Κοσμος

Η Βρετανία φέτος το φθινόπωρο

Οι αιτίες της κυβερνητικής αστάθειας και οι προοπτικές της χώρας

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 847
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ρίσι Σουνάκ
© EPA/TOLGA AKMEN

Βρετανία: Η Σώτη Τριανταφύλλου αναλύει την πολιτική και οικονομική κατάσταση της χώρας - Η Λιζ Τρας, ο Ρίσι Σούνακ, η οικονομική πολιτική και το «Brexit»

Η Βρετανία είναι μια πλούσια χώρα με φτωχούς πολίτες: το 60% των οικογενειών εισπράττει κάποιο επίδομα. Αυτό δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι εκατομμύρια άνθρωποι αδρανούν ψευτοζώντας με κρατική ελεημοσύνη· σημαίνει ότι οι μισθοί είναι υπερβολικά χαμηλοί σχετικά με το επίπεδο ζωής (9,5 λίρες την ώρα είναι ημερομίσθιο πείνας), ότι τα ενοίκια είναι εξωφρενικά, ότι το φορολογικό σύστημα χρειάζεται μεταρρύθμιση κι ότι είναι απαραίτητη κάποια ανακατανομή του πλούτου. Το σύστημα των τάξεων στη Βρετανία δεν έχει εξελιχθεί όπως στην ηπειρωτική Ευρώπη· οι ανισότητες είναι αναχρονιστικές τόσο από την άποψη της ποιότητας, του life style κατά κάποιον τρόπο, όσο και από την άποψη των οικονομικών μεγεθών. Ανέκαθεν, στη Βρετανία, ένα μέρος της working class είχε μορφή κοινωνικού περιθωρίου· κάτι που φαίνεται ότι συμβαίνει όλο και περισσότερο.Προστίθεται η δυσλειτουργία των κοινωνικών υπηρεσιών, των σχολείων (που ξεμένουν από χρηματοδότηση), του συστήματος περίθαλψης (ιδιαίτερα καταρρέει η οδοντιατρική φροντίδα) λες και γίνεται προσπάθεια να αποτύχουν όλες αυτές οι δομές ώστε να πάψουν να τις υπερασπίζονται οι Βρετανοί και να δεχθούν ιδιωτικοποιήσεις.Με λίγα λόγια, υπάρχει ένας ολιγαρχικός πειρασμός τον οποίον ενσαρκώνει και ο Rishi Sunak, ο τελευταίος εκπρόσωπος των Συντηρητικών, που κάθεται σε μια οικογενειακή περιουσία 730 εκατομμυρίων λιρών.

Η Λις Τρας υποσχέθηκε να μειώσει τους φόρους και να κυβερνήσει ως Συντηρητική· σαν τη Μάργκαρετ Θάτσερ ας πούμε. Αλλά η Τρας δεν ήταν ποτέ σταθερή στις απόψεις της όπως ήταν η Θάτσερ: αντιτέθηκε στο Brexit με το σύνθημα «Η Βρετανία ισχυρότερη μέσα στην Ευρώπη», ύστερα όμως το αποδέχτηκε ενθουσιωδώς· παρότι θέλησε να παίξει τη Σιδηρά Κυρία εκπόνησε πρόγραμμα επιδομάτων· ανακοίνωσε πως θα έπαιρνε αντιδημοφιλείς αποφάσεις και πως θα τις τηρούσε ό,τι κι αν συνέβαινε, πλην όμως υποχώρησε μπροστά στον σκληρό πυρήνα των Τόρυς και στην πίεση του δρόμου.Το πακέτο ενεργειακής στήριξης που πρότεινε σταθεροποιούσε την τιμή της μονάδας για δύο χρόνια· ταυτοχρόνως, μείωσε τους φόρους ενώ είναι σαφές ότι στη Βρετανία οι φόροι για το υψηλότερο δεκατημόριο πρέπει να αυξηθούν.Εξάλλου, είναι επικίνδυνο να μειώνεις τους φόρους χωρίς να βρίσκεις πηγές χρηματοδότησης του κενού που θα δημιουργηθεί — και εκτός από επικίνδυνο, είναι στοιχειώδες. Στο μεταξύ, οι ελευθεριακοί πιστεύουν ακόμα ότι μια κοινωνία μπορεί να προχωρήσει με απόλυτη ελευθερία στις δραστηριότητες του κεφαλαίου: αν και η ελευθεριακή τακτική έχει δοκιμαστεί αυξάνοντας τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων, καταστρέφοντας τις μικρές, δημιουργώντας υποπρολεταριάτο, πολλοί στο Συντηρητικό κόμμα μιλούν ακόμα με όρους του Φρίντριχ Χάγιεκ.

Οι Τόρυς συμπεριφέρονται σαν τους πανικόβλητους Ρομάνοφ όταν οι μπολσεβίκοι εισέβαλλαν στα Χειμερινά Ανάκτορα. Η κοινωνική τάξη που εκπροσωπούν έχει πολλά να χάσει και φοβάται μήπως τα χάσει: οι ορδές των φτωχών και των αμόρφωτων —η παιδεία κοστίζει ακριβά στη Βρετανία— καραδοκούν· θέλουν να τους κλέψουν τα οικογενειακά τιμαλφή· τα ασημένια μαχαιροπήρουνα. Υπάρχουν πράγματι μερικές τέτοιες βρετανικές ιδιαιτερότητες: η πρώτη είναι αυτή η κομματική ταξικότητα· οι Τόρυς προωθούν τα οικονομικά και πολιτιστικά συμφέροντα μιας παραδοσιακά «άρχουσας τάξης», ενώ τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κόμματα της δεξιάς και της κεντροδεξιάς απευθύνονται σε ποικιλία κοινωνικών στρωμάτων — επιπλέον, η λεγόμενη «λαϊκιστική» δεξιά απευθύνεται στους φτωχούς και στους λιγότερο μορφωμένους. Δεν είναι αυτή η περίπτωση των Βρετανών Συντηρητικών, αν και βεβαίως τα όρια του κοινού τους τροποποιούνται, εξού και η νίκη ή η ήττα τους στις εκλογές. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό των Τόρυς είναι το ότι τα οικολογικά ζητήματα —ιδιαίτερα η κλιματική αλλαγή— δεν περιλαμβάνονται στις προτεραιότητές τους· είναι μοιρασμένοι ανάμεσα στα οικονομικά συμφέροντα και στον περιβαλλοντικό τους αντίκτυπο: για παράδειγμα, η Λιζ Τρας ήρε την απαγόρευση της υδραυλικής ρωγμάτωσης για να την επαναφέρει ο Sunak.

Η οικονομική κατάσταση είναι σταθερά δύσκολη εξαιτίας του χάσματος μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων, όχι εξαιτίας της χαμηλής παραγωγικότητας και της ανεργίας. Αν και ο ρυθμός του πληθωρισμού έφτασε το 8,8%, η ανεργία παραμένει χαμηλή· ακόμα και το αμφίβολο trickle down, η ιδέα ότι η αύξηση του πλούτου για τους πλουσιότερους στάζει προς τους φτωχότερους, μπορεί να φέρει κάποια αποτελέσματα —αλλά όχι μόνη της και όχι για πολύ καιρό. Είναι μύθος το ότι οι χαμηλότεροι φόροι και η κατάργηση των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιορίζουν τα κέρδη οδηγούν σε χαμηλότερες τιμές και περισσότερες θέσεις εργασίας. Τα think tanks τα οποία επιμένουν σε περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις και φορολογικές απαλλαγές με σκοπό την ενθάρρυνση της καινοτομίας και των επενδύσεων προσπαθούν να εφαρμόσουν τη θεωρία ότι ο πλούτος που δημιουργείται βελτιώνει τη ζωή όλων· αλλά αυτό δεν ισχύει: έχει δοκιμαστεί πολλές φορές —η ρηγκανομική είναι ένα παράδειγμα— με πολύ δυσάρεστες συνέπειες για τουλάχιστον το ένα τέταρτο των πολιτών. Οι μικρότεροι φορολογικοί συντελεστές έχουν νόημα μόνο αν συνοδεύονται από αύξηση των μισθών και μόνο αν δεν συνοδεύονται από περικοπές των δημοσίων δαπανών: ο τερματισμός των επιδοτήσεων είναι βεβαίως επιθυμητός αλλά, όπως είπα, οφείλεται κυρίως στο ότι ο ιδιωτικός τομέας δεν πληρώνει σωστά τους εργαζομένους.

Η οικονομική πολιτική του Ρόναλντ Ρέιγκαν, η οποία αποτελεί πρότυπο για τους ελευθεριακούς, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επιτυχημένη για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα: ο Ρέιγκαν επανεξελέγη τον Νοέμβριο του 1984 και ο αντιπρόεδρός του, Τζορτζ Χ. Β. Μπους, έγινε πρόεδρος το 1988. Ωστόσο, όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη, ήταν μια αποτυχία: ενώ ο Ρέιγκαν είχε υποσχεθεί να μειώσει τις ομοσπονδιακές κυβερνητικές δαπάνες, στην πραγματικότητα αύξησε το εθνικό χρέος των Ηνωμένων Πολιτειών κατά 186%· από 907 δισεκατομμύρια δολάρια σε 2,6 τρισεκατομμύρια.Και παρόλο που η αμερικανική οικονομία αναπτύχθηκε κατά την προεδρία του περίπου κατά 3,49% ετησίως, η επίδοση ήταν χειρότερη από εκείνη άλλων προεδριών: επί Ρούσβελτ ήταν 9,3%, επί Κένεντι 4,4%, επί Τζόνσον 5,3%, επί Κλίντον 3,9%. Οπωσδήποτε, παίζει πάντοτε ρόλο η διεθνής συγκυρία και μια σειρά άλλοι παράγοντες. Ένας από τους συμβούλους του Ρέιγκαν, ο Ντέιβιντ Στόκμαν, περιέγραψε αργότερα την «επανάσταση του Ρέιγκαν» ως «ριζοσπαστική, ασύνετη και αλαζονική» προσθέτοντας ότι η πολιτική του απέτυχε επειδή οι μειώσεις δαπανών που απαιτούνταν για να αναπληρωθούν οι φορολογικές περικοπές απεδείχθησαν μεγαλύτερες και σκληρότερες από ό,τι πίστευαν οι σύμβουλοί του. Απαιτούσαν ολομέτωπη επίθεση στο αμερικανικό κράτος προνοίας η οποία θα άφηνε πάνω από 50 εκ. ανθρώπους χωρίς εκπαίδευση και περίθαλψη, ενώ ταυτοχρόνως θα οδηγούσε —και οδήγησε— σε τρέλες όπως η ιδιωτικοποίηση του σωφρονιστικού συστήματος. Κάτι παρόμοιο ισχύει για τη Βρετανία: η Μάργκαρετ Θάτσερ άφησε εποχή διότι είχε το θάρρος της γνώμης της —αυτό πρέπει να της το αναγνωρίσουν όλοι— στην πράξη όμως δεν κατάφερε τίποτα σε ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης.

Όλες οι έρευνες που έγιναν από το 1965 έως το 2015 σε 18 πλούσιες χώρες γύρω από τον αντίκτυπο της μείωσης των φόρων για τους πιο εύπορους δείχνουν ότι δεν έχει αντίκτυπο στις επιδόσεις ανάπτυξης ή στα επίπεδα απασχόλησης,αλλά ότι οδηγεί σε μεγαλύτερη εισοδηματική ανισότητα. Όσο για μείωση του εταιρικού φόρου, ίσως βελτιώνει τις ιδιωτικές επιχειρηματικές επενδύσεις αλλά δεν επηρεάζει εντέλει την ανάπτυξη σε εθνικό επίπεδο: μετά τη μείωση του φόρου από 30% το 2007 σε 19% το 2019, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει το χαμηλότερο ποσοστό ιδιωτικών επενδύσεων, ως ποσοστό του ΑΕΠ, από όλες τις οικονομίες της G7. Με βάση την απλή λογική, ακόμα και το αμερικανικό εκλογικό σώμα επιθυμεί μια μέτρια σοσιαλδημοκρατία που να προστατεύει τους πολίτες από τις πιο τραχιές γωνίες του καπιταλισμού: απλώς, στις ΗΠΑ, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θέλουν να ακούνε το συνθετικό «σοσιαλ» —αντιθέτως, στη Βρετανία, ακόμα και ένα μέρος των ψηφοφόρων του Συντηρητικού κόμματος πιστεύει ότι η κυβέρνηση πρέπει να αυξήσει τους φόρους και να δαπανά περισσότερα για την υγεία και την εκπαίδευση· ίσως ακόμα και για τα κοινωνικά επιδόματα ώστε να μην εξαθλιώνονται οι πιο εύθραυστες κοινωνικές ομάδες.

Φτάνω στο ζήτημα του «Brexit» το οποίο πρέπει να αποδοθεί στην αντίληψη ότι τα οφέλη του ελεύθερου εμπορίου δεν επαρκούσαν για να αντισταθμίσουν το κόστος της ελεύθερηςμετανάστευσης. Το δημοψήφισμα ζήτησε το Συντηρητικό Κόμμα επισημαίνοντας το πρόβλημα της ελεύθερης κυκλοφορίας μεταναστών και προσφύγων —αλλά, αντί να ληφθούν μέτρα γι’ αυτό το πρόβλημα, η Βρετανία μπήκε σε ένα blame game: oι μικρές επιχειρήσεις ήταν απογοητευμένες από τα τέλη της ΕΕ·μερικοί πίστευαν ότι η έξοδος από την ΕΕ θα δημιουργούσε θέσεις εργασίας· το Κόμμα της Ανεξαρτησίας έπεισε πολλούς ότι η χώρα τους πλήρωνε στην ΕΕ περισσότερα από όσα της αντιστοιχούσαν. Η αποχώρηση από την ΕΕ ήταν περίπλοκη και το βρετανικό Κοινοβούλιο παρέμεινε διχασμένο μέχρι τον Ιανουάριο του 2020, όταν οι διατάξεις της συμφωνίας πήραν την απαραίτητη νομοθετική συγκατάθεση. Στη θέση των συμφωνιών χώρας-μέλους, υπεγράφη Συμφωνία Εμπορίου και Συνεργασίας η οποία δεν καλύπτει την εξωτερική πολιτική και την άμυνα όπως συνέβαινε πριν από το Brexit. Αν και η Bρετανία δεν συμμετέχει πια στην τελωνειακή ένωσηκαι στην ενιαία αγορά της ΕΕ, η εμπορική συμφωνία επιτρέπει μηδενικούς δασμούς και μηδενικές ποσοστώσεις σε εμπορεύματα που συμμορφώνονται με τους κανόνες προέλευσης. Όπως θα περίμενε κανείς, το Brexit δημιούργησε πίεση στις σχέσεις της Βόρειας Ιρλανδίας, που είναι κομμάτι της Βρετανίας, με τη γειτονική Δημοκρατία της Ιρλανδίας, που είναι μέλος της ΕΕ. Η καινούργια συμφωνία επιτρέπει στη Βόρεια Ιρλανδία να υιοθετήσει τους τελωνειακούς κανόνες της ΕΕ, ώστε να μην υπάρχουν σκληρά σύνορα μεταξύ των δύο γειτονικών χωρών. Αντιθέτως, υπάρχει τελωνειακό και ρυθμιστικό σύνορο μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας στη Θάλασσα της Ιρλανδίας. Όσο για την ελεύθερη κυκλοφορία μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΕ έχει τερματιστεί:οι Ευρωπαίοι πολίτες που ζουν ήδη στο βρετανικό έδαφος πρέπει να διαθέτουν έγγραφα παραμονής και οι ταξιδιώτες πρέπει να επιδεικνύουν διαβατήρια. Για τους ταξιδιώτες επαγγελματίες υπάρχουν πρόσθετες απαιτήσεις: αν δραστηριοποιούνται σε μια χώρα της ΕΕ, μπορεί να χρειαστεί να ιδρύσουν μια τοπική θυγατρική στη Βρετανία. Πολλοί τομείς, όπως οι τηλεπικοινωνίες και οι ηλεκτρονικές υπηρεσίες, φορολογούνται. Τέλος, το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να καταβάλει «λογαριασμό διαζυγίου» περίπου 34 δισεκατομμυρίων λιρών μέχρι το 2064 για να εκπληρώσει τυχόν εναπομείνασες οικονομικές δεσμεύσεις που ανέλαβε ενώ ήταν μέλος της ΕΕ. Τα γράφω αυτά για να τονίσω ότι το Brexit υπήρξε μια βαριά και ανθυγιεινή εργασία για όλους τους εμπλεκόμενους. Και ότι έγινε για το τίποτα.

Προς το παρόν η βρετανική οικονομία έχει επιβραδυνθεί και πολλές επιχειρήσεις έχουν μεταφέρει την έδρα τους στην ΕΕ. Αλλά αυτό μπορεί να διορθωθεί: το μεγαλύτερο μειονέκτημα του Brexit είναι η ζημιά που επέφερε στην οικονομική ανάπτυξη η αβεβαιότητα —αν ωστόσο επιτευχθεί κυβερνητική σταθερότητα, θα εκλείψουν όσα κάνουν νευρικές τις περιβόητες αγορές. Πάντως, φαίνεται ότι το Brexit έχει πλήξει, προς το παρόν τουλάχιστον, τους νεότερους εργαζόμενους στο Ηνωμένο Βασίλειο:η Γερμανία προβλέπεται να έχει έλλειψη εργατικού δυναμικού 3 εκατομμυρίων ειδικευμένων εργαζομένων μέχρι το 2030· αυτές οι θέσεις εργασίας δεν θα είναι άμεσα διαθέσιμες στους Βρετανούς εργαζομένους. Από την άλλη πλευρά, παρότι οι Βrexiters φαγώθηκαν κυριολεκτικά με το ζήτημα των μεταναστών σήμερα διαπιστώνουν ότι οι εργοδότες δυσκολεύονται να βρουν προσωπικό σε επαγγέλματα κατώτερης και μεσαίας ειδίκευσης. Και σαν να μην έφταναν αυτά, οι Βρετανοί πολιτικοί έχουν δουλειές με φούντες:ένα σωρό νέες εμπορικές συμφωνίες με χώρες εκτός ΕΕ, ένα σωρό προβλήματα γύρω από τις εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δύο Ιρλανδιών. Σε δουλειά να βρισκόμαστε.

Πολλοί υποστηρίζουν ότι οι ψηφοφόροι δεν κατάλαβαν τις οικονομικές δυσκολίες που θα επέφερε το Brexit. Πώς να τις καταλάβουν; Κανείς δεν μπήκε στον κόπο να τους εξηγήσει: το Εργατικό κόμμα ευχόταν να αποχωρήσει η Βρετανία από την ΕΕ. Αλλά αν και ψήφος υπέρ του Brexit ήταν ψήφος κατά της παγκοσμιοποίησης, η παγκοσμιοποίηση μπήκε από το παράθυρο μέσω των αμερικανικών επιχειρήσεων, κυρίως στον χρηματοοικονομικό και ασφαλιστικό τομέα, σε μεταποιητικές και μη τραπεζικές εταιρείες χαρτοφυλακίου. Υποτίθεται ότι η Βρετανία θέλησε να πλησιάσει περισσότερο τις ΗΠΑ: αλλά ούτε αυτό είναι εύκολο· το μεγαλύτερο εμπόδιο είναι η γεωργία. Το Ηνωμένο Βασίλειο απαιτεί αυστηρότερους κανονισμούς για την ασφάλεια των τροφίμων και την καλή διαβίωση των ζώων από ό,τι οι ΗΠΑ. Τώρα, οι Βρετανοί αγρότες ανησυχούν για τα κατώτερα, φτηνότερα γεωργικά προϊόντα που ανταγωνίζονται τα δικά τους τα οποία υφίστανται, ορθώς, προηγμένους ελέγχους. Το παράδειγμα της γεωργίας υπογραμμίζει ότι η Βρετανία υπήρξε για υπερβολικά πολύ καιρό ευρωπαϊκή χώρα ώστε να ταυτιστεί τo αμερικανικό κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον. Υπό αυτή την έννοια, η αποχώρηση από την ΕΕ ήταν, όχι μόνο λάθος από την άποψη της πρακτικής, αλλά και από την άποψη της φιλοσοφίας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ