Βιβλιο

Άλαν Χόλινγκχερστ: Η ζωή μου θα γινόταν βαρετό βιβλίο

Ο πολυβραβευμένος Βρετανός συγγραφέας μιλάει στην A.V.

32823-103920.jpg
Κωνσταντίνος Τζήκας
ΤΕΥΧΟΣ 475
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
64241-142337.jpg

Τον «στήνω» πέντε ολόκληρα λεπτά· αυτός βρίσκεται στο σημείο συνάντησης στην ώρα του. Τα εθνικά στερεότυπα επιβεβαιώνονται. Η κουβέντα με τον πολυβραβευμένο Βρετανό συγγραφέα Άλαν Χόλινγκχερστ υπόσχεται να είναι συναρπαστική, παρά τους εξωτερικούς περισπασμούς – τις ζωηρές φωνές των υπολοίπων πελατών του καφέ και τη θέρμανση που δουλεύει φουλ και αναγκάζει το συγγραφέα να αναφωνήσει «υπερβολική ζέστη εδώ μέσα!»


Το τελευταίο του βιβλίο, «Το παιδί του ξένου» (εκδ. Καστανιώτη, σε εξαιρετική μετάφραση Αντώνη Καλοκύρη), χαιρετίστηκε από την κριτική ως ένα από τα πλέον σύνθετα, φιλόδοξα και εμπνευσμένα έργα των τελευταίων ετών, ενώ συμπεριλήφθηκε στη μακρά λίστα του Man Booker. Βραβείο άλλωστε με το οποίο είχε τιμηθεί ο Χόλινγκχερστ το 2004 για τη «Γραμμή της Ομορφιάς» (επίσης εκδ. Καστανιώτη). Το παρόν βιβλίο είναι μια τοιχογραφία εκατό ετών της βρετανικής κοινωνίας, από την παραμονή του Α΄ Παγκοσμίου μέχρι την αυγή της νέας χιλιετίας, επικεντρωμένη γύρω από τη ζωή ενός γοητευτικού, ερωτικά αμφίσημου ποιητή που πεθαίνει νέος (χαρακτήρας εμπνευσμένος από τον πραγματικό ποιητή Ρούπερτ Μπρουκ). Χρόνια αργότερα άλλοι χαρακτήρες διαβάζουν τις επιστολές του, γράφουν τη βιογραφία του ή τον αναφέρουν σε απομνημονεύματά τους: μια απολαυστική σπονδή στη μνήμη, τη φήμη και την κατασκευή των μύθων.

Πώς σας ήρθε η ιδέα για το βιβλίο και ιδίως το εύρημα των επιστολών και των βιογραφιών;

Είναι μια ιδέα που είχα χρησιμοποιήσει και στο πρώτο βιβλίο μου, τη «Βιβλιοθήκη της Πισίνας» (εκδ. Καστανιώτης). Κι εκεί υπήρχε μια δράση παράλληλη προς την κύρια του βιβλίου, ο νεαρός ήρωας που διάβαζε τα ημερολόγια του ηλικιωμένου άντρα. Στο «Παιδί του ξένου» μ’ ενδιέφερε ακόμα περισσότερο να ιχνηλατήσω την ιστορία της φήμης, όπως ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του νεαρού ποιητή Σέσιλ Βαλάνς, που σκοτώνεται στον Α΄ Παγκόσμιο και για δεκαετίες μετά γράφουν γι’ αυτόν, διερωτώνται για την ερωτική ζωή του, τον θυμούνται ή μαθαίνουν γι’ αυτόν.

Πώς αποφασίσατε να τοποθετήσετε το πρώτο μέρος του βιβλίου λίγο πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο;

Το καθένα από τα πέντε μέρη του βιβλίου συμβαίνει λίγο πριν από ένα σημαντικό γεγονός. Όταν σκεφτόμουν το βιβλίο στο μυαλό μου, ήθελα να συμπεριλάβω τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο –τον Μεγάλο Πόλεμο, όπως τον έλεγαν τότε– ως κομβικό σημείο για τη Βρετανία. Επίσης, όλη αυτή η συνήθεια, η κουλτούρα της ανάμνησης των νεκρών, του «μνημόσυνου», ξεκίνησε έντονα μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με την ανέγερση μνημείων και ομοιωμάτων τους προς τιμήν τους. Και βέβαια με βιογραφίες. Οι βιογραφίες τότε –όπως η βιογραφία του Σέσιλ που γράφει στη δεκαετία του ’20 ο χαρακτήρας του Σεμπάστιαν Στόουκς– ήταν εξαιρετικά σεβαστικές, αψεγάδιαστες, χωρίς να διεισδύουν στην προσωπική ζωή του βιογραφούμενου. Συνήθως τις έγραφε ένα μέλος της οικογένειας ή κάποιος οικογενειακός φίλος.

Βαρετές, θα λέγαμε, για τα σημερινά δεδομένα.

Εντελώς. Η μεγάλη έκρηξη στο θέμα αυτό –το δικαίωμα να συζητιέται ανοιχτά η σεξουαλικότητα ενός δημόσιου προσώπου, η ιδιωτική ζωή του– ξεκίνησε στη Βρετανία τη δεκαετία του ’60. Ιδιαίτερα σημαντική χρονιά ήταν το 1967, η χρονιά της αποποινικοποίησης διαφόρων σεξουαλικών πρακτικών στη Βρετανία. Το τρίτο μέρος του βιβλίου συμβαίνει λίγο μόλις πριν περάσει η αποποινικοποίηση. Και λίγο πριν κυκλοφορήσει η πρώτη βιογραφία του (ομοφυλόφιλου) συγγραφέα Λίτον Στρέιτσι, που μιλούσε ανοιχτά για την ιδιωτική του ζωή.

Το βιβλίο σας αποτίνει φόρο τιμής στο μοντερνιστικό μυθιστόρημα του Μεσοπολέμου, ιδίως το δεύτερο μέρος που βλέπουμε συνεχώς όλες αυτές τις διαφορετικές οπτικές γωνίες, τον τρόπο πρόσληψης της πραγματικότητας από διαφορετικούς χαρακτήρες;

Όχι τόσο πολύ μοντερνιστικό, τεχνικά τουλάχιστον. Βέβαια, το κάθε μέρος εσκεμμένα παραπέμπει εν μέρει στο ύφος και το στιλ της κάθε περιόδου στην οποία αναφέρεται. Θα έλεγα πως το πρώτο μέρος, για παράδειγμα, που εκτυλίσσεται το 1913, έχει αναφορές στον Χένρι Τζέιμς και τον Ε.Μ. Φόρστερ, αλλά δεν είχα κάποιο συγκεκριμένο συγγραφικό ύφος στο μυαλό μου που να προσπαθούσα να αντιγράψω. Για μένα είχε ενδιαφέρον να δούμε αυτά τα πρόσωπα μετά από κάθε καινούργιο άλμα στο χρόνο. Εκεί που ένας χαρακτήρας μπορεί να ήταν πρωταγωνιστικός σε ένα μέρος, στο επόμενο μπορεί να ήταν δευτερεύων, να τον βλέπαμε μέσα από τα μάτια ενός άλλου χαρακτήρα, που μπορεί να τον καταλάβαινε, μπορεί και όχι.

n

Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι πως δεν υπάρχουν λεπτομερείς σεξουαλικές σκηνές, όπως υπήρχαν, ας πούμε, στη «Γραμμή της Ομορφιάς». Έγινε εσκεμμένα αυτό;

Προφανώς: δεν έφτασα στο σημείο που έπρεπε να τις περιγράψω και απλά τις πήδηξα! Ήθελα να υπάρχει αυτή η υπαινικτικότητα, σαν ένα είδος αναφοράς στην ίδια τη θεματική του βιβλίου, την έλλειψη ανοιχτού διαλόγου για την ιδιωτική ζωή των ανθρώπων που ήταν ο κανόνας τότε, το μυστήριο που κάλυπτε τα πάντα. Ακόμα και σήμερα, που τα πάντα συζητιούνται ανοιχτά, υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που δεν ξέρουμε και δεν θα μάθουμε ποτέ για τις ιδιωτικές ζωές των ανθρώπων. Ήταν ο τάδε φίλος με τον δείνα ή κάτι παραπάνω κ.ο.κ. Γι’ αυτό και κάπως κράτησα αυτή την υπαινικτικότητα, ακόμα και στις ερωτικές σκηνές, π.χ. στο πρώτο μέρος υπάρχει αυτή η περιγραφή του Σέσιλ και του Τζορτζ, όταν βγαίνουν μαζί από τους θάμνους και όλοι υποψιαζόμαστε τι συνέβη. Θα μπορούσε να είναι ένα κομμάτι βιβλίου του Ε.Μ. Φόρστερ, μόνο που εκείνος στην εποχή του θα το είχε γράψει ακόμα πιο υπαινικτικά.

Είναι το παρελθόν μια ιστορία που αφηγούμαστε στον εαυτό μας, όπως υποστηρίζουν κάποιες σχολές της φιλοσοφίας και της ψυχολογίας; Έχω μια αίσθηση όσο μεγαλώνω ότι τα πάντα, ό,τι έχουμε βιώσει, ξεγλιστράνε και δεν μπορούμε παρά να συγκρατήσουμε, να ανακαλέσουμε, παρά μια ιδέα τους, μια αίσθηση ή λεπτομέρεια. Οπωσδήποτε. Είναι ίσως το κεντρικό θέμα του βιβλίου. Όλοι θυμούνται διαφορετικά τον Σέσιλ, ο καθένας κατά κάποιον τρόπο τον κατασκευάζει, θυμάται τη δική του εκδοχή. Νομίζω είναι ο μόνος τρόπος να θυμόμαστε το παρελθόν. Μιλώντας για μένα, υπάρχουν περίοδοι της ζωής μου που δεν μπορώ να θυμηθώ καθόλου, ιδίως περίοδοι στις οποίες ήμουν πολύ απασχολημένος. Ίσως ο μόνος τρόπος για να θυμάσαι κάτι είναι να το καταγράψεις σε ένα ημερολόγιο. Όμως ακόμα και τότε έχεις ήδη ξεχάσει πράγματα που μόλις έχεις ζήσει, τα θυμάσαι διαφορετικά, επιλέγεις συγκεκριμένα πράγματα να καταγράψεις στο ημερολόγιό σου από το σύνολο μιας μέρας, που καμιά φορά μπορεί να είναι και τα πιο επουσιώδη.

Εσείς έχετε κρατήσει ποτέ ημερολόγιο;

Ναι, όταν ήμουν φοιτητής στην Οξφόρδη. Καμιά φορά διαβάζω πράγματα που είχα γράψει τότε και δεν θυμάμαι καν σε ποια πρόσωπα ή καταστάσεις αναφερόμουν. Για παράδειγμα, γράφω σε ένα σημείο «Σήμερα ήπια τσάι με τον Πέιλι». Τον αναφέρω συνέχεια αυτόν τον Πέιλι και σήμερα δεν έχω ιδέα ποιος ήταν!

Ίσως ήταν ένα φανταστικός σας φίλος.

Σίγουρα!

Σας αγχώνει η ιδέα πως κάποιος κάποτε μπορεί να γράψει τη δική σας βιογραφία ή να αναζητήσει τις επιστολές σας;

Θα έλεγα πως δεν το έχω σκεφτεί τόσο πολύ. Βέβαια, η ιδέα αυτή –της έρευνας της ιδιωτικής ζωής του συγγραφέα, τόσο δημοφιλής σήμερα– έχει κάτι τόσο συναρπαστικό όσο και απωθητικό. Πλέον έχω φτάσει νομίζω στην ηλικία που αρχίζω να αναφέρομαι στα απομνημονεύματα άλλων! Φέτος κυκλοφορεί ένα τέτοιο βιβλίο –τα απομνημονεύματα του συγγραφέα Έντμουντ Γουάιτ με τίτλο «Inside a pearl»– στο οποίο αναφέρομαι. Εάν πάντως κάποιος έγραφε κάποτε τη βιογραφία μου, σίγουρα θα προέκυπτε ένα εξαιρετικά ανιαρό βιβλίο!

Θεωρείτε πως το «Παιδί του ξένου» είναι κάτι σαν το magnum opus σας;

Δεν ξέρω (γελάει νευρικά). Σίγουρα είναι ό,τι πιο φιλόδοξο έχω γράψει. Με κάθε βιβλίο μου θέλω να κάνω κάτι διαφορετικό.

Ίσως τώρα επιβάλλω τη δική μου, εσφαλμένη ερμηνεία των πραγμάτων, όπως κάνουν και οι ίδιοι οι ήρωες στο βιβλίο αναφορικά με τη ζωή του Σέσιλ, αλλά πρέπει να σας ρωτήσω: έχετε «βάλει» τον εαυτό σας σε κάποιον από τους χαρακτήρες; Σκεφτόμουν τον Πολ, το νεαρό διανοούμενο/συγγραφέα.

Δεν θα το έλεγα. Ο Πολ είναι μάλιστα μεγαλύτερος από μένα. Γεννιέται λίγο πριν το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ενηλικιώνεται σεξουαλικά το ’60. Όμως σε κάθε βιβλίο βάζω μέσα βιώματά μου, πράγματα που έζησα, που γνώρισα. Όπως το έκανα ήδη από τη «Βιβλιοθήκη της Πισίνας», που διαδραματίζεται το ’83.

Έχετε δηλώσει επανειλημμένα στο παρελθόν πως σας ενοχλεί να σας «φακελώνουν» σαν «γκέι συγγραφέα». Ισχύει ακόμα αυτή η δυσαρέσκεια εκ μέρους σας;

Δεν το σκέφτομαι τόσο πια. Σίγουρα, όταν ξεκίνησα, ήταν πολύ βολικό να με μαρκετάρουν σαν «γκέι συγγραφέα». Όταν η «Γραμμή της ομορφιάς» κέρδισε το Booker, ήταν μεγάλος πειρασμός –και αναμενόμενο– για τα μέσα να το αναφέρουν ως «γκέι μυθιστόρημα». Μια εύκολη ατάκα. Θα έλεγα πως δεν γράφω «γκέι λογοτεχνία», παρότι αναπόφευκτα είχαν και θα έχουν γκέι θεματική τα βιβλία μου. Όμως, θεωρώ πως η γκέι λογοτεχνία έφτασε στο αποκορύφωμά της τη δεκαετία του ’90, τότε που εξέφραζε κάτι και κέρδισε κάποιες μάχες, προτού απορροφηθεί από το mainstream. Έπαιξε το ρόλο της.

Ποιες είναι οι σκέψεις σας για τα κρούσματα ομοφοβικής βίας σε χώρες όπως η Ρωσία; Ακόμα και στην Ελλάδα σημειώνονται τον τελευταίο καιρό κάποιες έντονες ομοφοβικές αντιδράσεις. Δεν ξέρω αν ακούσατε πρόσφατα για το παραλήρημα ενός δημοσιογράφου στο ραδιόφωνο κατά γνωστού, ανοιχτά γκέι συγγραφέα. Το άκουσα, ναι. Προφανώς και με δυσαρεστούν όλα αυτά. Νιώθω πως τα πράγματα, σε γενικές γραμμές, πάνε καλύτερα. Από την άλλη, όλες αυτές οι εξελίξεις με ανησυχούν βαθιά. Πρέπει βέβαια να θυμόμαστε πως τα πράγματα εξελίσσονται διαφορετικά σε κάθε τόπο. Σήμερα, ας πούμε, η Βρετανία είναι μια αρκετά φιλική στους γκέι χώρα, το Λονδίνο ιδίως. Όμως, δεν είναι το ίδιο αν ζεις, για παράδειγμα, σε μια επαρχιακή πόλη της Αγγλίας.

Μια και αναφέρετε τα 80s, ποια είναι η άποψή σας για την αντίδραση που ακολούθησε μετά το θάνατο της Μάργκαρετ Θάτσερ πέρυσι. 

+Υπήρξαν έντονες αντιδράσεις για το πρόσωπό της ακόμα και στην Ελλάδα, μια χώρα που δεν έζησε υπό την πρωθυπουργία της. Το γεγονός ότι η κηδεία της έγινε δημοσία δαπάνη, η πρώτη φορά νομίζω που γίνεται κάτι τέτοιο από την εποχή του Τσόρτσιλ; Το βρήκα εμετικό.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ