Αθλητισμος

Οπαδική βία: 40 κι ακόμη 40 χρόνια

Η μοναδική προϋπόθεση είναι να υπάρχει ελληνικό ποδόσφαιρο. Τίποτε άλλο δεν φαίνεται να μπορεί να τιθασεύσει τη δύναμη της αδράνειας που αφήνει τις πέτρες να εκτοξεύονται από τα χέρια και άλλα να οπλίζονται με μαχαίρια, ρόπαλα ή ακόμη και χατζάρες

img_2485.jpg
Περικλής Δημητρολόπουλος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Οπαδική βία στα γήπεδα
© EUROKINISSI

Σχόλιο για τη δολοφονία του Άλκη Καμπανού και τα μέτρα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση για την καταπολέμηση της οπαδικής βίας.

Το 1983 δεν υπήρχε η λέξη «αυστηροποίηση». Ήταν εκείνη τη χρονιά πάντως που κυκλοφόρησε η ταινία «Χούλιγκανς, κάτω τα χέρια από τα νιάτα» του Κώστα Καραγιάννη. Το στόρι είναι μια κοινωνική καταγγελία σε συσκευασία cult: ένας νεαρός οπαδός μένει ανάπηρος έπειτα από μια συμπλοκή και ο πατέρας του ψάχνει ανάμεσα στους χούλιγκανς εκείνους που υποκινούν παιδιά σαν το δικό του στη βία.

Δεν έχει και πολλή σημασία το τέλος μιας ταινίας όπου η Κατιάνα Μπαλανίκα τραγουδάει σε μια ντίσκο φορώντας κάτι σαν δερμάτινο μαγιό με στρας «χούλι χούλι χούλιγκαν, έχεις δυο ρόπαλα καβάτζα, μαύρο μπουφάν κι ύφος νταή, έχεις και τατουάζ στα μπράτσα, της μοναξιάς πρωταθλητή». Έχει σημασία όμως ότι από τότε είναι σαν να μην έχουν αλλάξει και πολλά. Η αισθητική των ‘80s μας άφησε, αλλά η οπαδική βία παραμένει. Οι «Χούλιγκανς» του Καραγιάννη γέρασαν, αλλά το είδος ανανεώνεται γενιά με γενιά και σαν τον δύσμοιρο πατέρα της ταινίας, η Πολιτεία αναζητεί συνεχώς τους υπεύθυνους. Μόνο που από το 1983 έχουν περάσει σχεδόν σαράντα χρόνια.

Σε αυτά τα σαράντα χρόνια έχει εκδηλωθεί άπειρος θαυμασμός για τη σιδηρά πυγμή με την οποία η Μάργκαρετ Θάτσερ έφερε την ειρήνη στα αγγλικά γήπεδα. Έχουν κουνηθεί χιλιάδες κεφάλια απογοητευμένα για την έλλειψη πολιτικής βούλησης στην αντιμετώπιση του φαινομένου από τις ελληνικές κυβερνήσεις κι έχουν γραφεί άλλα τόσα κείμενα για τις βασικές του αιτίες. Φταίνε οι ΠΑΕ που καλλιεργούν στρατούς, ας αναλάβουν τις ευθύνες τους. Φταίνε οι αστυνομικοί που απλώς προσάγουν, οι δικαστές που μόνο αθωώνουν, το νομοθετικό πλαίσιο, η περιθωριοποίηση που τώρα πια τη λένε και φτωχοποίηση, η ανεργία, τα προσωπικό αδιέξοδα − αλλά οκ αυτό το τελευταίο μας το έδειξε ο Καραγιάννης με ατάκες του τύπου «μια μέρα έδειρα δέκα στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας και άλλους πέντε στο γήπεδο του Παναθηναϊκού και το βράδυ τον έπαιξα δυο φορές, έτσι, για να ηρεμήσω».

Μοιάζει όμως κι αυτό που συμβαίνει με ένα είδος αυτοϊκανοποίησης. Σε αυτές τις τέσσερις δεκαετίες μετακλήθηκαν ειδικοί από το εξωτερικό και συνέταξαν εκθέσεις, έλληνες αξιωματούχοι συναντήθηκαν με τους υπεύθυνους της UEFA με τελευταίο τον Γιώργο Γεραπετρίτη, έγιναν συσκέψεις στο Μαξίμου για να καταδειχθεί η αποφασιστικότητα της κυβέρνησης. Αλλά η αίσθηση είναι πως σε σαράντα χρόνια από σήμερα, θα υπάρχουν Έλληνες που θα εκφράζουν τον  θαυμασμό τους για μια βρετανίδα πρωθυπουργό που καθάρισε κάποτε το γρασίδι των γηπέδων από το ζιζάνιο του χουλιγκανισμού, ενώ «εδώ δεν γίνεται τίποτε».

Η μοναδική προϋπόθεση είναι να υπάρχει ελληνικό ποδόσφαιρο. Τίποτε άλλο δεν φαίνεται να μπορεί να τιθασεύσει τη δύναμη της αδράνειας που αφήνει τις πέτρες να εκτοξεύονται από τα χέρια και άλλα να οπλίζονται με μαχαίρια, ρόπαλα ή ακόμη και χατζάρες. Πιθανότατα δεν θα μπορέσει, ούτε η δέσμη μέτρων για την καταπολέμηση της οπαδικής βίας που ανακοίνωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος μετά τη σύσκεψη στο Μαξίμου, προϊόν ασφαλώς της «πάγιας βούλησης του πρωθυπουργού να συνεχιστεί η έμπρακτη προσπάθεια» και από την οποία βεβαίως δεν μπορούσε να λείπει κάποια «αυστηροποίηση».

Εκτός από την «εντατικοποίηση των ελέγχων της αστυνομίας» και τις «απαραίτητες προσαρμογές του ποινικού κώδικα», είπε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, «θα αυστηροποιηθεί και η λειτουργία των λεσχών». Το είπε και σε μερικά χρόνια μπορεί να φαίνεται πιο cult ακόμη και από την ταινία του Καραγιάννη.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ