Κινηματογραφος

Δημήτρης Αθανίτης: «Οι ήρωές μου αντιδρούν στο μέλλον που τους σχεδιάζουν άλλοι!»

Ο σκηνοθέτης της ταινίας που κέρδισε το 10ο βραβείο της, μίλησε στην A.V.  

324257-668306.jpg
Κωνσταντίνος Καϊμάκης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
329536-681632.jpg

O Δημήτρης Αθανίτης έκανε αίσθηση με την πρώτη του κιόλας ταινία, το «Αντίο Βερολίνο» που προβλήθηκε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1994, αποσπώντας το Ειδικό Βραβείο της κριτικής επιτροπής. Τρία χρόνια αργότερα, χάρισε στη Λένα Κιτσοπούλου το βραβείο ερμηνείας του ίδιου φεστιβάλ χάρη στην ταινία του «Καμμιά συμπάθεια για το διάβολο» (μια ελεύθερη διασκευή του μύθου του Ορφέα και της Ευριδίκης). Η τελευταία, 7η στη σειρά μεγάλου μήκους ταινία του, έχει τον τίτλο «Invisible» (αόρατος) και αφορά στην προσπάθεια ενός διαζευγμένου πατέρα που απολύεται –τον ερμηνεύει υποδειγματικά ο Γιάννης Στάνκογλου– να επανακτήσει τη χαμένη του αξιοπρέπεια με τον πλέον επώδυνο τρόπο. Να τι μας λέει ο σκηνοθέτης για την ταινία του, το ελληνικό σινεμά, τους αγαπημένους του δημιουργούς αλλά και την αγωνία του για την επόμενη μέρα.

UPDATE 3/10: 

 Tο "Invisible"κέρδισε το 2ο Βραβείο Καλύτερης Ταινίας και το Βραβείο Ανδρικού Ρόλου, χθες βράδυ στηνΦλωρεντία, στο Montelupo Fiorentino MIIFF.

Είναι το 10ο βραβείο για την ταινία και το 3ο για τον Γιάννη Στάνκογλου, μετά το Μεγάλο Βραβείο στην Figuera Film Art, τα βραβεία καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και πρώτου ρόλου στο London Greek Film Festival, και τα βραβεία σκηνοθεσίας, ανδρικού ρόλου, β' ανδρικού ρόλου και μοντάζ στο Bridges IFF στο Ναύπλιο.


Έχει κάποια κοινή σχέση το «Invisible» με τις παλιές ταινίες σας;

Η αλαζονεία της εξουσίας με ενοχλεί και για αυτό βάζω τους ήρωές μου να αντιδρούν απέναντι σε αυτή. Όπως η Κιτσοπούλου στο «Καμμιά Συμπάθεια για τον Διάβολο» έτσι κι ο Στάνκογλου στο «Invisible» αρνούνται να υποταχτούν και να συμβιβαστούν με τη ζωή που έχει σχεδιαστεί ερήμην τους.

Όταν σχεδιάζετε μια ταινία σκέφτεστε το κοινό;

Στην αρχή όχι, καθόλου. Στη πορεία μάλλον αρχίζω να το σκέφτομαι από την άποψη ότι είμαι ένας εξαιρετικά απαιτητικός θεατής και θέλω η ταινία που κάνω να αρέσει κατ΄ αρχήν σ’ εμένα, πράγμα καθόλου εύκολο. Πάντως όσο παράξενο και να σας ακουστεί με ενδιαφέρει ένα σινεμά μεγάλης εμβέλειας. Ελπίζω κάποια στιγμή να μου δοθούν τα κατάλληλα μέσα. Έχω κάνει τις ταινίες μου μέχρι τώρα με αστεία μπάτζετ.

Βρίσκετε κοινά θεματικά σημεία, κοινούς προβληματισμούς μεταξύ των νέων ελλήνων σκηνοθετών και των ξένων συναδέλφων σας; Από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές σχολές, με ποια πιστεύετε ότι έχουμε τα περισσότερα κοινά στοιχεία σήμερα;   

Η γλώσσα του σινεμά είναι διεθνής. Με την παγκοσμοιοποίηση έχουν ανοίξει οι δίαυλοι επικοινωνίας, αλλά και η θεματική έχει ενοποιηθεί αρκετά. Ποτέ δεν πίστεψα στις σχολές και τις εθνικές κινηματογραφίες. Μόνο οι ταινίες που ξεπερνούν τέτοια όρια, έχουν για μένα ενδιαφέρον. 

Από τις εμπειρίες που αποκομίσατε στο εξωτερικό και τις χώρες όπου προβλήθηκε το «Invisible», ποιες ήταν οι πιο ιδιαίτερες ή απροσδόκητες αντιδράσεις που σας έκαναν μεγαλύτερη εντύπωση;

Με έχει πραγματικά εντυπωσιάσει το πόσο βαθύτερη είναι η προσέγγιση της ταινίας από τους ανθρώπους των φεστιβάλ αλλά και τους κριτικούς στο εξωτερικό. Απαλλαγμένοι από την όποια αναφορά της ταινίας σε μια άμεση πραγματικότητα, την αντιμετωπίζουν κυρίως με κινηματογραφικούς όρους, σαν σινεμά. Από την άλλη είναι απίστευτο αλλά οι αντιδράσεις του κοινού είναι ανάλογες με το κοινό στην Ελλάδα.

Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης θα θέλαμε να μάθουμε αν σας άλλαξε κάπως –είτε ως καλλιτέχνη είτε ως πολίτη του κόσμου– η πιο πάνω εμπειρία;

Νιώθω πιο ώριμος για να προχωρήσω σε πιο μεγάλα σχέδια, έξω από στενά ελληνικά πλαίσια. Από την άλλη έπαψα πια να θεωρώ κάποιες πόλεις πιο κινηματογραφικές από άλλες. Όλα είναι στο μυαλό.

Η αίσθηση που είχαμε βλέποντας το φιλμ στην αίθουσα είναι πως πρόκειται μάλλον για ένα απαισιόδοξο και σκοτεινό έργο. Ήταν αυτή η πρόθεση σας ή κάνουμε λάθος εκτίμηση; Κι αν είναι έτσι, τελικά υπάρχει κάτι που να σας κάνει να αισιοδοξείτε για την επόμενη μέρα;

Χαίρομαι που το βρίσκετε σκοτεινό. Αυτό που με γοητεύει στο σινεμά, είναι να ταξιδεύω στις σκοτεινές πλευρές. Εκεί που τα πράγματα είναι υποδόρια, εκεί που καραδοκεί το απρόοπτο και η απειλή.  Σκοτεινό είναι  το μη προφανές, το  καινούργιο. Σκοτεινό είναι το ερωτικό.  Το «Invisible» είναι μια βαθιά αισιόδοξη ταινία, αφού ο ήρωας είναι ένα πρόσωπο που αρνείται τη παθητική αποδοχή της θέσης που του ορίζουν και αγωνίζεται για τη ζωή του. Και μάλιστα σε μια τόσο άνιση μάχη. Εξάλλου το φινάλε της ταινίας την ανοίγει απόλυτα.

Ποιο σινεμά σας εκφράζει; Ποιες ταινίες λατρεύετε να βλέπετε ξανά και ξανά και ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας δημιουργοί.

Με γοητεύει το σινεμά που έχει προσωπική γραφή, στυλ, άποψη. Το σινεμά που είναι υπόγειο, πολυεπίπεδο, ανατρεπτικό.  Δεν μου λέει τίποτα το φολκλόρ, το λευκό χιούμορ και η διακυρηγμένη «ποίηση». Σαν νεαρός σινεφίλ είχα μια αγία τριάδα: Χίτσκοκ, Φίσερ, Μπουνουέλ. Το «Κερέλ» του Φασμπίντερ είναι μια ταινία που θα ήθελα να έχω σκηνοθετήσει. Αντίθετα η «Περιφρόνηση» είναι μια ταινία που δεν μπορώ όσο και να προσπαθώ, να δω ολόκληρη.  Κι όμως είμαι αποφασισμένος να κάνω ένα ριμέικ της, ακομη κι αν και το πρωτότυπο μυθιστόρημα του Μοράβια απ’ όπου γυρίστηκε, μου φαίνεται κι αυτό ακόμη, απίστευτα λίγο.

Είναι ο ήρωας του «Invisible» ένα αποτέλεσμα της σύγχρονης οικονομικής κρίσης;

Όχι. Ασχέτως αν η ιστορία του ταιριάζει στη σημερινή πραγματικότητα, ήθελα να θίξω την αντίδρασή του απέναντι στη θέση που μας έχει δοθεί μέσα στον κόσμο παρά τη θέληση μας.

Ποια είναι η πολιτική θέση της ταινίας;

Η κινηματογραφική άποψη και η ηθική της. Εκείνο που με νοιάζει περισσότερο είναι να προκαλώ ερωτήματα κι  όχι να κηρύσσω. Μ’ ενδιαφέρει αυτό που κρύβεται κάτω από την επιφάνεια, αυτό που δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά.

Ποιο είναι το μεγαλύτερο, διαχρονικά, πρόβλημα του ελληνικού σινεμά και πώς θα προτείνατε να το αντιμετωπίσει η εκάστοτε ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού;

Το πρόβλημα που έχει κάθε μικρή κινηματογραφία. Οι αξίες της καθορίζονται από αλλού. Δεν αρκεί η κρατική υποστήριξη. Χρειάζεται συστηματική προώθηση και στήριξη από όλους τους εμπλεκόμενους: διανομείς, κριτικούς, κανάλια.

Έλληνας σκηνοθέτης και βιοπορισμός. Μπορούν να συνδυαστούν αυτά τα δύο;

Ζω κάνοντας μόνο σινεμά. Ζω λιτά αλλά κάνοντας αυτό που αγαπώ. Έχω κάνει επτά ταινίες, τρεις μικρές και μια τηλεταινία. Οι ταινίες μου κερδίζουν κοινό και εκτίμηση μέσα στο χρόνο και τώρα πια αξιοποιώ την άμεση διανομή σε όλο τον κόσμο μέσα από τις ψηφιακές πλατφόρμες.  Το «Καμιά Συμπάθεια για τον Διάβολο» κάνει μια εντυπωσιακή διαδικτυακή καριέρα αλλά και συνεχείς προβολές στην Ελλάδα. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με  τις «Τρεις Μέρες Ευτυχίας» αλλά και το «Αντίο Βερολίνο».

Πολιτικά πού ανήκετε;

Πουθενά. Η πολιτική έχει εκπέσει ανεπανόρθωτα. Τα σύνορα που κατασκευάζονται είναι πλαστά.

Γιατί γίνατε σκηνοθέτης;

Γιατί είμαι ερωτευμένος με το σινεμά και είναι το καλύτερο που ξέρω να κάνω.


INFO: Η ταινία «Invisible» του Δημήτρη Αθανίτη, που κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο στο Figueira Film Art και ήταν υποψήφια για 6 βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, κυκλοφορεί στις αίθουσες από τις 3 Νοεμβρίου 2016.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ