Βιβλιο

30 χρόνια χωρίς τον Max Frisch

Τη μέρα που πέθανε, στις 4 Απριλίου 1991, ήξερα ότι θα πεθάνει: δεν τον συνάντησα ποτέ, ούτε ήξερε την ύπαρξή μου― εγώ όμως βαδίζω με βήμα αβέβαιο ανεβασμένη στους ώμους του.

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο συγγραφέας Max Frisch
© Jack Metzger/Wikimedia Commons

Η Σώτη Τριανταφύλλου γράφει για τo επιδραστικό έργο και την προσφορά του συγγραφέα Max Frisch που πέθανε στις 4 Απριλίου 1991.

Σε ένα ράφι της βιβλιοθήκης μου υπάρχει μια μικρή κορνίζα με τη φωτογραφία του Max Frisch. Φοράει μεγάλα γυαλιά με χοντρό κοκάλινο σκελετό. Καμιά φορά, επισκέπτες με ρωτάνε «ποιος είναι»· αν είναι ο μπαμπάς μου. Όχι, δεν είναι ο μπαμπάς μου: είναι ο Ελβετός συγγραφέας του «Hobo Faber», του «Ας με λένε Γκάντενμπαϊν» και του «Μόντοκ». Τη μέρα που πέθανε, στις 4 Απριλίου 1991, είχα προαίσθημα ότι θα πεθάνει: η μεταφυσική της καθημερινής ζωής. Δεν τον συνάντησα ποτέ· δεν ήξερε την ύπαρξή μου― εγώ όμως βαδίζω με βήμα αβέβαιο ανεβασμένη στους ώμους του.     

Ο συγγραφέας Max Frisch
© Hans Gerber/Wikimedia Commons
  

Ο Μax Frisch ήταν «εγωτιστής»· ένας συγγραφέας που ακροβατούσε ανάμεσα στην τέχνη της μυθοπλασίας και σε ένα είδος μετουσιωμένης εξομολόγησης. Όπως έγραφε ο συμπατριώτης του, ο Friedrich Dürrenmatt, σε μια κριτική του για το μυθιστόρημα «Στίλλερ», «η εξομολόγηση δεν έχει θέση στα λογοτεχνικά έργα: όσα εκμυστηρεύεται κανείς στον καλύτερο φίλο του δεν επιτρέπεται να ανακοινώνονται στο αναγνωστικό κοινό»: αν και ο ίδιος ο Frisch είχε χαρακτηρίσει τον εαυτό του «εγωμανή», διαφέρει από τους ναρκισσιστές αυτοβιογραφούμενους όπως η Marguerite Duras ή ο Philippe Sollers που ασκούν την εφήμερη σαγήνη των προσωπικών αποκαλύψεων. Ο Frisch νιώθει ότι όσα τον αφορούν προσωπικά αφορούν όλους τους ανθρώπους. Οι μυθιστορηματικοί του ήρωες αντανακλούν τους συγχρόνους του· στα έργα του ξετυλίγεται η ζωή στην ύστερη νεωτερικότητα: η μοναξιά, το αυτεξούσιο, η αυτάρκεια του ατόμου μέσα στο πλήθος· το πράττειν (machen, tun) και η διάλυση (ungetan machen) του μητροπολιτικού πλάσματος· ο φόβος των γηρατειών και του θανάτου, η ύπαρξη ως αέναο χάος, η αμείλικτη σύγκρουση ανδρών και γυναικών. Η ζωή σαν κάτι που καίει.

Jadore ce qui me brûle: «Λατρεύω ό,τι με καίει» είναι ο τίτλος ενός βιβλίου του: το έγραψε το 1944, όταν η γέννηση του δεύτερου παιδιού του, που συνέπεσε με το τέλος του πολέμου, τον οδήγησε στην απόρριψη του οικογενειακού κομφορμισμού. Στη συνέχεια, έγινε ελεύθερος συγγραφέας ―μέχρι τότε εργαζόταν ως αρχιτέκτονας και δημοσιογράφος― και, προπάντων, ελεύθερος άνδρας· ελεύθερο ηλεκτρόνιο· εκφραστής ενός εγωτισμού που δεν φαίνεται να οφείλει πολλά στη «λατρεία του εγώ» των ρομαντικών. Το εγώ στον Μax Frisch είναι αμφίσημο, αμφίρροπο και σαθρό· μοιάζει αποκομμένο τόσο από τη ρομαντική παράδοση ―στο έργο του οι ήρωες διατηρούν την ατομικότητά τους και φαίνονται ψύχραιμοι, παγεροί σχεδόν, μπροστά στα πάθη και στη μυθολογία του έρωτα― όσο και από το επιθετικό εγώ του Μaurice Barrès.

Ο συγγραφέας Max Frisch
© Jack Metzger/Wikimedia Commons

Ποιος ήταν λοιπόν αυτός ο γερμανόφωνος Ελβετός, που έγραψε τόσα πολλά για τον εαυτό του ώστε δεν μπορούμε να βγάλουμε άκρη; Και à propos, υπάρχει πράγματι ελβετική λογοτεχνία; Άραγε η Ελβετία, εκτός από τυριά, χιονοδρομικά κέντρα και τράπεζες, έχει να επιδείξει λογοτεχνία; Αν και η απάντηση είναι θετική, ο ίδιος ο Frisch αισθανόταν Ευρωπαίος, όχι Ελβετός ―κι αντίθετα από τον Dürrenmatt, απέδρασε από την Ελβετία, από το ήμερο κλειδωμένο τοπίο, το χωρίς δίοδο στη θάλασσα. Έτσι, για πολλούς αναγνώστες και συγγραφείς σαν εμένα, έγινε το πρότυπο του σύγχρονου, «παγκοσμιοποιημένου» συγγραφέα: άφησε πίσω του «τον λαό των αφεντάδων» και υιοθέτησε την κινητικότητα του μεταπολεμικού κόσμου, παρότι ήδη από τη δεκαετία του 1950 δήλωνε ότι «τα ταξίδια δεν θα αργήσουν να γίνουν αναχρονιστικά». Ήταν, με έναν α-πολιτικό τρόπο Ευρωπαίος οραματιστής: στον Max Frisch διάβασα για πρώτη φορά για την προοπτική του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος.                          

Στα πρώτα του έργα έθιγε τα ζητήματα της ενοχής για τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και αναρωτιόταν για την καταγωγή του ναζισμού: αυτά τα ερωτήματα τον οδήγησαν στον υπαρξισμό, που, όπως γράφει η Iris Murdoch στην «Ηγεμονία του Καλού», είναι το μοναδικό φιλοσοφικό σύστημα που μπορεί να χρησιμεύσει ως ηθικός κώδικας του μοντέρνου ανθρώπου. Στην περίπτωση του Max Frisch πρόκειται για τον ιδιότυπο υπαρξισμό του ανθρώπου που σκέφτεται «επιστημονικά», «θετικά», όπως ο homo faber, ο άνθρωπος-τεχνικός ―ο άνθρωπος που χρησιμοποιεί την τεχνολογία σαν προέκταση του εαυτού του αν και παραδέχεται πως «είναι μια πρόφαση για να μη ζούμε με άμεσο τρόπο.»

Ο Frisch διένυσε μακρύ δρόμο από την αρχιτεκτονική στη λογοτεχνία και στο θέατρο· επίσης, μιας και το ελβετικό εμβαδόν είναι μικρό, διένυσε μακρύ δρόμο από τη Ζυρίχη κι από το θέατρο στη σκιά του Brecht. Ο Brecht ήταν αναπόφευκτη επιρροή για κάθε γερμανόφωνο συγγραφέα που σεβόταν το παρελθόν, αλλά ο Frisch τον παραμέρισε ― πράγμα φυσικό εφόσον, μεταξύ άλλων, ο Brecht δεν αντιλαμβανόταν την τραγωδία του σταλινισμού.

Ο συγγραφέας Max Frisch
© ETH-Bibliothek Zürich, Bildarchiv/Wikimedia Commons

Σκέφτομαι συχνά τον Frisch ―όχι μόνο επειδή έχω την κορνιζαρισμένη φωτογραφία. Σκέφτομαι πόσο επίκαιρο είναι το θεατρικό του έργο «Ο κύριος Μπίντερμαν και οι εμπρηστές» για το οποίο έχω γράψει ξανά και ξανά τα τελευταία χρόνια επισημαίνοντας τη γενικευμένη εθελοτυφλία. Κυρίως, σκέφτομαι το ηθικό του σύστημα· την ανησυχία και την περιπλάνηση, τον βλέμμα του hamo faber που ερμηνεύει τη μοίρα με τους νόμους της στατικής και της αντοχής των δομικών υλικών. Ψυχικό σθένος, ορθός λόγος, ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ατομικότητα: ιδιότητες που μας λείπουν όλο και περισσότερο στον εύθραυστο κόσμο του 21ου αιώνα.

Ο συγγραφέας Max Frisch
© Comet Photo AG /Wikimedia Commons

Στα ελληνικά κυκλοφορούν το «Hobo faber» από τις εκδόσεις Πατάκη), το «Ας με λένε Γκάντενμπαϊν» και το «Μακρύ Σαββατοκύριακο στο Λονγκ Άιλαντ» (Montauk) από τις εκδόσεις Μελάνι.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ