Θεατρο - Οπερα

Μοντέρνα ή βαριόμοιρη; To «εθνικό» δίλημμα ή τι τραγωδία παραδώσαμε στη νέα γενιά

Σκέψεις με αφορμή την παράσταση «Σχόλιο για την Ηλέκτρα» της Ομάδας μήνυμαL στο Θέατρο Θησείον

335178-696166.jpg
Γιώργος Σαμπατακάκης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
«Σχόλιο για την Ηλέκτρα» της Ομάδας μήνυμαL στο Θέατρο Θησείον © Τζίνα Σκανδάμη
© Τζίνα Σκανδάμη

«Σχόλιο για την Ηλέκτρα» της Ομάδας μήνυμαL στο Θέατρο Θησείον: Ο Γιώργος Σαμπατακάκης μοιράζεται τις σκέψεις του με αφορμή την παράσταση

Δεν είναι λίγοι οι νέοι δημιουργοί στην Ελλάδα που αισθάνονται έντονα την ανάγκη να καταθέσουν τη δική τους άποψη για την τραγωδία, ασκημένοι σ’ ένα είδος πολιτισμικής «πίεσης» η οποία αξιώνει επιτακτικά την αναμέτρηση κάθε καλλιτέχνη του θεάτρου μας με τα αρχαιοελληνικά κείμενα. Με δεδομένο, όμως, ότι όλες οι πιθανές «λύσεις» έχουν δοκιμαστεί στο σώμα της τραγωδίας, κάποιοι σκηνοθέτες βρίσκονται αναγκασμένοι να αντλούν υλικό από μια αποθήκη τρόπων, εικόνων και συναισθημάτων, τα οποία είτε χαρακτηρίστηκαν παραδοσιακά είτε προέρχονται από τον χώρο της ιστορικής πρωτοπορίας. Υπάρχει, δηλαδή, στο πολιτισμικό μας ασυνείδητο μια αποθηκευμένη εικονογραφία και «ρυθμογραφία» της τραγωδίας από τις οποίες οι σκηνοθέτες ανασύρουν «μοντέλα» εικόνων και ήχων, κινδυνεύοντας συχνά να θεωρηθούν «κλεπταποδόχοι» μιας αλλότριας ιδεολογίας.

Παρ' όλη την επέλαση τόσων εκσυγχρονιστικών σκηνοθεσιών στην Ελλάδα, οι μεγάλοι νεοελληνικοί κανόνες φαίνεται πως δεν έχουν ακόμη «εξαντληθεί», ασκώντας συχνά πίεση στους νέους δημιουργούς που βιώνουν έναν άτυπο συνειδησιακό διχασμό: Να γίνω μοντέρνος ή να ρίξω κι ένα τσάμικο στην παράσταση, να βάλω τσαμπούνες ή αφρικανικά τύμπανα, να κόψω τα χορικά ή να χρησιμοποιήσω την παραδοσιακή ομαδική απαγγελία, να γίνω λίγο μπρεχτικός ή να μείνω βαριόμοιρη;

Από τη δεκαετία του 1930 θεσπίστηκε στην Ελλάδα ένας παλαιομοδίτικος τρόπος προσέγγισης της τραγωδίας, ο οποίος είναι δυνατό να θεωρηθεί κλασικιστικός σε ό,τι αφορά κυρίως την αντίληψη του πάθους και την εκτέλεσή του υποκριτικά. Το εθνικό αυτό στιλ καταξιώθηκε και έγινε διαχρονικό μέσα από επάλληλους σκηνικούς αντικατοπτρισμούς που για κάποιος συνιστούν το «υποκριτικό κάλλος» της Επιδαύρου, επειδή υποτίθεται ότι απέδιδαν ακριβέστερα το μέγεθος της τραγωδίας.

Η για πολλές δεκαετίες καταξίωση αυτού του υποκριτικού σχήματος είναι, παρ' όλα αυτά, προβληματική, δεδομένου ότι η υποτιθέμενη ορθότητά του εδράζεται σε μια σειρά ενδο-πολιτισμικών αναγωγών που προφύλασσαν, υποτίθεται, την τραγωδία από την παραχάραξη, ενώ στην πραγματικότητα έκαναν το ίδιο ακριβώς πράγμα με τις τάχα ασεβείς σκηνοθεσίες, χρησιμοποιώντας αντιστοιχίσεις και αναλογίες. Για παράδειγμα, ένας Ξέρξης που παράπεμπε στον George Bush Jr ήταν επικίνδυνος για την «ησυχία» της Επιδαύρου, ενώ μια Ηλέκτρα που κρατάει στάμνα ή θρηνεί στο στιλ των πολυφωνικών τραγουδιών της Ηπείρου ικανοποιεί τα εθνικά κοσμοείδωλα, παρόλο που και οι δύο σκηνοθεσίες χρησιμοποιούν ετεροχρονισμούς και αναλογίες ως εργαλεία σκηνικής απόδοσης του κειμένου. Αν πάλι τα χανουμάκια, τα στρας και οι παγιέτες ήταν η γκέι παρωδία μιας εθνικής κληρονομιάς στην Επίδαυρο, τότε τα νησιώτικα, τα τσεμπέρια, οι φουστανέλες και τα κιουστέκια ήταν το κωμικότερο freak-show καραγκουνοποίησης της τραγωδίας.

Ηλέκτρα σαν άντρας

Η απουσία γυναικών ηθοποιών από το θέατρο της αρχαιότητας, αν και επέσυρε ένα αμφιλεγόμενο πατριαρχικό στίγμα στην τραγωδία, δεν ήταν τόσο μονοσήμαντη. Με τον τρόπο αυτό, οι αθηναϊκοί θεσμοί επέτρεπαν στον άνδρα-πολίτη να συναντήσει τη γυναικεία ταυτότητα και το γυναικείο πάσχειν μέσω της μεταμορφωτικής δύναμης του θεάτρου και μιας διαδικασίας μετάβασης στο ακραίο Άλλο (όπως ήθελε να κάνει και η παράσταση Σχόλιο για την Ηλέκτρα).

 Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Γιώργος Ματζιάρης προσέγγισε τη σοφόκλεια Ηλέκτρα με μια ευγενική τιμιότητα, θέλοντας να σχολιάσει την τραγωδία από την πλευρά τριών ανδρών ηθοποιών που έπαιξαν όλους τους (κυρίως γυναικείους) ρόλους. Αυτή, ωστόσο, η «λοξή» ματιά δεν απέφυγε την υπερδραματικότητα που έχει στιγματίσει τις σκηνοθεσίες της Ηλέκτρας, μολονότι το όλο πράγμα προσπελάστηκε από ένα ψύχραιμο ανδρικό θυμικό και γειώθηκε από τον τόνο της «κατά τόπους» σκηνοθετικής ειρωνείας που μετρίαζε σημαντικά τον συναισθηματικό φόρτο.

Αν και στο σημείωμα του προγράμματος διαβάζουμε πως «η νέα γενιά σε μια περίοδο μεγάλων ανακατατάξεων και ερωτημάτων συνομιλεί με το ίδιο το παρελθόν της για να βρει καθαρό βλέμμα και να αντιμετωπίσει το παρόν», η παράσταση βρέθηκε σε έναν συνειδησιακό διχασμό μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Μέσα σε ένα λευκό σκηνικό τοπίο (από το ΛΙΚΝΟ Studio) αναφύονταν τρεις φιγούρες ντυμένες με κάτι σαν λευκά άμφια καθολικών ιερέων, βάζοντας και βγάζοντας χασαποποδιές (κοστούμια της Χριστίνας Τσουτσουλίγα). Στο βάθος της σκηνής δέσποζε το αιμάτινο ίχνος των εγκλημάτων σαν κόκκινος ήλιος που η Ηλέκτρα πάσχιζε μανιακά να σβήσει μ' ένα βρεγμένο πανί, ενώ τα ματωμένα υφάσματα και οι σιδερένιοι κουβάδες με την κόκκινη μπογιά συμπλήρωναν την εικονογραφία της θεατρικής απάτης που αφήνει το αίμα έναν λεκέ χρωματιστό χωρίς επιστροφή (Χάινερ Μύλλερ, «Θάνατος θεατρικός»).

Μια Χρυσόθεμη με λευκά γάντια κουβαλούσε τις χοές σαν μπάτλερ, ειρωνευόμενη το εγχείρημα της αδερφή της, κι ένας Παιδαγωγός με κόκκινη μύτη κλόουν έφερνε την ψευδή είδηση του θανάτου του Ορέστη, χλευάζοντας υπαινικτικά την Κλυταιμνήστρα και παραδίδοντας στην Ηλέκτρα μια πλαστική ποδιά χασάπη. Αμέσως μετά, οι τρεις ηθοποιοί εν χορώ τραγουδούσαν το παραδοσιακό νησιώτικο «Αμυγδαλάκι τσάκισα και μέσα σε ζωγράφισα, αμυγδαλοτσακίσματα σου στέλνω χαιρετίσματα», θρηνώντας γλυκά για τον Ορέστη πάνω από την ποδιά του χασάπη.

Αν και καταλαβαίνω ότι η παράσταση ήθελε, ίσως, να υπερασπίσει μια σκηνοθετική πολυφωνία, αυτές οι δύο αισθητικές είναι τόσο πολωτικά αντίθετες που δεν συμφιλιώνονται εύκολα, επειδή ακριβώς εκκινούν από διαφορετικές ιδεολογικές βάσεις και αντικρουόμενες ερμηνευτικές αντιλήψεις για την τραγωδία.

Σε κάθε περίπτωση, οι ηθοποιοί της παράστασης ήταν μια ευχάριστη έκπληξη.

Ο Φώτης Κουτρουβίδης (Χρυσόθεμη, Παιδαγωγός, Χορός) είναι ένας σπουδαίος νέος ηθοποιός που σαν ευφυής καμποτίνος έβγαζε ρόλους και ύφη από το τσεπάκι μιας σπάνιας υποκριτικής ευφράδειας και πολυλειτουργικότητας.

Ο Κωνσταντίνος Γιουρνάς έδωσε μια άγρια Κλυταιμνήστρα σαν ηττημένη ντίβα τυλιγμένη στον κόκκινο μανδύα των εγκλημάτων της, και μια συγκροτημένη Κορυφαία του Χορού.

Ο Γιώργος Ματζιάρης έπαιξε την Ηλέκτρα με καλοδουλεμένη δραματικότητα και λεπτή ευαισθησία που, αν και παρέπεμπαν στον γνωστό λυσιμελή θρήνο μιας βαριόμοιρης Ηλέκτρας, η ποιότητά τους απάλυνε την παραδοσιακότητα. Πρόκειται, χωρίς αμφιβολία, για έναν εξαιρετικό νέο ηθοποιό που δοκίμασε όλες τις μνήμες του για να παραδώσει ένα σχόλιο πάνω στην τραγωδία.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ