3303-8397.jpg
Ιστορια

Θολός Βυθός

Αθήνα, Βέροια, Θεσσαλονίκη, «Απόστολος Παύλος», «Άγιος Χαράλαμπος», «Καλή Παναγιά», «Άγιος Δημήτριος», οι «άγιοι» τόποι που καθόρισαν για έξι χρόνια τη ζωή του, όπως και των άλλων ορφανών του Εμφύλιου.

Οι άγριοι τόποι όπου ο παράδεισος των παιδικών χρόνων αντικαταστάθηκε από απρόσωπες κι αταξικές μικροκοινωνίες ίσης μεταχείρισης και προπαγάνδας που έστησε το Παλάτι την περίοδο 1947-1957 (από το καλοκαίρι του 1947 ιδρύθηκαν από τη Βασιλική Πρόνοια 52 παιδουπόλεις, όπου στεγάστηκαν 23.000 παιδιά).

Ο Ατζακάς παλεύει με τα φαντάσματά του. Σε αυτή τη διαδικασία συγκρούσεων η εμπειρία του συγγραφέα από τα θλιβερά ορφανοτροφεία της Φρειδερίκης είναι μια μαρτυρία μοναδική, που συμπληρώνει την οπτική και ιστορική καταγραφή. Στο «Θολό βυθό» δύο φωνές αφηγούνται. Ο ενήλικος Γιάννης Αρχοντής αφήνει διστακτικά για πρώτη φορά ύστερα από 50 χρόνια το Παιδί που κάποτε υπήρξε να μιλήσει. Να περιπλανηθεί σ’ αυτόν το σιωπηλό βυθισμένο κόσμο και να διηγηθεί την οδυνηρή εμπειρία, τα χαμένα, τα κλειδωμένα χρόνια στα παιδικά στρατόπεδα. Το ξερίζωμα του ορφανού από το χωριό του ‒τον Θεολόγο της Θάσου‒ τον πόνο του αποχωρισμού από τους αγαπημένους παππούδες, την έξωση από τον παράδεισο, τα 6 χρόνια περιπλάνησης από παιδόπολη σε παιδόπολη, υπακούοντας τυφλά σε οδηγίες και άνωθεν εντολές. Αναμνήσεις δυσάρεστες, αξεδιάλυτες, εντυπωμένες βαθιά μέσα στη μνήμη. Αδύνατον τελικά να ξεχαστούν, αφού ορίζουν την παρούσα θέση του ενήλικου που υπέφερε και υποφέρει. Τότε δεν ήξερε… «ο Γιάννης σκέφτηκε ότι το Παιδί δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι όλα εκείνα τα ιδρύματα ήταν δημιουργήματα μιας σκληρής και ταραγμένης εποχής με τις πιο σκοτεινές σκοπιμότητες». Τώρα αναζητά στους θολούς βυθούς της μνήμης του απαντήσεις. Φοβίες κι εμμονές απαιτούν να βγουν στην επιφάνεια. Εφιάλτες με στολή ονείρων. Όσο διαρκεί μια νύχτα το Παιδί επιστρέφει για να του δώσει τις ενδείξεις των ασυνείδητων κινήτρων.

Με δύο παράλληλους ψυχαναλυτικούς μονολόγους ο «δειλός» που κρύβεται χρόνια πίσω από το προσωπείο της αδιαφορίας ζητά λύτρωση. Από τις κρυμμένες ενοχές και τα κρυμμένα τραύματα. Στο Παιδί, αθώο και σκληρό, θα του επιτραπεί επιτέλους να μιλήσει. Να πει ολόκληρη την παλιά ιστορία. Για ανταρτόπληκτα παιδιά απότοκα ακραίων και λαθεμένων επιλογών. Για την προπαγάνδα ενός πολύπλοκου μηχανισμού που ανέλαβε να τα προστατέψει αλλά ταυτόχρονα να τα χειραγωγήσει. Για ακρωτηριασμένα αισθήματα. «Ούτε χωριό, ούτε σπίτι ούτε οικογένεια, ένα συφοριασμένο στρατόπεδο παιδιών ήταν, μονολόγησε ο Γιάννης. Υπήρχαν μόνο τα απαραίτητα, κι έτσι τα προσωπικά συναισθήματα ήταν εντελώς περιττά. Είχαν μάθει ν’ αγαπούν μόνο την πατρίδα, τη βασίλισσα, την Παναγιά και τον Χριστό. Για τους άλλους ανθρώπους, ακόμα και για τους πιο δικούς, δεν έμενε τίποτα». Να μιλήσει για τον παραλογισμό του πολέμου, για τα ποτάμια αίματος που χύθηκαν ένθεν κακείθεν, για τους εξορισμένους, τους απάτριδες, τους αγνοούμενους και τους νεκρούς. Για την εμφυλιακή και μετεμφυλιακή εποχή που γέννησε εφιάλτες που βασανίζουν ακόμα. Εφιάλτες που τον ώθησαν να τους εξορκίσει γράφοντας ένα συγκλονιστικό πεζογράφημα.

info: τεύχος 262, εκδ. Άγρα, 281 σελ.