Βιβλιο

Προδημοσίευση: Στο «Πέρα απ' τον χειμώνα», η Ιζαμπέλ Αλιέντε αφηγείται μια υπέροχη ιστορία

Το βιβλίο της για την Αμερική του σήμερα κυκλοφορεί στις 25/10 από τις Εκδόσεις Ψυχογιός

62222-137653.jpg
A.V. Team
ΤΕΥΧΟΣ 675
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
kjhkjhk.jpg
© Lori Barra

Χιλή
Η Λένα, η μητέρα της, και ο Ενρίκε, ο αδερφός της, ήταν οι δύο στυλοβάτες της παιδικής ηλικίας και της νιότης της Λουσία Μαράθ, προτού αυτή χάσει τον αδερφό της στο στρατιωτικό πραξικόπημα. Ο πατέρας της είχε πεθάνει σε ένα τροχαίο δυστύχημα όταν εκείνη ήταν πολύ μικρή, και ήταν λες και δεν είχε υπάρξει ποτέ, αλλά η ιδέα ενός πατέρα είχε μείνει να πλανιέται στα παιδιά σαν ομίχλη. Ανάμεσα στις λίγες αναμνήσεις που είχε η Λουσία –τόσο συγκεχυμένες, που μπορεί και να μην ήταν αναμνήσεις παρά σκηνές που της είχε περιγράψει ο αδερφός της– ήταν και μία όπου η ίδια βρισκόταν στον ζωολογικό κήπο, πάνω στους ώμους του πατέρα της, κρατώντας και με τα δυο της χέρια το κεφάλι του, με τα μαύρα, σκληρά μαλλιά, και βολτάριζαν ανάμεσα από το κλουβιά με τις μαϊμούδες. Σε μια άλλη ανάμνηση, εξίσου αόριστη, εκείνη ήταν σε ένα καρουζέλ καβάλα σε έναν μονόκερω, κι αυτός, όρθιος δίπλα της, την κρατούσε από τη μέση. Σε καμία από αυτές τις δύο σκηνές δεν εμφανίζονταν ο αδερφός ή η μητέρα της. 

Η Λένα Μαράθ, που είχε αγαπήσει αυτό τον άντρα από τα δεκαεπτά της με αναμφισβήτητη αυταπάρνηση, είχε δεχτεί το τραγικό νέο του θανάτου του και είχε προφτάσει να τον κλάψει λίγες μόνο ώρες προτού ανακαλύψει ότι ο άνθρωπος που είχε μόλις αναγνωρίσει σε ένα δημόσιο νοσοκομείο, όπου της είχαν δείξει το πτώμα σκεπασμένο με ένα σεντόνι πάνω σε ένα μεταλλικό τραπέζι, ήταν ένας άγνωστος και ο γάμος της μια μνημειώδης απάτη. Ο ίδιος αξιωματικός των καραμπινιέρων που είχε αναλάβει να την ειδοποιήσει για το γεγονός, επέστρεψε αργότερα συνοδευόμενος από έναν ντετέκτιβ του Τμήματος Ερευνών για να της κάνει ερωτήσεις που, δεδομένων των περιστάσεων, φάνταζαν σκληρές, και άσχετες με το δυστύχημα. Χρειάστηκε να της επαναλάβουν την πληροφορία δύο φορές προτού η Λένα μπορέσει να καταλάβει τι ήθελαν να της πουν. Ο άντρας της ήταν δίγαμος. Σε απόσταση εκατόν εξήντα χιλιομέτρων, σε μια πόλη της επαρχίας, υπήρχε άλλη μία γυναίκα, εξίσου εξαπατημένη με αυτήν, που πίστευε πως ήταν η νόμιμη σύζυγός του και μητέρα του μοναδικού του παιδιού. Ο άντρας της έκανε διπλή ζωή για αρκετά χρόνια, εκμεταλλευόμενος τα επαγγελματικά του ταξίδια, που ήταν καλό πρόσχημα για παρατεταμένες απουσίες. Καθώς είχε παντρευτεί πρώτη τη Λένα, η δεύτερή του σχέση στερούνταν νόμιμης βάσης, αλλά το παιδί το είχε αναγνωρίσει, και εκείνο είχε το επίθετο του πατέρα του.

9786180126327_hd.jpg

Το πένθος της Λένα μεταμορφώθηκε σε έναν κυκλώνα πικρίας και αναδρομικής ζήλιας. Η Λένα πέρασε μήνες ελέγχοντας το παρελθόν, αναζητώντας ψέματα και παραλείψεις, εξηγώντας με βάση τα νέα στοιχεία κάθε ύποπτη πράξη, κάθε ψεύτικη λέξη, κάθε αθετημένη υπόσχεση, αμφιβάλλοντας μέχρι και για τον τρόπο που έκαναν έρωτα. Στη φούρια της να μάθει περισσότερα για την άλλη γυναίκα, πήγε μέχρι την επαρχία που έμενε εκείνη για να την κατασκοπεύσει, και μπόρεσε να διαπιστώσει πως ήταν μια νεαρή με ανώδυνη εμφάνιση, κακοντυμένη, με γυαλιά, πολύ διαφορετική από την αριστοκράτισσα που είχε φανταστεί. Την παρατηρούσε από μακριά και την ακολούθησε στον δρόμο, αλλά δεν την πλησίασε. Εβδομάδες αργότερα, όταν η συγκεκριμένη γυναίκα τής τηλεφώνησε ζητώντας της να συναντιόνταν προκειμένου να μιλούσαν για την όλη κατάσταση, αφού και οι δυο τους είχαν υποφέρει εξίσου και τα παιδιά τους μοιράζονταν τον ίδιο πατέρα, η Λένα τής το ξέκοψε διαμιάς. Δεν είχαν τίποτα κοινό, της είπε· οι αμαρτίες αυτού του ανθρώπου ανήκαν μόνο στον ίδιο, και, κατά πάσα πιθανότητα, θα πλήρωνε για δαύτες στο Καθαρτήριο.

Όλη της η ύπαρξη είχε αναλωθεί μες στη μνησικακία, αλλά κάποια στιγμή συνειδητοποίησε ότι ο άντρας της εξακολουθούσε να την πληγώνει από τον τάφο και ότι η ίδια της η οργή την κατέστρεφε περισσότερο απ’ ό,τι η δική του προδοσία. Τότε επέλεξε μία δρακόντεια λύση: έσβησε τον άπιστο από τη ζωή της μονοκοντυλιά, κατέστρεψε όσες φωτογραφίες του είχε, ξεφορτώθηκε τα πράγματά του, έπαψε να βλέπει τους κοινούς φίλους και απέφυγε κάθε επαφή με την οικογένεια Μαράθ, αν και κράτησε το επίθετο, γιατί ήταν το επίθετο των παιδιών της.

Ο Ενρίκε και η Λουσία έλαβαν μία στοιχειώδη εξήγηση: ο μπαμπάς είχε σκοτωθεί σε ένα δυστύχημα, αλλά η ζωή συνεχιζόταν, και δεν ήταν υγιές να σκέφτεται κανείς τους απόντες. Έπρεπε να γυρίσουν σελίδα· έφτανε να τον συμπεριελάμβαναν στις προσευχές τους για να αναπαυόταν η ψυχή του εν ειρήνη. Η Λουσία μπορούσε να φανταστεί μόνο την όψη του από μια-δυο ασπρόμαυρες φωτογραφίες που είχε σώσει ο αδερφός της πριν τις ανακαλύψει η Λένα. Σε αυτές, ο πατέρας τους φαινόταν ως ένας άντρας ψηλός, αδύνατος, με έντονο βλέμμα και μαλλιά με μπριγιαντίνη. Σε μία από τις φωτογραφίες έδειχνε πολύ νέος, με στολή της Ναυτικής Σχολής, όπου είχε σπουδάσει και δουλέψει ως μηχανικός στα ραντάρ για ένα διάστημα, και στην άλλη, χρόνια αργότερα, ήταν με τη Λένα και τον Ενρίκε, λίγων μηνών μωρό, στην αγκαλιά του. Είχε γεννηθεί στη Δαλματία και μεταναστεύσει στη Χιλή με τους γονείς του όταν ήταν μικρός, όπως και η Λένα και εκατοντάδες άλλοι Κροάτες που είχαν μπει στη χώρα ως Γιουγκοσλάβοι και είχαν εγκατασταθεί στα βόρεια. Είχε γνωρίσει τη Λένα σε ένα φεστιβάλ παραδοσιακής μουσικής, και η ανακάλυψη τόσων κοινών στοιχείων στο παρελθόν τους είχε θρέψει τον ενθουσιασμό τού έρωτα, αλλά, στην ουσία, ήταν δύο άνθρωποι ριζικά διαφορετικοί. Η Λένα ήταν σοβαρή, συντηρητική και θρησκευόμενη· αυτός ήταν κεφάτος, μποέμ και ασεβής· εκείνη ακολουθούσε τους κανόνες χωρίς να τους αμφισβητεί, ήταν εργατική και οικονόμα· αυτός ήταν τεμπέλης και σπάταλος. 

Η Λουσία μεγάλωσε χωρίς να ξέρει τίποτα για τον πατέρα της, γιατί το θέμα ήταν ταμπού στο σπίτι· η Λένα δεν το είχε απαγορεύσει ποτέ, αλλά το απέφευγε με χείλη σφιγμένα και φρύδια ζαρωμένα. Τα παιδιά έμαθαν να καταπίνουν την περιέργειά τους. Σπάνια αναφερόταν η Λένα σε εκείνο τον σύζυγο, αλλά τις τελευταίες εβδομάδες της ζωής της μπόρεσε να μιλήσει για αυτόν και να απαντήσει στις ερωτήσεις της Λουσία. «Από μένα πήρες την υπευθυνότητα και τη δύναμή σου· τον πατέρα σου μπορείς να τον ευγνωμονείς που σε έκανε συμπαθητική και πνευματικά εύστροφη, αλλά και επειδή δε σου πέρασε κανένα από τα μειονεκτήματά του, που ήταν πολλά», της είπε. 

Όταν ήταν παιδί, η απουσία του πατέρα ήταν για τη Λουσία σαν ένα δωμάτιο κλειστό στο σπίτι, μια πόρτα επτασφράγιστη που, ένας Θεός ξέρει, τι μυστικά έκρυβε. Πώς θα ήταν αν άνοιγε εκείνη την πόρτα; Ποιον θα έβρισκε σε εκείνο το δωμάτιο; Όσο επίμονα κι αν κοιτούσε τον άντρα στις φωτογραφίες, δεν κατάφερνε να σχετιστεί μαζί του – ήταν ένας ξένος. Όταν τη ρωτούσαν για την οικογένειά της, το πρώτο που έλεγε με μια έκφραση συντριβής, για να αποφύγει τις πιθανές ερωτήσεις, ήταν ότι ο μπαμπάς της είχε πεθάνει. Αυτό προκαλούσε λύπη –η καημένη η μικρή, ήταν ορφανή από τον έναν γονιό– και κανένας δε ρωτούσε τίποτε άλλο. Κρυφά μέσα της ζήλευε την Αντέλα, την καλύτερή της φίλη, μοναχοκόρη χωρισμένων γονιών, καλομαθημένη σαν πραγματική πριγκίπισσα από τον πατέρα της, έναν γιατρό που είχε ως αντικείμενο τις μεταμοσχεύσεις ζωτικών οργάνων, ο οποίος πήγαινε συνέχεια στις Ηνωμένες Πολιτείες και της αγόραζε κούκλες που μιλούσαν αγγλικά, και κόκκινα λουστρίνια, σαν της Ντόροθι στον Μάγο του Οζ. Ο γιατρός ήταν πάντα στοργικός και γελαστός, πήγαινε την Αντέλα και τη Λουσία στο τεϊοποτείο του ξενοδοχείου «Crillón» για να φάνε παγωτό σε ψηλά ποτήρια στεφανωμένα με κρέμα, στον ζωολογικό κήπο για να δουν τις φώκιες και στο Πάρκε Φορεστάλ να κάνουν βόλτες με τα άλογα, αλλά οι περίπατοι και τα παιχνίδια ήταν το λιγότερο. Οι καλύτερες στιγμές για τη Λουσία ήταν όταν περπατούσε χέρι χέρι με τον πατέρα της φίλης της δημόσια παριστάνοντας πως η Αντέλα ήταν αδερφή της και οι δυο τους μοιράζονταν εκείνο τον βγαλμένο από τα παραμύθια πατέρα. Λαχταρούσε με ζέση δόκιμης μοναχής εκείνος ο τέλειος άντρας να παντρευόταν τη μητέρα της και να μπορούσε να τον έχει πατριό, αλλά οι ουρανοί άφησαν ανεκπλήρωτη αυτή της την επιθυμία, όπως και τόσες άλλες. 


Το βιβλίο «Πέρα από τον χειμώνα» κυκλοφορεί στις 25/10 από τις Εκδόσεις Ψυχογιός

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ