Κινηματογραφος

Βαρδή Μαρινάκη, πες μας για το αταξινόμητο παραμύθι «Ζίζοτεκ»

Ιδού τα μυστικά του φιλμ, όπως μας τα αποκαλύπτει ο Έλληνας σκηνοθέτης

324257-668306.jpg
Κωνσταντίνος Καϊμάκης
ΤΕΥΧΟΣ 727
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Βαρδής Μαρινάκης

Συνέντευξη του σκηνοθέτη Βαρδή Μαρινάκη στον Κωνσταντίνο Καϊμάκη για τη δεύτερη ταινία του, ένα παραμύθι με τίτλο «Ζίζοτεκ»

Η δεύτερη μόλις ταινία του Βαρδή Μαρινάκη είναι το δραματικό, τρυφερό και αταξινόμητο παραμύθι με τίτλο «Ζίζοτεκ». Ιδού τα μυστικά του φιλμ, όπως μας τα αποκαλύπτει ο Έλληνας σκηνοθέτης σε μια συνέντευξη που ξεκινά από τον ερχομό της κόρης του και κλείνει με την εξομολόγησή του για τη μαγεία και την αγάπη του στην έβδομη τέχνη.

zizotek, vardis marinakis, aygoystos lamproy negrepontis
Αύγουστος Λάμπρου Νεγρεπόντης & Δημήτρης-Ξανθόπουλος

Από το 2009 και το «Μαύρο λιβάδι» μεσολάβησε σχεδόν μια δεκαετία μέχρι να ξαναπιάσετε την κάμερα. Στο διάστημα αυτό με ποια πράγματα ασχοληθήκατε περισσότερο; Ασχολήθηκα με το τένις, με το γκολφ και με το badminton! Χα χα χα… Είναι αλήθεια πως πέρασαν 10 χρόνια από την πρώτη μου ταινία. Και τα 10 χρόνια είναι ένα μεγάλο διάστημα αποχής από την μυθοπλασία. Αυτή είναι μία ερώτηση που με πονάει. Σ’ αυτά τα 10 χρόνια έκανα συνεχώς γυρίσματα αλλά ήταν κυρίως σε διαφημιστικά ή web series. Εκτός των γυρισμάτων, όμως, υπάρχει και η ζωή. Αυτά τα 10 χρόνια έκανα μία υπέροχη κορούλα με τη γυναίκα μου και χάρηκα πάρα πολύ που ήμουν παρών σε όλα της τα πρώτα χρόνια.

Πώς εμπνευστήκατε την ιστορία του «Ζίζοτεκ» και γιατί επιλέξατε τον συγκεκριμένο τίτλο;
Ο τίτλος της ταινίας ήταν αρχικά «Χρυσή Μέρα». Τον είχα δανειστεί από ένα τραγούδι των Sparklehorse. Οι δύο αυτές λέξεις ήτανε μέρος του αποχαιρετιστήριου σημειώματος που αφήνει η μητέρα στο αγόρι. Η συγγένεια του τίτλου με το γνωστό άθλιο πολιτικό μόρφωμα όμως με ανάγκασε να ψάξω για άλλο τίτλο τον οποίο  βρήκα τελικά στο νυχτερινό μουρμουρητό της γυναίκας μου όπου ψιθύρισε τη λέξη «Ζίζοτεκ» ενώ κοιμόταν. Την επόμενη μέρα έψαχνα να βρω αν είναι το όνομα κάποιου ανθρώπου. Τελικά δεν σήμαινε κάτι αλλά το ένταξα στην ιστορία με έναν τρόπο που συνδυάζει τον παιδικό κόσμο του αγοριού με την σκληρή πραγματικότητα. Μια λέξη επινοημένη ο τίτλος της ταινίας, όπως και το ίδιο το σύμπαν της. Επινοημένο από το μοναχικό αγόρι. 

[[{"fid":"730775","view_mode":"default","fields":{"format":"default","alignment":""},"type":"media","field_deltas":{"1":{"format":"default","alignment":""}},"link_text":null,"attributes":{"class":"media-element file-default","data-delta":"1"}}]]

Πώς γίνεται η τυχαία συνάντηση ενός εγκαταλελειμμένου εννιάχρονου αγοριού και ενός ιδιότροπου ακοινώνητου μεσήλικα που επικοινωνεί με νοήματα, να δημιουργήσει τόση ζεστασιά και τρυφερότητα;
Η συνάντηση δύο αγνώστων, δύο περιθωριακών, έχει πάντα τεράστια γοητεία. Μου θυμίζει κάτι συναντήσεις που γίνονται στο αεροδρόμιο ή σε τόπους no mans land, όπως τα ξενοδοχεία… Εκεί μπορείς να βρεθείς χωρίς καμιά ταμπέλα και κανένα προσδιορισμό κοινωνικό και συναντιέσαι με κάποιον άλλον στην αντίστοιχη συνθήκη. Αυτό είναι η ευκαιρία για ένα σπουδαίο ξεκίνημα. Τους χαρακτήρες αυτής της ταινίας τους αγαπούσα πολύ γιατί είχανε όλοι τους ελαττώματα και γιατί μέσα στη μοναξιά τους κάπου βαθιά υπήρχε η επιθυμία για ένωση.  Αυτό βέβαια εκδηλώθηκε με τρόπους που οδηγούσαν και σε καταστροφικά αποτελέσματα. Ζεστασιά και τρυφερότητα γεννιέται όταν την έχεις ανάγκη και πολλές φορές, όταν είναι να ερωτευτούμε, η ανάγκη μας για έρωτα δίνει στον άλλον άνθρωπο τις ιδιότητες τις οποίες ερωτευόμαστε. Η συνάντηση δηλαδή δύο ανθρώπων δεν έχει να κάνει μονάχα με τους δύο ανθρώπους αλλά και με τη στιγμή που συναντιούνται. Ο άλλος είναι δημιουργία της ανάγκης μας.

Ο μικρός Ιάσονας προσπαθεί μάταια να φροντίσει την καταθλιπτική του μητέρα σε μια φορτισμένη σκηνή, όπως εκείνη στην αρχή της ταινίας που της μαγειρεύει. Υπάρχει περίπτωση να τα καταφέρει ένα παιδί που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση στην πραγματική ζωή;
Υπάρχουν πάρα πολλά παιδιά είτε σε φτωχές είτε σε πλούσιες οικογένειες που αναλαμβάνουν να φροντίσουν αυτά τους γονείς τους. Είτε λόγω χωρισμού είτε λόγω άλλων παραγόντων, βλέπουμε το παιδί να είναι ο γονέας του γονέα. Αυτά τα παιδιά όταν μεγαλώσουν συνειδητοποιούν πως δεν έχουν ζήσει παιδική ηλικία. Είναι συνήθως άτομα σκληρά και με έντονο το ένστικτο της επιβίωσης, όπως επίσης άτομα που κρύβουν τα συναισθήματά τους. Στην ταινία μας η μητέρα νιώθει πως το αγόρι της δεν θα μπορεί για πάντα να τη φροντίζει κι από ένα συναίσθημα προσωπικής της απαξίας το εγκαταλείπει, όχι μόνο από την ανάγκη της να φύγει αλλά και από την αίσθηση πως δεν του κάνει καλό ως μητέρα. Παρόλο που μεγάλωσα σε μία οικογένεια με πολλή ζωή και με τρία αδέλφια, πρέπει να ένιωσα πολύ μόνος γιατί το θέμα του αποξενωμένο παιδιού εμφανίζεται πολύ συχνά στις ταινίες μου.

Όταν η μητέρα του αποφασίζει να τον εγκαταλείψει, αυτό γίνεται μέσω μιας γιορτινής κατάστασης - ένα πανηγύρι στη Βόρεια Ελλάδα. Γιατί επιλέξατε αυτή τη σεναριακή τροπή;
Τη σκηνή της εγκατάλειψης την έχω φανταστεί σε αντιστοιχία με την ετοιμασία για τη μάχη που γινόταν στη Σπάρτη, πριν τον πόλεμο. Έβαλαν τα καλά τους και πήγανε για τη θυσία. Μέσα από την έκσταση του πανηγυριού έρχεται ο χωρισμός.  Είτε η έκσταση είναι χορευτική ή θρησκευτική ή διονυσιακή. Ο χωρισμός έρχεται μέσα στην κορύφωση σαν οργασμός.  Έμπνευση για τη σκηνή αυτή είχα από πολύ παλιά, όταν σπούδαζα στην Αγγλία. Μία μέρα που έκανε ήλιο και είχανε βγει όλοι στο πάρκο και το χαιρόντουσαν πολύ παραπάνω από ό,τι εμείς στην Ελλάδα γιατί εκεί δεν έχουνε συχνά ήλιο. Το πάρκο ήταν γεμάτο χρώματα και ζωή, παιδάκια γέροι, μητέρες και μέσα σε όλη αυτή τη ζωή για μια στιγμή φαντάστηκα πως θα ήταν σιγά-σιγά σαν σε time lapse να άδειαζε όλο αυτό το χρωματιστό σκηνικό και να έμενε στη μέση ανάμεσα σε όλα τα σκουπίδια που είχαν αφήσει ένα παιδάκι μόνο του ξεχασμένο…

zizotek, vardis marinakis, aygoystos lamproy negrepontis
Αύγουστος Λάμπρου Νεγρεπόντης

Πού συναντάει η θρησκευτικότητα, κοινό στοιχείο και στα δύο φιλμ σας, το παραμύθι και πόσο γόνιμη μπορεί να είναι η σύμπλευση αυτών των δύο κόσμων;
Η θρησκεία είναι παραμύθι και το παραμύθι θρησκεία. Δεν το λέω καθόλου υποτιμητικά, μιας και είναι προσωπική μου ανάγκη η ένωση με το ιερό, η έκσταση του μεταφυσικού. Ο πιστός μίας θρησκείας πιστεύει ως απόλυτη αλήθεια κάτι το οποίο είναι στη σφαίρα του φανταστικού. Αυτή η παραδοχή είναι για μένα ο θεμελιώδης λίθος όλων των ανθρώπων. Είτε πιστεύουν σε μια θρησκεία είτε όχι. Έτσι γίνεται και με το παραμύθι. Σου διηγείται κάποιος μία ιστορία και παρόλο που βρίσκεσαι στο σαλόνι σου μπορείς να μεταφερθείς σε ένα τεράστιο δάσος και να φοβηθείς με ένα δράκο ή ακόμα και με μία πόρτα που τρίζει. Παραμυθιάζομαι άρα υπάρχω. Αυτό ακριβώς είναι και το σινεμά που αγαπώ: ένα ιερό παραμύθι.

Υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ του «Μαύρου Λιβαδιού» και του «Ζίζοτεκ»;
Και οι δύο ταινίες αγγίζουν το θέμα της εγκατάλειψης και της τυφλής προσπάθειας για ένωση μεταξύ δύο αγνώστων στη φύση. Επίσης οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι άνθρωποι με διχασμένη ταυτότητα, άνθρωποι που έχουν κρυμμένο τον «αληθινό» τους εαυτό. Κινηματογραφικά τώρα υπάρχουν κάποιες ομοιότητες σε σχέση με τον βραδυφλεγή ρυθμό και την ελλειπτική αφήγηση. Από την άλλη, στο «Ζίζοτεκ» άφησα περισσότερο χώρο στους χαρακτήρες και στις ερμηνείες, ενώ στο «Μαύρο Λιβάδι» η πιο πυκνή και ογκώδης ιστορία είχε πρωταγωνιστικό ρόλο.

Με τον κίνδυνο να αποκαλύψουμε κάποια πράγματα από το δυνατό φινάλε θα σας ζητήσουμε να μας σχολιάσετε όσο πιο προσεκτικά γίνεται την τελευταία σκηνή του φιλμ. Γιατί διαλέξατε αυτό το φινάλε;
Το φινάλε με διάλεξε, όπως κάνουν οι γάτες όταν βρίσκουν σπίτι. Μάλλον ταυτίστηκα με τον μικρό ήρωα και ονειρεύτηκα μαζί του την απόλυτη αγκαλιά. Χωρίς να σκέφτομαι αν αυτό πατάει στην πραγματικότητα ή στη φαντασία. Εδώ κολλάει και η απάντηση που έδωσα στην προηγούμενη ερώτησή σας σε σχέση με το παραμύθι και τη θρησκεία. Το τέλος της ταινίας έχει πολλές ερμηνείες. Δεν μπορώ να επεκταθώ άλλο τώρα για να μην κάνω spoiler. Όταν μου ήρθε η ιδέα ήμουν πάνω στη μηχανή μου και μετά από λίγα δευτερόλεπτα ήμουν σωριασμένος στο γρασίδι έχοντας φάει μια εντυπωσιακή χύμα…! Η τελευταία σκηνή πάντως δυσκόλεψε πολύ τη χρηματοδότηση της ταινίας, μιας και όλες αυτές οι επιτροπές από τις οποίες πρέπει να περνάμε πριν κάνουμε κάποια ταινία δεν μπορούσαν να την κατατάξουν κάπου και τη θεωρούσαν λάθος…

H ταινία έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο East of the West του 54ου Διεθνούς Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι τον Ιούλιο του 2019. Πείτε μας μερικά πράγματα από την εκεί εμπειρία σας αλλά και για την αντίδραση του κοινού στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης που επίσης προβλήθηκε η ταινία.
Το όμορφο με τα φεστιβάλ είναι όταν βλέπουν την ταινία σου άνθρωποι με τελείως διαφορετικά πολιτισμικά background και συνδέονται όμως με τον ίδιο τρόπο. Είναι φυσικά και μια ευκαιρία για ταξίδι, για πάρτι, για γνωριμίες με άλλους σκηνοθέτες και με άλλες ταινίες φυσικά. Σαν ένα δώρο που δίνεται στον σκηνοθέτη μετά από όλη αυτή την ταλαιπωρία που βιώνει καθώς προετοιμάζει μία ταινία.

zizotek, pinelopi tsilika
Πηνελόπη Τσιλίκα

Τι είναι εκείνο που σας δυσκόλεψε περισσότερο κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας;
Τα γυρίσματα ήταν απολαυστικά γιατί στήθηκαν με έναν τρόπο που επέτρεπε τον αυτοσχεδιασμό από τους ηθοποιούς κι από εμένα. Αυτός ο τρόπος δουλειάς σίγουρα ταλαιπώρησε τους συντελεστές της ταινίας οι οποίοι με ηρωικό τρόπο στήριξαν αυτόν τον τρόπο που επιλέξαμε να δουλέψουμε. Εγώ απολάμβανα που συνέβαιναν πράγματα στο γύρισμα τα οποία δεν είχαμε σχεδιάσει. Με λίγα λόγια το γύρισμα δεν ήταν η καλοκουρδισμένη εκτέλεση όλων όσων είχαμε προβάρει και προετοιμάσει αλλά η δημιουργία νέων αναπάντεχων συγκινήσεων. Φυσικά πολλές φορές βρεθήκαμε στο χείλος της καταστροφής και σε κάποιες σκηνές αφέθηκαν αποτυπώματα αυτής της αναρχίας. Ο μοντέρ μου Λάμπης Χαραλαμπίδης είναι ο μόνος που τα είδε… όλα! Το ελεύθερο γύρισμα ήταν μία κατεύθυνση που πήρα κυρίως λόγω του νεαρού πρωταγωνιστή ο οποίος ήταν και το μεγάλο στοίχημα της ταινίας. Ήθελα να νιώσει άνετα και να μπορέσω να καταγράψω τις αυθόρμητες αντιδράσεις του σε αυτά που συνέβαιναν στις σκηνές. Γι’  αυτό και κάναμε ελάχιστες πρόβες. Ευτυχώς ο Αύγουστος αποδείχτηκε μεγάλο ταλέντο και σε συνδυασμό με τους ιδιοφυείς συμπρωταγωνιστές του Δημήτρη Ξανθόπουλο και Πηνελόπη Τσιλίκα διαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό την ταινία.

zizotek, vardis marinakis, dimitris xanthopoylos
Δημήτρης Ξανθόπουλος

Σε ποιο είδος κατατάσσεται το «Ζίζοτεκ»;
Κάποιοι έγραψαν πως είναι αταξινόμητο, πως περνάει με χάρη μεταξύ διαφόρων ειδών από νεογουέστερν σε ταινία του φανταστικού. Εγώ θα έλεγα πως είναι μία τρυφερή ταινία, εσωτερική, μελαγχολική, που κουβαλάει μία ωμή αλήθεια.

Ο κόσμος των ονείρων και του παραμυθιού φαίνεται να σας γοητεύει απέραντα, όπως διαπιστώνουμε κι από τα δύο φιλμ. Τι είναι αυτό που σας συγκινεί περισσότερο σε αυτόν;
Ο κόσμος των ονείρων και του παραμυθιού είναι όντως ο αγαπημένος μου ο κόσμος. Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει αυτό. Το όνειρο και το παραμύθι αποτελούνται από αρχετυπικά στοιχεία. Εκεί μπορούν να συμβούν πράγματα αναπάντεχα, ακραία, ανεξήγητα. Το ίδιο συμβαίνει και στη ζωή. Οι ιστορίες που καλούμαστε να διηγηθούμε έρχονται από κάπου βαθιά. Το ίδιο και το setting τους. Πάρε τον Γούντι Άλλεν μακριά από μία μεγαλούπολη και τον έχασες. Βάλε τον Ταρκόφσκι σε μια σύγχρονη πόλη και πάλι τον έχασες. Αυτό που με συγκινεί στα όνειρα είναι πως είναι σαν το ποίημα της καθημερινότητας. Συνοπτικά, καθαρά και μυστηριώδη, ταυτόχρονα με πολλές μεταμφιέσεις και μεταμορφώσεις μέσα τους με έντονο το στοιχείο του παιχνιδιού. Το ίδιο και τα παραμύθια. 

Για ποιο λόγο κάνετε σινεμά; Κι αν δεν ήσασταν σκηνοθέτης τι επάγγελμα θα είχατε;
Από μικρός φανταζόμουν τις στιγμές που ζούσα κινηματογραφημένες. Από τα 12 είχα ένα τετράδιο κι έγραφα κριτική με βαθμολογία σε κάθε ταινία. Ίσως ήταν κι ένας τρόπος έκφρασης και διαφυγής από την καθημερινότητα. Οι περισσότεροι σκηνοθέτες επικοινωνούν μέσω του σινεμά καλύτερα απ’ ό,τι στην καθημερινότητα. Αν δεν ήμουν σκηνοθέτης θα ήμουν ποδοσφαιριστής. Λατρεύω την ανεμελιά του ποδοσφαίρου. Ακόμα και σε επαγγελματικό επίπεδο το διακύβευμα είναι τόσο κοντά σε κάτι παιδικό, όπως το να βάλεις γκολ που το κάνει αξιολάτρευτο. 

zizotek, vardis marinakis, aygoystos lamproy negrepontis, pinelopi tsilika
Αύγουστος Λάμπρου Νεγρεπόντης, Πηνελόπη Τσιλίκα

Διαβάζουμε στο press book: «Μια συγκινητική ιστορία για τη λαχτάρα για οικογένεια και οικειότητα».
Προσωπικά διάβασα κάπως διαφορετικά την ταινία. Μου έδωσε την αίσθηση ότι είναι ένα έργο για την απόλυτη μοναξιά, αφού και οι τρεις βασικοί χαρακτήρες του έργου στην πραγματικότητα είναι εντελώς μόνοι τους. Μάλλον βγάλανε τη μοναξιά για να μην τρομάξουν τον κόσμο! Η αλήθεια είναι πως η βάση των ηρώων είναι η μοναξιά αλλά αναζητούν την απόδραση από αυτήν μέσω της συνάντησης και της οικειότητας. 

Αγαπημένοι σκηνοθέτες και ταινίες; Επίσης η τελευταία ταινία που απολαύσατε στο σινεμά;
Tarkovsky («Mirror»), Bergman («Persona»), Felini («Dolce Vita»), Lynch («Mulholland Drive»), Jonathan Glazer («Birth», «Under the Skin») Paul Thomas Anderson («Master»), Terrence Mallic («The New World»), Apichatpong Weerasethakul («Uncle Boonmee Who Can Recall His Past Lives»). Τελευταία ταινία που απόλαυσα ήταν το «Under the Skin». Όταν λέμε απόλαυσα εννοώ να μείνω κολλημένος στη θέση μου κι όταν φύγω από το σινεμά να μην μπορώ να μιλήσω για ώρες. Εδώ να εξομολογηθώ πως δεν είμαι ιδιαίτερα σινεφίλ σκηνοθέτης, δεν βλέπω ταινίες από περιέργεια και δεν μου αρέσουν ταινίες cult etc. Πιο εύκολα βλέπω μία εμπορική από μία καθαρά φεστιβαλική ταινία. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ