Βιβλιο

Καλοκαίρι του ᾿89, παρέα με τον Παπαγιώργη

Απόσπασμα από την «Καλοσύνη των ξένων»

48843-108299.jpg
Πέτρος Τατσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 475
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
64227-142287.jpg

Εκτός από το «Καταφύγιο ιδεών» του Χρήστου Γιανναρά, η λίστα με τα βιβλία που πρότεινα στους αναγνώστες των «Νέων» το 1987 περιελάμβανε τα «Δύο αδέλφια» του Δημητρίου Βικέλα, την «Εικόνα στο χαλί» του Χένρι Τζέιμς, τη «Μάσκα του Δημητρίου» του Έρικ Άμπλερ και το «Περί μέθης» του Κωστή Παπαγιώργη. Η τελευταία πρόταση στάθηκε αφορμή και για τη γνωριμία μου με τον Κωστή, μια γνωριμία που με στήριξε στα πόδια μου όταν, στα τριάντα μου χρόνια, βρέθηκα πρώτη φορά χωρίς δίχτυ προστασίας. Οι θετοί μου γονείς [ο Βαγγέλης και η Ρεγγίνα] είχαν πεθάνει, τη φυσική μου μητέρα τη θεωρούσα ωσεί πεθαμένη και το φυσικό μου πατέρα άγνωστο όσο και πριν […]

Τον καιρό περίπου που πέθανε η Ρεγγίνα, πέθανε και η μητέρα του Παπαγιώργη. Συμπλήρωνα ενάμιση χρόνο γνωριμίας μαζί του. Ανήκαμε στο καραβάνι των ξενύχτηδων που ετοιμαζόταν να κατηφορίσει από τον «Βρούτο» και το «Ντεκαντάνς», στα σύνορα με τη Νεάπολη, προς το «Τρίτο μάτι» και τον «Ένοικο», στην καρδιά των Εξαρχείων. Μολονότι δεν έπινε πια ο ίδιος –είχε καταφέρει παρά τρίχα να τη σκαπουλάρει από κίρρωση του ήπατος– ήταν ο πνευματικός κάθε πότη με υπαρξιακές αγωνίες. Είχε δημοσιεύσει το «Περί μέθης», μια πραγματεία που συμφιλίωνε το πνεύμα με το οινόπνευμα και δικαίωνε όσους δεν ήθελαν να θυσιάσουν το ένα προς όφελος του άλλου. Συνεπεία αυτής της μελέτης, στην αυλή του Παπαγιώργη διαγκωνίζονταν όλοι οι ευέλπιδες κολασμένοι: ποιητές, πεζογράφοι και δοκιμιογράφοι που θεωρούσαν ισοδύναμη την υποχρέωσή τους απέναντι στα γράμματα και απέναντι στον τζερτζελέ. Πώς να τη βγάλω απόψε; Να στρώσω κάτω τον κώλο μου και να γράψω καμιά σελίδα που να τρώγεται ή να γίνω πάλι πίτα και να στουκάρω σε καμιά τζαμαρία; Αρκετά πιστή απόδοση εκείνης της περιόδου θα βρείτε σ’ ένα από τα λιγότερο γνωστά βιβλία του, το δικέφαλο «Η κόκκινη αλεπού - Οι ξυλοδαρμοί», ιδίως στο κεφάλαιο που περιγράφει μια επεισοδιακή νυχτερινή μας συνάντηση με τον Κώστα Ταχτσή, λίγες μόλις ημέρες πριν ο τελευταίος δολοφονηθεί. Θα πάρετε μια καλή τζούρα από το κλίμα.

Ο θάνατος των μανάδων μας, το καλοκαίρι του 1989, είχε δύο σχεδόν παράλληλα επακόλουθα. Ο Παπαγιώργης ξεκίνησε να γράφει το «Ζώντες και τεθνεώτες», ένα μικρό δοκίμιο γύρω από το τι σημαίνει να κολυμπάς ζωντανός –«μελλοντικός νεκρός ο καθένας μας»– σ’ έναν ωκεανό πεθαμένων. Μου έκανε την τιμή να μου το αφιερώσει. Λίγο προτού ή λίγο αφότου το έβαλε στα σκαριά, ήρθε μαζί με τη Ράνια, την κατοπινή του σύζυγο, να μείνει στη Φαιδριάδων και να με βοηθήσει να φέρω βόλτα το ανοικονόμητο διαμέρισμα. Ο Παπαγιώργης είναι ψυχαναγκαστικός με την καθαριότητα. Όση αταξία βασιλεύει στα χειρόγραφά του –με αναρίθμητες μουντζούρες και παραπομπές που χρειάζονται συνήθως αποκρυπτογράφηση– τόση τάξη κυριαρχεί στο νοικοκυριό του. Απεναντίας, τα δικά μου γραπτά λαμποκοπούν, ενώ μπορεί ολόγυρα οι κατσαρίδες να στήνουν γλέντι τρικούβερτο. Αυτές οι διαμετρικά αντίθετες ιδιοσυγκρασίες θα δώσουν λαβή σ’ ένα ευτράπελο περιστατικό που θα σας αφηγηθώ παρακάτω.

Προς το παρόν, πάντως, ο Παπαγιώργης ήταν θεόσταλτος. Ανήμπορη η Ρεγγίνα στην τελική φάση της αρρώστιας της ν’ ασχοληθεί με το σπίτι και με την οχληρή συνήθεια παλαιότερα –μια συνήθεια που μοιραζόταν με τον Βαγγέλη– να στοιβάζει τα πάντα, μου παρέδωσε μάλλον ένα πυρηνικό καταφύγιο, με ανεξάντλητα αποθέματα σε σαπούνια και οδοντόπαστες, παρά ένα λειτουργικό διαμέρισμα. Μολονότι ο κοινός νους θα συμβούλευε το αντίθετο, η Ράνια και ο Κωστής βολεύτηκαν στο δικό μου δωμάτιο κι εγώ μεταφέρθηκα στη γονεϊκή κρεβατοκάμαρα. Με την εποπτεία και το ζήλο του ζευγαριού, το αχούρι άρχισε σιγά-σιγά να ξεμπλοκάρει […]

Καθώς το διαμέρισμα γινόταν μέρα με τη μέρα όλο και πιο ελκυστικό, έσκασαν μύτη ξανά τα πρόθυμα κορίτσια. Ο Παπαγιώργης δεν έδειχνε ενθουσιασμένος με αυτή την εξέλιξη. Η ενόχλησή του δεν βράδυνε να διολισθήσει σε δυσαρέσκεια, ήπια στο αρχικό στάδιο, αφόρητη στο προχωρημένο. Εδώ δεν είχαμε ν’ αντιμετωπίσουμε τους ηθικούς ενδοιασμούς της Ρεγγίνας. Εδώ είχαμε κάτι πιο νοσηρό. Αγοραφοβικός τότε στα σπάργανα –εννέα χρόνια αργότερα, όταν η κατάστασή του χειροτερέψει αισθητά, θα δημοσιεύσει και το ιλαροτραγικό «Σύνδρομο αγοραφοβίας»–, ο Κωστής απεχθανόταν ήδη να διασταυρώνεται στο σκοτάδι με αγνώστους.

«Ρε μαλάκα» μου λέει ένα πρωινό κατ’ ιδίαν. «Ξυπνάω στις τρεις μετά τα μεσάνυχτα και πάω για κατούρημα. Έξω από την τουαλέτα πέφτω πάνω σε μια κοπέλα. Δεν είναι η πρώτη φορά. Και κάθε φορά σκέφτομαι: Τι μέρος του λόγου είναι αυτή τώρα; Είναι διαρρήκτρια, να της χώσω μια γροθιά, ή είναι φίλη του Πέτρου, να τη χαιρετήσω;»

«Είναι εύκολο να τις ξεχωρίζεις, Κωστή» του απαντάω. «Εάν είναι ντυμένη, τρεις τη νύχτα, είναι διαρρήκτρια και πρέπει να της χώσεις μια γροθιά. Εάν είναι γυμνή, είναι φίλη μου και πρέπει να τη χαιρετήσεις».

Ωστόσο ο Παπαγιώργης δεν ήταν πρόθυμος να διασκεδάσει με ανάλογα καλαμπουράκια. Μόλις η δυσαρέσκειά του άγγιξε το κόκκινο, αποφάσισε να φύγει από τη Φαιδριάδων. Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν ένα δικό μου κωλοπαιδίστικο σχόλιο για την καθημερινή του λάντζα. Δεν θα ανεχόταν από έναν κακομαθημένο Κυψελιώτη, δώδεκα χρόνια μικρότερό του, να τον δουλεύει κι από πάνω. Μετάνιωσα αμέσως για την απρέπειά μου. Του έγραψα μια σπαραξικάρδια επιστολή. Καθώς δυσκολεύομαι να γράψω με το χέρι, από τότε που η Ρεγγίνα –τι σόι δασκάλα θα ήταν αλλιώς;– με υποχρέωσε να περάσω από το αριστερό στο δεξί, κάθισα και του τη δακτυλογράφησα. Η ψύχωση με τα αστραφτερά γραπτά που σας προανέφερα με οδήγησε να διορθώσω δυο τρία λαθάκια με μπλάνκο. «Με μπλάνκο, βρε γελοίε;» αντέδρασε ο Κωστής. «Διόρθωσες τα λάθη με μπλάνκο; Και θέλεις να πάρω στα σοβαρά τη συγγνώμη σου; Συγγνώμη με μπλάνκο;»

Με συγχώρησε φυσικά, αλλά δεν άλλαξε γνώμη. Επέστρεψε στο πατρικό του, στο Χαλάνδρι, πριν μετακομίσει πάλι στην Μπουμπουλίνας, πίσω από το Μουσείο, λίγα μέτρα απόσταση από το Υπουργείο Πολιτισμού.

*Απόσπασμα από την «Καλοσύνη των ξένων», 2006 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ