Μουσικη

Η Ελένη Καραΐνδρου είναι μία ευτυχισμένη γυναίκα

Λίγο πριν τη μεγάλη της συναυλία στο Ηρώδειο, μας μίλησε για όλα

atk_0452.jpg
Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 704
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ελένη Καραΐνδρου © Pepi Loulakaki
Ελένη Καραΐνδρου © Pepi Loulakaki

Η Ελένn Καραϊνδρου, λίγο πριν τη μεγάλη της συναυλία στο Ηρώδειο, μιλάει στην Athens Voice για όλα

Η Ελένη Καραϊνδρου μου δείχνει με χαρά το σπίτι της, στο Μετς. «Από εδώ» βλέπει την πόλη μέχρι κάτω, πέρα μακριά στη θάλασσα. «Κι από την άλλη» τον Λυκαβηττό. Απόλυτη τάξη, βιβλία, δίσκοι, νησιώτικη αύρα. Γράφει στο πιάνο τα κομμάτια της αντικρίζοντας το γαλάζιο, ζει μέσα σε ένα απόλυτα οργανωμένο χώρο ακριβώς όπως οι μουσικές και οι συναυλίες της. Με ακρίβεια στη λεπτομέρεια, με αναφορές, πληροφορία και εύστοχα χτυπώντας στην καρδιά.

Η Αθήνα της Ελένης Καραΐνδρου είναι γεμάτη μουσικές αναμνήσεις
«Όταν πάτησα το πόδι μου εδώ, πολύ μικρή, 7 χρονών, ερχόμουνα από έναν άλλο κόσμο, από ένα χωριό που δεν είχε ούτε ηλεκτρικό, ούτε νερό τρεχούμενο, που δεν είχε κανέναν ήχο πέρα από τον ήχο των ανθρώπων, των πουλιών, του ανέμου… Όταν ήρθα στην Αθήνα, τέλη δεκαετίας ’40,  έγινε ένας βομβαρδισμός στον εγκέφαλό μου. Πήγαμε και μείναμε στους Αμπελοκήπους, σε ένα υπόγειο που παραχώρησαν στον μπαμπά μου, στο σχολείο που δίδασκε - ήταν μαθηματικός. Ήταν ένα καταπληκτικό νεοκλασικό, το σχολείο Νεστορίδου, το οποίο μου έδωσε πολλές δυνατότητες. Διότι δίπλα στο σχολείο υπήρχε ένα θερινό σινεμά, το Φλερύ. Ήταν στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας 124, εκεί που είναι τώρα το Αθήναιον. Στο Φλερύ εγώ έγινα μόνιμος θαμώνας. Κάθε βράδυ ανέβαινα σε ένα παράθυρο που είχε γύρω αγιόκλημα και έβλεπα ταινίες, πολλές φορές και δύο κάθε φορά. Ήταν μία αποκάλυψη για μένα. Ένα παιδί από το χωριό που δεν ήξερε την τύφλα του για τίποτα, ξαφνικά αρχίζει, πριν καν πάει σχολείο, να γαλουχείται μέσα σε μουσική από τον κινηματογράφο. Εκτός από αυτό, δίπλα στην αυλή του σχολείου υπήρχε ένα πολύ μικρό σπιτάκι που το χώριζε ένα κάγκελο με γαζίες, όπου μένανε δύο πρόσφυγες από τη Ρωσία, αριστοκράτες που την είχανε κάνει από εκεί διότι δεν τους σήκωνε το κλίμα και οι οποίοι είχανε μία τεράστια δισκοθήκη με όπερες κι ένα γραμμόφωνο, με το χωνί. Εγώ τότε παιδί και περίεργο, χωνόμουνα, πήγαινα κι εκεί. Μου άρεσε, ήταν πράγματα απίστευτα για μένα, είχα και το αυτί να ακούω κι είχα αρχίσει να τραγουδάω, να μαθαίνω τα πάντα.

Όσο για το σχολείο, από πάνω, υπήρχε στην αίθουσα όπου έκαναν τις γιορτές  και ένα παλιό πιάνο με ουρά. Πήγαινα κι εγώ κι άρχιζα να γρατζουνάω, μου άρεσε και ζήτησα δασκάλα να μου μάθει να παίζω. Όταν ήμουν στη δευτέρα τάξη πέθανε η μαμά μου και ήταν μία παρηγοριά για μένα το πιάνο. Ο πατέρας μου έλεγε ότι έδιωχνα και τα ποντίκια… Όλα ήρθαν και με βρήκαν λοιπόν. Για μένα η Αθήνα ήταν όλοι αυτοί οι ήχοι… 

Από το «Αμαπόλα» στον Ξενάκη…
«Κι έτσι άρχισα και Ωδείο, πήγα 17 χρόνια, γνώρισα την κλασική μουσική αλλά σιγά σιγά μπήκαν στη ζωή μου και τα ρεμπέτικα, όχι βέβαια από το ραδιόφωνο αλλά, ας πούμε από γύρω μου. Ο πατέρας μου είχε προσλάβει μία κοπέλα για να με προσέχει η οποία τραγούδαγε Τσιτσάνη και λοιπά, κι εγώ τα είχα μάθει όλα απ’ έξω. Πήρα χαμπέρι κι από αυτά. Μαζί με τα ατέλειωτα μιούζικαλ που έβλεπα στο σινεμά, μαζί με το «Αμαπόλα» και με τις κινηματογραφικές μουσικές όπως το «Άννα Καρένινα» που είχε μια μουσική που σου σήκωνε την τρίχα. Όταν ο πατέρας μου παντρεύτηκε αυτή την υπέροχη καινούργια μαμά που είχε και ένα πιάνο με κηροπήγια, η μόνη μας διασκέδασή μας ήταν να πηγαίνουμε μια βόλτα στο Ζάππειο - μιλάμε για φτώχεια. Το ’50, το ’52, το ’54, η Ελλάδα ήταν μία τραυματισμένη χώρα. Κι από το Ζάππειο, με τα αναψυκτήρια, μου έχει μείνει ο Γούναρης…

Μετά ανακάλυψα και τον Χατζηδάκι και τον Θεοδωράκη, μεγάλα κεφάλαια τότε. Έκανα και τρέλες, είχα κάνει και μία φοιτητική λαϊκή ορχήστρα, μάλιστα δώσαμε και μία συναυλία στο Διάνα. Εκεί είχα καλέσει και την Φαραντούρη, που ήταν 17 χρονών τότε, και τραγούδησε Μαουτχάουζεν με εμένα στο πιάνο. Με τη Μαρία από τότε έχουμε μία πολύ βαθιά φιλιά. Το ξέρεις ότι την έχω βρει αυτή την ηχογράφηση;… Ήταν το ’67.  

Τον γιο μου τον έκανα πολύ μικρή, ήμουνα προκομένο παιδί. Και τον πήρα μαζί μου στη Γαλλία όταν έφυγα, το ’67. Επί χούντας και από τη χούντα. Ήτανε πολύ ζόρικα τα πράγματα. Με είχανε πιάσει και έπρεπε να την κοπανήσω. Το σπίτι μου στη Γαλλία έγινε πόλος έλξης για όλους τους εξόριστους ΄Ελληνες. Ερχόντουσαν να φάνε κανένα κεφτεδάκι - λόγω του παιδιού είχα ένα πολύ οργανωμένο σπίτι, είχα νοικιάσει και ένα πιάνο και εκεί, με την παρακίνηση της Μαρίας, γράψε-γράψε, της έγραψα και τα τραγούδια για τη «Μεγάλη Αγρυπνία». Ήταν και οι στίχοι που είχαν ένα μήνυμα: Θα έρθει μια μέρα της φωτιάς… Παιδί μου μην κοιμάσαι, ξαγρύπνα… Όταν κάναμε σε αυτό πρόβες, το ’72, πέθανε ο πατέρας της Μαρίας και της επιτρέψανε να έρθει στην Ελλάδα μόνο για την κηδεία. Και μου έλεγε, μετά την κηδεία, την πήγανε μια βόλτα προς την Επίδαυρο κι εκεί, μέσα στο φως της Ελλάδας και μέσα στη συγκίνησή της για τον πατέρα της, τραγουδούσε το «Σε μαύρο και στενό καιρό Θεός να τα φυλάει τα ελληνόπουλα…»

Στη Γαλλία, για 7 ολόκληρα χρόνια, γνώρισα την τζαζ, τη σύγχρονη μουσική, τον Ξενάκη. Και όταν γύρισα στην Ελλάδα, μπήκα με τα μούτρα στη δουλειά – να γράψω μουσική για θέατρο, για σινεμά…. Έτσι ξεκίνησα. Το ’77».

Σήμερα, 31 χρόνια μετά την εμβληματική της συναυλία στο Ηρώδειο (1988), η Ελένη Καραϊνδρου ετοιμάζει πυρετωδώς μία άλλη μεγάλη συναυλία στο Ηρώδειο, για τις 14 Ιουνίου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, όπου θα παρουσιάσει ένα πλούσιο μουσικό πρόγραμμα σε δύο ενότητες. Στο Α΄ μέρος θα ακουστούν τα νέα της έργα που περιλαμβάνονται στη διεθνή έκδοση της ECM New Series «Tous des oiseaux» που γνωρίζει παγκόσμια επιτυχία.

Ελένη Καραΐνδρου, «Tous des oiseaux», ECM New Series

Στο Β΄ μέρος θα παρουσιασθούν έργα αγαπημένα από τις συνεργασίες της με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, την Τώνια Μαρκετάκη, την Margarethe von Trotta, το Χριστόφορο Χριστοφή, τον Ζυλ Ντασέν και τον Αντώνη Αντύπα. Η Ελένη Καραΐνδρου θα παίξει πιάνο και θα πλαισιωθεί από κορυφαίους σολίστ, παλαιότερους αλλά και νέους, ανάμεσά τους οι: David Lynch σαξόφωνο τενόρο, Βαγγέλης Χριστόπουλος όμποε, Στέλλα Γαδέδη φλάουτο, Αλέξανδρος Μποτίνης βιολοντσέλο, Ηλίας Σκορδίλης κλαρινέτο, Γιάννης Ευαγγελάτος φαγκότο, Κώστας Σίσκος κόρνο, Ντίνος Χατζηιορδάνου ακορντεόν, Άρης Δημητριάδης μαντολίνο. Σύνολο  εγχόρδων με κονσερτίνο την Ηρώ Σειρά αποτελεί τον κορμό των συνθέσεων και έχει λάβει μέρος τόσο στις ηχογραφήσεις των έργων όσο και στις συναυλίες της συνθέτριας στο Εθνικό Θέατρο La Colline τον περασμένο Δεκέμβριο. Η Σαβίνα Γιαννάτου τραγουδάει και στο πρώτο και στο δεύτερο μέρος του προγράμματος δίνοντας ένα νέο χρώμα στα έργα της Ελένης. Την καλλιτεχνική επιμέλεια της συναυλίας έχει ο Manfred Eicher και τη σκηνοθετική ο Αντώνης Αντύπας.

Η κορυφαία Ελληνίδα συνθέτρια που ανήκει στο δυναμικό της ECM μαζί με τον Σωκράτη Σινόπουλο και τη Σαβίνα Γιαννάτου, αφιερώνει τη συναυλία της στο Manfred Eicher για την επέτειο των 50 χρόνων από την ίδρυση της ECM. «Στη συναυλία» λέει, «δεν υπάρχει μαέστρος – πρωτοτυπία. Το κάνω εγώ, χωρίς να διευθύνω όμως, είμαι στο πιάνο. Τα έχω όλα μοντάρει και υπάρχει μία ροή εσωτερική. Το κάναμε και στη συναυλία στο Παρίσι αυτό. Και ο Manfred ήταν ενθουσιασμένος, έλεγε ότι ήταν από τα ωραιότερα σύνολα έγχορδων που έχει ακούσει».

Μιλάει με αγάπη για τον Manfred, είναι μία σχέση αγάπης και εμπιστοσύνης που διαρκεί 30 χρόνια. Ιδέα του Manfred ήταν και το να συμπεριληφθούν σε ένα ενιαίο άλμπουμ τα δύο έργα της, η μουσική για την παράσταση «Tous des oiseaux» σε κείμενο και σκηνοθεσία του Wajdi Mouawad, καλλιτεχνικού διευθυντή του Παρισινού Εθνικού Θεάτρου La Colline και η μουσική για την ταινία του Ιρανού σκηνοθέτη Payman Maadi «Bomb, a love story». Η μουσική απέσπασε υποψηφιότητα στο 12ο  Asia Pacific Screen Αwards. Το άλμπουμ κυκλοφορεί με εξώφυλλο του κορυφαίου μας ζωγράφου Χρήστου Μποκόρου.

«Είμαι πάρα πολύ χαρούμενη που έχω αυτό το εξώφυλλο. Κάθε εξώφυλλο είναι και ένα μήνυμα. Όμως δεν τα εκλογικεύω τα πράγματα. Δεν νομίζω ότι εκφράζει κάτι. Είναι όμως μια ομορφιά που με κατακλύζει. Τα δύο έργα που περιέχονται μέσα σε αυτόν το δίσκο ανήκουν σε δύο ανθρώπους νέους, του ενός η καταγωγή είναι από τον Λίβανο και του άλλου από το Ιράν κι εγώ είμαι από την Ελλάδα. Είμαστε γύρω γύρω από τη Μεσόγειο. Έχω την εντύπωση ότι αυτή η ελιά στο εξώφυλλο, μαζί με το λαμπύρισμα των φώτων στη θάλασσα δίνει μία αίσθηση κι ένα συναίσθημα ενός χώρου στον οποίο κινείται η έμπνευσή μου και η έμπνευση αυτών των ανθρώπων». 

«Η κινητήρια δύναμη της έμπνευσής μου είναι οι ιδέες. Μία ιδέα μπορεί να σου δημιουργήσει πολύ βαθιά συναισθήματα, βαθιές μνήμες, βιώματα, εμπειρίες. Ας πούμε στο «Βλέμμα του Οδυσσέα», η ιδέα για μένα ήταν η χαμένη αθωότητα. Αυτή η ιδέα στριφογύριζε στο μυαλό μου όταν ο Θόδωρος (Αγγελόπουλος) μου αφηγήθηκε το σενάριό του. Κάτι που έχει μία συγκίνηση από μόνο του. Πώς αλλιώς να γράψει ένας συνθέτης μουσικής αν δεν έρθει σε επαφή με αυτήν τη βαθύτερη ιδέα που κρύβει μέσα του. Από μέσα μας αντλούμε. Και σίγουρα ένα κομμάτι αυτής της αθωότητας φεύγει για πάντα. Από την άλλη, οι ταινίες του Θόδωρου ασχολιόντουσαν με την ίδια θεματολογία. Αυτό που τον έκαιγε βαθιά ήταν το ξερίζωμα των ανθρώπων, των λαών, έλεγε πως αυτός ο αιώνας ήταν πολύ βασανιστικός - όχι πως οι προηγούμενοι δεν ήτανε, όσο υπάρχει άνθρωπος θα υπάρχει αυτή η τρομακτική τρέλα, η αδικία. Με αφορούσαν κι εμένα αυτές οι ιδέες του Θόδωρου γι’ αυτό και έγινε η συνεργασία μας.»

Η Ελένη Καραϊνδρου είναι μία ευτυχισμένη γυναίκα

Βλέπει τη δύναμη του ταλέντου της να υπάρχει ακμαία στη ζωή της, το έργο της, πυκνό και φορτισμένο συναισθήματα, να συνεχίζει να κατακλύζει αίθουσες συναυλιών, θεατρικές παραστάσεις, ταινίες, σπίτια, καρδιές. Έτσι διηγείται και το πώς συγκίνησε τους δύο σκηνοθέτες, τον Wajdi Mouawad και τον Payman Maadi οι οποίοι της ζήτησαν να γράψει μουσική για τα έργα τους.

«Συνεργάστηκα με δύο παιδιά που έχουν κι αυτά κολυμπήσει μέσα στην ίδια θάλασσα και τον ωκεανό των αναζητήσεων του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Ο Wajdi Mouawad είναι ένας σπουδαίος συγγραφέας και άνθρωπος, ο οποίος με ανακάλυψε από τη μουσική που είχα κάνει για το «Βλέμμα του Οδυσσέα». Λατρεύει τον Αγγελόπουλο και έχει ήδη πολλά μυθιστορήματα, διηγήματα και 15 θεατρικά έργα – το τελευταίο του μάλιστα ανεβαίνει αυτή την εβδομάδα στο Παρίσι. Αυτού του παιδιού λοιπόν οι εμπειρίες είναι πολύ συγγενικές, ζούσε στον Λίβανο, όταν ήταν 10 χρονών έγινε ένας πολύ αιματηρός εμφύλιος στην πατρίδα του και οι γονείς του, μία πολύ καλή οικογένεια γιατρών, σηκωθήκανε και φύγανε, πρόσφυγες στον Καναδά. Εκεί μεγάλωσε, σπούδασε, διέπρεψε, διηύθυνε θέατρο, έγραψε αλλά η ψυχή του πάντα κουβαλούσε αυτό το DNA του ξεριζωμού. Αυτό τον διατρέχει πάντα. Για αυτό γράφει. Όταν έφυγε ο Θόδωρος ήταν πολύ δύσκολο για μένα, μου έλειψε πολύ και επίσης ο πήχης πια ήταν πολύ ανεβασμένος και σαν ποιότητα και σαν θεματολογία. Είχαμε μία συγγένεια και νοηματική και καλλιτεχνική και πολιτική. Ήταν μία ευτυχής στιγμή για εμένα όταν με ανακάλυψε ο Wajdi. Τον οποίο τον είχε βραβεύσει η Γαλλική Ακαδημία πριν γίνει διευθυντής, για το σύνολο του έργου του, το οποίο είναι πολύ γνωστό και έχει μεταφραστεί σε 20τόσες γλώσσες. Εγώ δεν τον ήξερα. Με ειδοποιούν λοιπόν ότι θέλει να έρθει στην Αθήνα και θέλει να με δει. Δώσαμε ένα ραντεβού στο Public, είδα έναν πολύ συμπαθητικό άνθρωπο, με τα αθλητικά του παπουτσάκια, το σακίδιο στον ώμο, σαν φοιτητής. Καθίσαμε πολλή ώρα μαζί, μου είπε το πώς με ανακάλυψε, ότι γράφει τα έργα του ακούγοντας τη μουσική μου από το ’95, είπε ότι ήταν ένα όνειρο που δεν ήξερε αν θα πραγματοποιηθεί.

Η ιστορία του έργου «Tous des oiseaux» με συγκίνησε αμέσως. Είναι μία ιστορία Ρωμαίου και Ιουλιέτας στη σύγχρονη εποχή. Ο Ρωμαίος είναι από Εβραϊκή οικογένεια και ζει στη Γερμανία, η κοπέλα είναι από Αραβική οικογένεια και ζει στην Αμερική και συναντιούνται στη βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης (αυτή κάνει τη διατριβή της πάνω σε έναν διανοούμενο συγγραφέα Άραβα του 16ου αιώνα κι αυτός είναι γενετιστής). Ερωτεύονται μπαμ και κάτω αλλά αυτός ο έρωτας έχει δυσκολίες, κι εδώ με τις οικογένειές τους. Υπάρχει ένας πατέρας φοβερά φανατικός Εβραίος ο οποίος, όπως αποκαλύπτεται στο τέλος, ήταν ένα παιδάκι από οικογένεια Παλαιστινίων που έμεινε ορφανό από μία επιδρομή στη Γάζα και το πήρε ένας Ισραηλινός στρατιώτης και το υιοθέτησε, μεγάλωσε σαν Εβραίος αλλά δεν ξέρει την ταυτότητά του. Ο πατέρας θεωρεί την κοπέλα αυτή σαν την καταστροφή του γιού του. Είναι τόσο τρελή και υπέροχη ιστορία. Ο γιος, σαν γενετιστής, παίρνει και αναλύει το DNA και ανακαλύπτει ότι ο πατέρας του δεν είναι Εβραίος… Συγκλονιστικό έργο, τέσσερις ώρες. Δεν θέλω να στο πω το τέλος γιατί ελπίζω πως θα έρθει εδώ πέρα, έχει ανέβει σε όλο τον κόσμο. Ο Wajdi είναι χριστιανός και στα έργα του κάνει το εξής: παίρνει το μέρος του εχθρού. Θέλει να φωτίσει την πλευρά αυτή. Είναι ένας άνθρωπος που λαχταράει τη συμφιλίωση, τον ενδιαφέρει η ταυτότητα, τα σύνορα. Ο τίτλος, «Όλοι ελεύθεροι σαν τα πουλιά», μιλάει για την ελευθερία που έχουν τα πουλιά που δεν γνωρίζουν σύνορα. Και στην πρεμιέρα του έργου, το είδα κι αυτό, ήταν δίπλα-δίπλα καθισμένοι ο πρέσβης του Ισραήλ με τον πρέσβη της Παλαιστίνης. Δεν είναι υπέροχο;»

Βομβαρδισμοί κι αγάπη

«Το τρομερό με το άλλο έργο του άλμπουμ, είναι ότι το τηλεφώνημα ήρθε ενώ έκανα τη μουσική για τον Wajdi. Ο Payman Maadi μου είπε ότι ήταν το όνειρό του να του γράψω μουσική, έστω και λίγες νότες στο πιάνο. Μάλιστα είπε ότι παίρνει τους δίσκους μου και γράφει τα σενάριά του ακούγοντάς τους – έχει γράψει σενάρια για τον Ασγκάρ Φαραντί, έχει παίξει κιόλας στην ταινία «Ένας Χωρισμός», ήταν ο πρωταγωνιστής, πήρε και το βραβείο στο φεστιβάλ του Βερολίνου. Το «Βοmb, a love story» είναι μία ταινία για τις σχέσεις αγάπης ανάμεσα στους ανθρώπους και ειδικότερα σε ένα ζευγάρι εκπαιδευτικών την εποχή που βομβαρδίζεται η Τεχεράνη από τον Σαντάμ Χουσείν. Στη διάρκεια των βομβαρδισμών βλέπουμε πώς διαμορφώνονται οι σχέσεις ανάμεσα στους κατοίκους της γειτονιάς και αυτής της πολυκατοικίας στο υπόγειο της οποίας κατεβαίνουν όλοι για να σωθούνε. Ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους βρίσκεται και ένα αγοράκι 12 χρονών που νοιώθει το πρώτο ερωτικό σκίρτημα για ένα συνομήλικο κοριτσάκι που κατεβαίνει κι αυτό στο καταφύγιο. Το αγοράκι, για να την ξαναδεί, κάνει προσευχές στον Αλλάχ, «Σε παρακαλώ Θεέ μου, κάνε τον Σαντάμ να βομβαρδίζει πιο συχνά…» Δεν είναι πάρα πολύ τρυφερό;… Παράλληλα βλέπουμε πώς αντιμετωπίζει όλος αυτός ο λαός την κατάσταση που έχει γίνει η καθημερινότητά τους. Αυτό που έχει ενθουσιάσει είναι μία σκηνή όπου κατεβαίνουνε τη σκάλα προς το καταφύγιο γέροι, γυναικόπαιδα, ανάπηροι, μέσα στον πανικό και εμένα μου ήρθε η ιδέα να βάλω εδώ ένα βαλς – και ταιριάζει πάρα πολύ. Το ονόμασα «Το βαλς της ελπίδας».

 Μία κοσμπολίτισα που δημιουργεί μουσική με δυνατό ελληνικό ήχο που αφορά προσωπικά τον κάθε άνθρωπο. Λέει ιστορίες από τη ζωή της, την οικογένειά της, συνεργασίες και αναμνήσεις. Σε όλα υπάρχει έντονα η συναισθηματική της συμμετοχή. Αναρωτιέμαι πόσο είναι το κόστος και το απόθεμα μίας τέτοιας δημιουργίας.

 «Δεν είναι τίποτα επιτηδευμένο ή πάρα πολύ εγκεφαλικό. Η προσέγγιση είναι αυθεντική. Όταν γράφω ξεχνάω τα πάντα. Είμαι σε μία ηλικία που άλλοι μπορεί να μην παράγουν – αλλά εμένα μου συνέβη αυτό και είμαι πάρα πολύ ευτυχής. Είναι τρόπος ζωής η μουσική. Και δεν πιέζω τίποτα. Βέβαια, όταν έχω να γράψω, κουράζομαι και πιέζομαι. Αλλά δεν το επιδιώκω πάρα πολύ συχνά. Χαίρομαι που είμαι σε μία φυσική ζωντάνια, είμαι καλά με τον σύντροφό μου, είμαι καλά με την οικογένειά μου, βλέπω τα εγγόνια μου να μεγαλώνουνε και δίνω πάρα πολύ χρόνο σε αυτά, στην καθημερινότητα. Αυτά είναι τα πολύ σημαντικά πράγματα στη ζωή μας.

Το ταλέντο και το ότι μπορώ και το εκφράζω μου δίνει μία πολύ μεγάλη ικανοποίηση αλλά την ευτυχία μου τη δίνουν οι ανθρώπινες σχέσεις».


Δείτε περισσότερες πληροφορίες για τη συναυλία της Ελένης Καραΐνδρου στο Ηρώδειο στο Guide της Athens Voice

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ