Θεατρο - Οπερα

Παράλογο ζεις, εσύ μας οδηγείς

Καφετζόπουλος και Λαζαρίδου δίνουν ρέστα στις «Καρέκλες»

4741-35213.jpg
Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
29857-67697.jpg

Τι αξία μπορεί να έχει ένα έργο του παραλόγου στα χρόνια που ζούμε; Ειδικά σε μια χώρα που για χρόνια είχε κάνει μότο τη λαζοπουλική φράση «Παράλογο; Δεν απαντά!», προσπαθώντας να ξορκίσει τη αναγκαστική συμβίωσή της μ’ αυτό, μέσα από πράξεις και πολιτικές αποφάσεις που απέχουν μίλια από τη λογική. Πόσο μάλλον σήμερα που κάθε καινούργια ανακοίνωση/μέτρα αλλά και κάθε αντίδρασή της σ’ αυτά θα υποχρεώσουν οσονούπω τη Βικιπαίδεια να μετανομάσει την Ελλάδα από χώρα του φωτός, όπως λέει το άσμα, σε χώρα του παραλόγου. Δεν θα φανεί ένα τέτοιο κείμενο, όπως των «Καρεκλών», ξεπερασμένο; Κάθε άλλο, εδικά αν ανέβει με τον τρόπο που το ανέβασε ο σκηνοθέτης Ευριπίδης Λασκαρίδης στις Ροές έχοντας δίπλα του δύο ιδανικούς ηθοποιούς για τους ρόλους του γέρου και της γριάς που στήνουν μια γιορτή με καλεσμένους τους πιο όμορφους και έξυπνους της γης προκειμένου να επικοινωνήσουν ένα βαρυσήμαντο μήνυμα για το μέλλον, και παίρνοντας τοις μετρητοίς τη σκηνική οδηγία του Ρουμάνου στην καταγωγή συγγραφέα, Ευγένιου Ιονέσκο, πως το έργο του είναι μια «Τραγική φάρσα».

Οι σημερινοί σαραντάρηδες+ ίσως θυμούνται ένα παιδικό πρόγραμμα της μαυρόασπρης ΕΡΤ με τις μαριονέτες «Κλούβιος και Σουβλίτσα». Ο Κλούβιος λίγο τεμπέλης και η Σουβλίτσα σκανδαλιάρα και άτακτη. Αυτούς μου θύμισαν οι δύο ήρωες. Σ’ ένα σκηνικό (Άγγελος Μέντης) που παρέπεμπε σε τέντα τσίρκου/ κουκλοθέατρου αλλά και σε γαλαξία, ο σκηνοθέτης πρόκρινε τη φάρσα κι άφησε στην ασυνεννοησία του λόγου να βγάλει το τραγικό. Οι ήρωές της παράστασής του είναι δύο κλόουν –και ξέρουμε καλά πως οι κλόουν μπορεί να κάνουν τους άλλους να γελάνε αλλά το δικό τους χαμόγελο πρέπει να το ζωγραφίσουν. Με τους ήχους και τη μουσική (Γιώργος Πούλιος) να εισχωρούν ύπουλα στη… δράση και τη σκόνη να σηκώνεται ντουμάνι η μοναξιά ήρθε και έκατσε στην πλευρά των θεατών –ή έστω στη θέση μου– τριβελίζοντάς μου το μυαλό με τον στίχο «πάντα πάντα θα ΄ναι αργά/ δεύτερη ζωή δεν έχει». Θα σχολίαζα θετικά και το εύρημα του τέλους, αλλά σέβομαι τη διάθεση των συντελεστών να το κρατήσουν για έκπληξη. Η μόνη ένσταση που έχω, που μπορεί να ήταν και της παράστασης φαινόμενο, είναι πως κάπου μετά την εμφάνιση του πολύ υψηλού καλεσμένου ο ρυθμός διατήρησε ταχύτητα αντί να πατήσει γκάζι.

Πάμε στους ηθοποιούς: Αν μου έλεγαν πως έπρεπε να παιχτεί ο γέρος στις «Καρέκλες» θα έλεγα με τον τρόπο που μιλάει και στέκεται ο Αντώνης Καφετζόπουλος. Όποτε τον βλέπω, μου θυμίζει κάτι ζώα που ζουν στην έρημο, κάθονται ώρες ακίνητα, δήθεν πλήττουν και βαριούνται, και ξαφνικά με το που δουν την τροφή να περνάει την έχουν αρπάξει σε χρόνο dt. Κάτω από το μπλαζέ, τεμπέλικο ύφος του κρύβεται ένα συναισθηματικό ηφαίστειο. Έτσι τον βλέπω εγώ και θεωρώ πως ήρθε και έδεσε στο ρόλο. Αποκάλυψη ήταν η Όλια Λαζαρίδου. Ακόμα και αν την ακούσω να λέει σε συνέντευξη «είμαι ευτυχισμένη με αυτόν το ρόλο» –που ποτέ δεν λέει τέτοιες κοινοτυπίες– θα της το συγχωρούσα. Κάνει μια γριά-μαμούνι που αλέθει τη σκηνή (και τα μήλα) με σώμα 80χρονης και ψυχή πεντάχρονης. Όπως και ο Αντ. Κ., στιγμή δεν πέφτει στη λούμπα μιας συναισθηματικής προσέγγισης-οίκτου για το πρόσωπο που ενσαρκώνει, αλλά δημιουργεί ένα ανδρείκελο-φορέα του βιτριολικού χιούμορ της πένας του συγγραφέα.

Τελικά το έργο είναι επίκαιρο – μια καραμέλα που χρησιμοποιούν οι πάντες πια, δικαιολογημένα και αδικαιολόγητα– και δυστυχώς προφητικό (με το αδιέξοδο που μας οδηγεί). Ένα έργο γραμμένο για «το κενό και το τίποτα», σε μια παράσταση για το χειροκρότημα και τις επευφημίες.


Θέατρο Ροές, Ιάκχου 16, Γκάζι, 210 3474.312

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ