον κόσμο. Για παράδειγμα, οι ομιλίες του Μπιλ Κλίντον ενσωμάτωναν θρησκευτική ορολογία που υποδήλωνε τον ρόλο του πάστορα, αλλά με μια οικουμενιστική προοπτική, για το καλό μιας παγκόσμιας κοινότητας πολιτικής πίστης.

Παρότι η αμερικανική πολιτική θρησκεία χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει και να εμψυχώσει την εξωτερική πολιτική, η «κοινή πίστη» την οποία ανέλυε ο John Dewey το 1934 πρέπει να θεωρείται σε αποδρομή. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει πια «αμερικανικός τρόπος ζωής» ―υπάρχει· συνίσταται όμως στη γενικά αποδεκτή έννοια της αμερικανικής εξαιρετικότητας έναντι του υπόλοιπου κόσμου και λιγότερο στην πίστη ενός μοναδικού εθνικού πολιτισμού ή ενός αμερικανικού ονείρου. Αν και ιδέα του «πάω μπροστά» παραμένει στη βάση του αμερικανικού ονείρου ευημερίας μέσω της σκληρής δουλειάς, έχει ατονήσει μαζί με την ηθικιστική δικαιολόγηση του πλούτου. Οι ανισότητες στο εσωτερικό των ΗΠΑ δεν αυξάνονται· μειώνεται η ανοχή έναντι αυτών.

Ο Aλεξίς ντε Τοκβίλ πίστευε ότι ο χριστιανισμός ήταν η πηγή των βασικών αρχών της φιλελεύθερης δημοκρατίας και η μοναδική θρησκεία που μπορούσε να διατηρήσει την ελευθερία σε μια δημοκρατική εποχή. Είχε πλήρη επίγνωση του αμοιβαίου μίσους μεταξύ χριστιανών και φιλελευθέρων στη Γαλλία του 19ου αιώνα, με ρίζες στον Διαφωτισμό και στη Γαλλική Επανάσταση. Στη Γαλλία, ο χριστιανισμός ήταν σύμμαχος με το Παλαιό καθεστώς πριν από το 1789 και με την αντιδραστική αποκατάσταση των Βουρβόνων του 1815-30. Ωστόσο, ο Τοκβίλ πίστευε ότι ο χριστιανισμός δεν ανταγωνιζόταν τη δημοκρατία στις Ηνωμένες Πολιτείες: αντιθέτως, έθετε ένα όριο μπροστά σε επικίνδυνες ατομικιστικές και υλιστικές τάσεις οι οποίες ίσως οδηγούσαν στον αθεϊσμό και στην τυραννία. Ήδη, αυτή η αντίληψη για τον χριστιανισμό ως μέρος του πολιτεύματος ενισχύει τον αμερικανικό εξαιρετισμό.

Αν και οι Αμερικανοί αντιλαμβάνονται με ποικίλους τρόπους τον εξαιρετισμό ―για παράδειγμα, πολλοί ενστερνίζονται τη θεωρία του Louis Hartz ότι ο αμερικανικός εξαιρετισμός συνυφαίνεται με την εγγενώς φιλελεύθερη φύση των ΗΠΑ― 4 ή δεν τον αντιλαμβάνονται καθόλου, υπάρχουν κάποια αντικειμενικά δεδομένα: το Άγαλμα της Ελευθερίας συμβολίζει, για παράδειγμα, την προσηλυτιστική αποστολή των ΗΠΑ ως φυσική προέκταση της αντίληψης ότι αποτελούν «εξαιρετικό» έθνος, ότι διαφέρουν εξ φύσεως από τα άλλα έθνη· εξάλλου, το Καπιτώλιο συμβολίζει τα αμερικανικά δημοκρατικά ιδεώδη αλλά ταυτοχρόνως την «πόλη ψηλά στον λόφο». Στην ταινία του Frank Capra «Mr. Smith Goes to Washington» (ελλ. Τίτλος «Αμερική, η χώρα της ελευθερίας», 1939), o θόλος του Καπιτωλίου φωτίζεται: είναι ο φάρος της ελπίδας σε έναν κατά τα άλλα σκοτεινό κόσμο.

Ο Seymour Martin Lipset ανιχνεύει την καταγωγή του αμερικανικού εξαιρετισμού στην Αμερικανική Επανάσταση από την οποία το καινούργιο έθνος γεννήθηκε εμπνευσμένο από ένα σώμα ιδεών 5. Οι ΗΠΑ ανέπτυξαν το δόγμα του εξαιρετισμού από το εσωτερικό τους ως αίσθημα ανωτερότητας, κι από το εξωτερικό βλέμμα, το οποίο, όπως εκείνο του Τοκβίλ, τις έβλεπε ως «εξαίρεση». Ο εξαιρετισμός ήταν ανέκαθεν πηγή εθνικής υπερηφάνειας είτε ο όρος διατυπωνόταν, είτε όχι: μάλιστα, στα τέλη της δεκαετίας του 1920 τον υιοθέτησε το Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ αναγνωρίζοντας ότι το αμερικανικό κομμουνιστικό κίνημα έπρεπε να χαράξει τακτική σε συνθήκες που δεν έμοιαζαν με εκείνες στον υπόλοιπο κόσμο. Φαίνεται ότι το 1929 ο Στάλιν, που ίσως είχε ακούσει για την προγενέστερη χρήση του όρου, μίλησε για την «αίρεση του αμερικανικού εξαιρετισμού» σε έντονη συζήτηση με τον επικεφαλής του ΚΚ Jay Lovestone: ο Lovestone προσπαθούσε να τον πείσει ότι στις ΗΠΑ δεν ίσχυαν οι μαρξιστικές νομοτέλειες λόγω «των φυσικών πόρων, της βιομηχανικής δυνατότητας και της ταξικής ευκινησίας», αλλά ο Στάλιν δεν αντιλαμβανόταν πώς και γιατί οι Αμερικανοί εργάτες αντιστέκονταν στα σοσιαλιστικά ιδεώδη. Μετά την ύφεση του 1929-1936, ο Στάλιν έδειξε να επιβεβαιώνεται στο ότι ο αμερικανικός καπιταλισμός δεν διέφερε από τα ευρωπαϊκά κεφαλαιοκρατικά συστήματα που ήταν επιρρεπή σε κρίσεις: πράγματι, τον Ιούνιο του 1930, στην εθνική διάσκεψη του ΚΚ στη Νέα Υόρκη έγινε λόγος για «τη θύελλα της οικονομικής κρίσης που γκρέμισε τον χάρτινο πύργο του αμερικανικού εξαιρετισμού και ολόκληρο το σύστημα των οπορτουνιστικών θεωριών και ψευδαισθήσεων που χτίστηκαν πάνω στην καπιταλιστική ευημερία.» Στη συνέχεια πάντως, όταν το ΚΚ έχασε κάθε ελπίδα επιβολής του σοσιαλισμού στις ΗΠΑ, χρησιμοποίησε την ιδέα του εξαιρετισμού για να δικαιολογήσει το γιατί δεν ευδοκίμησε ο αμερικανικός σοσιαλισμός 6. Αν και μετά τη δεκαετία του 1930 ο όρος ξεχάστηκε ―για να επανέλθει με τα συνθήματα America First και The Pride is Back επί Ρόναλντ Ρέιγκαν― το αίσθημα του εξαιρετισμού συνόδευε τον αμερικανικό πατριωτισμό και την ιδέα του Manifest Destiny. Αυτά ήταν τα κίνητρα της επιθετικής εξωτερικής πολιτικής του Ρέιγκαν στη δεκαετία του 1980 και αργότερα του Τζορτζ Γ. Μπους.

Το αίσθημα της μοναδικότητας ενισχύουν διάφορες μυθολογικές θρησκείες που συνδέουν τις ΗΠΑ με τον «τόπο του Θεού» τρέφοντας χιλιαστικά οράματα για την επιστροφή του Ιησού στη γη. Αλλά, παρότι, όπως είπα, οι αντιλήψεις του εξαιρετισμού διαφέρουν και μερικές από αυτές είναι εξωφρενικές, η αντίληψη ρεαλιστών διανοουμένων όπως εκείνη του Μπαράκ Ομπάμα ―«πιστεύω στον αμερικανικό εξαιρετισμό όπως οι Βρετανοί πιστεύουν στη βρετανική εξαιρετικότητα και οι Έλληνες πιστεύουν στην ελληνική»― παραμένει μειονοτική: οι περισσότεροι Αμερικανοί δυσκολεύτηκαν να συμφωνήσουν με τον Ομπάμα όταν είπε ότι δεν βλέπει «αντίφαση μεταξύ του συνεχιζόμενου εξαιρετικού ρόλου των ΗΠΑ στην καθοδήγηση του κόσμου προς την ειρήνη και την ευημερία, και της σύναψης συνεργασιών διότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν να λύσουν μόνες τους αυτά τα προβλήματα.» Για τους αντιπάλους του ο Ομπάμα θεωρήθηκε «οικουμενιστής» (globalist)· όχι πατριώτης όπως όφειλε: δεν παραδεχόταν ότι ο αμερικανικός εξαιρετισμός είναι, όπως έλεγε ο πρώην κυβερνήτης του Άρκανσο Μike Huckabee, «η καρδιά και η ουσία του έθνους» ή ο Mitt Romney στο κέντρο της προεκλογικής εκστρατείας του οποίου υπήρχαν δηλώσεις περί εξωτερικής πολιτικής όπως αυτές: «Η Αμερική πρέπει να ηγηθεί του κόσμου [..] Πιστεύω ότι είμαστε μια εξαιρετική χώρα, με μοναδική μοίρα και ρόλο στον κόσμο […] Δεν θα ζητήσω ποτέ συγγνώμη για την Αμερική». Κάτω από την πίεση, λίγα χρόνια αργότερα, σε ομιλία του για τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία, ο Ομπάμα υποχώρησε κάνοντας λόγο για τον «εξαιρετικό» ρόλο των ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να του επιτεθεί ο Βλαντιμίρ Πούτιν δηλώνοντας ότι «είναι πολύ επικίνδυνο να ενθαρρύνεται η εξαιρετικότητα των Αμερικανών». Στο μεταξύ φυσικά, ο Ρώσος πρόεδρος ενθάρρυνε τον ιδεασμό της εξαιρετικότητας των Ρώσων.

Αν και ο αμερικανικός εξαιρετισμός υπονοούνταν σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ενσωματώθηκε και πάλι στο λεξιλόγιο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος το 2012 μαζί με τις γνωστές διατυπώσεις όπως «επικεφαλής του ελεύθερου κόσμου», «ηθική ηγεμονία», «αμερικανικές θυσίες για τη δημιουργία διεθνούς συστήματος δικαίου, δημοκρατίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων» που χρονολογούνταν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Ψυχρό Πόλεμο 7. Αυτή η εθνικιστική τάση, αυτό το αίσθημα της ανωτερότητας, οδηγεί στην ιδέα του «exemptionalism», στο ότι οι ΗΠΑ μπορούν ή και πρέπει να εξαιρούνται από τους διεθνείς κανόνες: πράγματι, η πολιτική τους παρουσιάζει συχνά δύο μέτρα, δύο σταθμά καθώς κόπτονται υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις άλλες χώρες ―ιδιαίτερα σε εκείνες που δεν είναι στρατιωτικοί και εμπορικοί τους σύμμαχοι― αλλά αγνοούν τα ευρήματα των διεθνών θεσμών ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο εσωτερικό των ΗΠΑ και στο εσωτερικό δικτατοριών με τις οποίες έχουν δοσοληψίες. Για παράδειγμα, οι ομοσπονδιακές διοικήσεις αρνούνται να συζητήσουν το θέμα της θανατικής ποινής σε 27 πολιτείες, προβάλλοντας ως επιχείρημα τη νομική δικαιοδοσία των πολιτειακών διοικήσεων. Με λίγα λόγια, επιδεικνύουν «νομικό απομονωτισμό» μέσω του οποίου γίνεται προσπάθεια να δικαιολογηθεί η εξωτερική πολιτική με ηθικούς όρους. Πώς θα μπορούσε κανείς να μεταμφιέσει ηθικολογικά τη συμμετοχή των ΗΠΑ σε πραξικοπήματα στον Παναμά, στο Ιράν, στη Γουατεμάλα, στο Κονγκό, στην Αϊτή ή στη Βραζιλία; Μερικές ή όλες οι βίαιες και αυθαίρετες επεμβάσεις στον κόσμο είχαν μακροπρόθεσμες και μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στο διεθνές σύστημα. Η αμερικανική εξωτερική πολιτική έχει πράγματι αυτή την εξαιρετικότητα.

Παραλλήλως, ο αμερικανικός εξαιρετισμός έχει οδηγήσει στη φιλολογία της παρακμής. Καθώς υπονοεί έναν μονοπολικό κόσμο ή εν πάση περιπτώσει ένα μέρος του κόσμου στον οποίο κυριαρχούν οι ΗΠΑ, καθιστά αναπόφευκτους τους φόβους και τις προβλέψεις της πτώσης από τη θέση της υπερδύναμης. Αυτή η ιδέα οφείλεται βεβαίως στην άνοδο της Κίνας και στην επιθετικότητα της Ρωσίας, αλλά κυρίως πρέπει να αποδοθεί στις εσωτερικές οικονομικο-κοινωνικές εξελίξεις που έχουν δυσχεράνει την πρόσβαση στο αμερικανικό όνειρο. Η υπερβολική συσσώρευση πλούτου του 1%, η αποκρυστάλλωση μιας προνομιούχας τάξης και τα ιστορικά υπολείμματα της δουλείας, της θρησκοληψίας και της μισαλλοδοξίας έχουν ακινητοποιήσει την αμερικανική κοινωνία: η «παρακμή» του αισθήματος της εξαιρετικότητας συμβαδίζει με την επιβράδυνση της αμερικανικής σκέψης και την εμφάνιση νοσηρών φαινομένων από τον υπερπληθυσμό των φυλακών μέχρι την ταυτοτική μανία η οποία απειλεί με ενδόρρηξη το κοινωνικό σώμα. Το επιχείρημα της παρακμής προκύπτει από τη συρρίκνωση των οικονομικών πόρων, από το θηριώδες εξωτερικό χρέος κι από τους δημοσιονομικούς περιορισμούς. Η πτωτική τάση δεν μπορεί εύκολα να αντιστραφεί: οι ΗΠΑ δεν έχουν πλέον την πολυτέλεια να προωθούν μεσσιανικές αποστολές και σταυροφορίες.

Το πώς χρησιμοποιείται η γλώσσα στην πολιτική υπακούει στη δική της ανεξιχνίαστη λογική. Μερικές φορές η πολιτική ορολογία καταφέρνει να ξεκαθαρίσει ζητήματα πέρα από αυτά που βρίσκει κανείς στις κοινωνικές επιστήμες (π.χ. «Ψυχρός Πόλεμος»), αλλά σε άλλες στιγμές προκαλεί μόνο μεγαλύτερη σύγχυση. Η εισαγωγή της εξαιρετικότητας στον πολιτικό λόγο ίσως βοήθησε να γίνει σαφής σε όλους η διάκριση μεταξύ του πνεύματος (που ευνοούν οι εξαιρετιστές) και της κοινωνικής δικαιοσύνης (που είναι σημαντική για τους αντι-εξαιρετιστές), αλλά στην πραγματικότητα ο εξαιρετισμός συσκευάζει διαφορετικές ιδέες κάτω από την ίδια ετικέτα: την ιδέα του Winthrop για την «πόλη ψηλά στον λόφο» που όλα τα βλέμματα του κόσμου είναι στραμμένα πάνω της· την ιδέα της ιστορικής μοναδικότητας που αναλύει ο Turner περιγράφοντας την επίδραση των Συνόρων και ο Tοκβίλ περιγράφοντας τη δημοκρατία στην Αμερική· την ιδέα της ανώτερης φυλής με τη χεγκελιανή έννοια της φυλής-γένους (όχι με τη σημερινή του χρώματος) που θα μετέδιδε σε λιγότερο ευγενικές φυλές (Μεξικανούς, Ινδιάνους) τα φώτα του πολιτισμού· την ιδέα του ανέφικτου του σοσιαλισμού λόγω «ειδικών συνθηκών» 8 · την ιδέα του ξεχωριστού αμερικανικού πολιτισμού που ανέλυε ο Max Lerner στο «America as a Civilization» (1957) 9· την ιδέα της παγκόσμιας κυριαρχίας που πρόβαλε ο Ρέιγκαν· την ιδέα των «εξαιρετικών παθολογιών», όπως τα υψηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας και εθισμών ή όπως το φαινόμενο του γκαγκστερισμού· την ιδέα της ιδιαίτερης συμβίωσης της θρησκείας με τον ρεπουμπλικανισμό και της βαρύτητας που έχει ο θρησκευτικός λόγος στην αμερικανική πολιτική. Ο αμερικανικός εξαιρετισμός διατρέχει την πουριτανική σκέψη του 17ου αιώνα, την Επανάσταση, το δόγμα του Manifest Destiny του 19ου αιώνα, τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό του τέλους του 19ου αιώνα, τον ιδεαλισμό του Γούντροου Γουίλσον, τον ψυχροπολεμικό αντικομμουνισμό και τις μεσσιανικές αποστολές του Τζορτζ Γ. Μπους στις οποίες ο Θεός παρουσιαζόταν ως ένα είδος σεναριογράφου. Αν και πολλές χώρες διεκδικούν εξαιρετισμό ―η Γερμανία με τον Sonderweg ή η Ελλάδα με το μακρύ παρελθόν και το κοντό παρόν― αλλά οι ΗΠΑ διεκδικούν εξαιρετισμό με ειδική αποστολή σωτηρίας.


[1] Βλ. Thomas Paine, Common Sense, 1776.

[2] Warner, W. Lloyd, American Life: Dream and Reality, The University of Chicago Press, Chicago 1953.

[3] https://www.gutenberg.org/files/27250/27250-h/27250-h.htm

[4] Louis Hartz, The Liberal Tradition in America: An Interpretation of American Political Thought since the Revolution, Harcourt, Brace,1955

[5] Seymour Martin Lipset, American Exceptionalism: A Double-Edged Sword, W. W. Norton,1996.

[6] Bλ. Seymour Martin Lipset, Gary Wolfe Marks. It Didn't Happen Here: Why Socialism Failed in the United States, Norton Paperback, 2001

[7] Βλ. Newt Gingrich, A Nation Like No Other: Why American Exceptionalism Matters, Regnery Publishing, 2011.

[8] Βλ. Werner Sombart, Sombart, Werner, Warum gibt es in den Vereinigten Staaten keinen Sozialismus? Mohr, Tübingen, 1906.

[9] Max Lerner, America as a civilization; Life and thought in the United States today, Simon and Schuster, 1957

Δειτε περισσοτερα