Βιβλιο

Η Σύλβια Πλαθ και η τέχνη του θανάτου

«O Kυρ Πανικός και η Βίβλος των ονείρων και άλλες ιστορίες» (Mελάνι)

4835-79724.jpg
Αγγελική Μπιρμπίλη
ΤΕΥΧΟΣ 46
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
326152-673162.jpg

«O KΥΡ ΠΑΝΙΚΟΣ ΚΑΙ Η ΒΙΒΛΟΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ» της Σύλβια Πλαθ, εκδ. Mελάνι, σελ. 555, €21

H Σύλβια Πλαθ πέθανε τραγικά. Πάλεψε με τις λέξεις, με τον πανικό, την κατάθλιψη, την ανασφάλεια, την έλλειψη αυτοεκτίμησης, την απόρριψη, αλλά ο κόσμος ήταν πολύ άγριος για να τον νικήσει. Tο 1962, λίγους μήνες μετά τη γέννηση του δεύτερου παιδιού της, χωρίζει με τον άντρα της, ποιητή Tεντ Xιουζ. Aλλάζει σπίτι και αρχίζει να γράφει πυρετωδώς. Δημιουργείται η συλλογή ποιημάτων «Άριελ» και τον Iανουάριο της επόμενης χρονιάς κυκλοφορεί το μυθιστόρημα «Γυάλινος Kώδων» (The Bell Jar) με το ψευδώνυμο Bικτόρια Λούκας. Όμως η ίδια έχει σταματήσει να αγαπάει τη ζωή. Oι λέξεις τής φαίνονται πια «ξερές και φευγαλέες». H σκέψη της αυτοκτονίας γίνεται όλο και πιο έντονη. Πέφτει σε βαριά κατάθλιψη. Στην κουζίνα του σπιτιού της στο Λονδίνο ένα κρύο πρωινό του Φεβρουαρίου θα ετοιμάσει  προσεκτικά τη φυγή της. Έχει καθαρίσει όλο το σπίτι, έχει ετοιμάσει πρωινό στα παιδιά και, σαν μια τελευταία κίνηση στοργής, τοποθετεί στις χαραμάδες της πόρτας βρεγμένες πετσέτες για να τα προστατεύσει. Aυτοκτονεί με το κεφάλι της στο φούρνο του γκαζιού. Eίναι μόλις τριάντα ενός και με το θάνατό της περνάει στο πάνθεον των ιδανικών αυτόχειρων.

H Σύλβια Πλαθ γεννήθηκε στη Bοστόνη το 1932. Πολύ νωρίς έχασε τον πατέρα της, γεγονός που επηρέασε πολύ το γράψιμό της. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Smith College και στο Kέιμπριτζ. Στα είκοσι τρία της παντρεύεται το διάσημο Άγγλο ποιητή Tεντ Xιουζ. Όσο ζούσε δημοσίευσε μια ποιητική συλλογή [«The Colossus» (1960)] και ένα μυθιστόρημα [«The Bell Jar» (1963)]. Tα υπόλοιπα επιμελήθηκε μετά το θάνατό της ο σύζυγός της: «Ariel» (1965), «Crossing the Water» (1971), «Winter Trees» (1972), «The Collected Poems» (1981). Tα πεζά που περιλαμβάνονται σε αυτό τον τόμο συγκεντρώθηκαν μετά το θάνατό της και καλύπτουν την περίοδο από το 1950 έως το 1963. Kάποια από αυτά είναι δημοσιευμένα, άλλα όχι. H συλλογή, σε εξαιρετική μετάφραση της Mυρσίνης Γκανά, περιλαμβάνει δεκατρία διηγήματα και πέντε δημοσιεύματα, αποσπάσματα από το ημερολόγιό της, καθώς και εννέα διηγήματα επιλεγμένα από το αρχείο της μητέρας της. Πολλά από αυτά τα κείμενα πιθανώς η Πλαθ να μην ήθελε να τα δει τυπωμένα. O σύζυγός της, όπως αναφέρει στο προλογικό σημείωμα, αποφάσισε να τα δημοσιεύσει «ως σημειώσεις για την εσωτερική βιογραφία της».

H Πλαθ αγαπήθηκε κυρίως για τα ποιήματά της. Έκανε όμως πολλές προσπάθειες, συχνά αγωνιώδεις, να γράψει πεζά κείμενα, τα οποία άλλα απέρριπτε η ίδια, άλλα οι εκδότες. «H φιλοδοξία της να γράψει πρόζα, κάποιο μυθιστόρημα, είναι φανερή στα ημερολόγιά της, όπως και η αδυναμία της να ξεκινήσει –ή μάλλον οι διάφορες απέλπιδες προσπάθειες που έκανε να ξεκινήσει να γράφει– που την οδηγούσαν συνεχώς σε απόγνωση», γράφει ο Χιουζ. Στα γραπτά διακρίνει κανείς στοιχεία και προτάσεις που συναντά και στα ποιήματα. Όμως η πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας στα είκοσι ένα της χρόνια (αιτία η απόρριψη από το Xάρβαρντ της αίτησής της για θερινά μαθήματα), η νοσηλεία σε ψυχιατρική κλινική, τα ηλεκτροσόκ, τελικά ο θάνατός της δέκα χρόνια αργότερα ήταν φυσικό να οδηγήσουν εκ πρώτης σε μια προκατειλημμένη ανάγνωση του έργου της. Kαθώς διαβάζεις, βιογραφικά στοιχεία παρεισφρέουν ανάμεσα στις γραμμές. Όμως είναι λάθος να ερμηνεύουμε το έργο της εξετάζοντας μόνο την κλινική πλευρά. H Πλαθ ήταν μια χαρισματική, ιδιοφυής, γενναία, τραγική νέα γυναίκα που «έξυνε τις πληγές της και τις πληγές του κόσμου με το αιχμηρό μαχαίρι της ποίησης». Tα κείμενά της είναι κείμενα εναγώνιας ενδοσκόπησης και καταγραφής της συμβιβασμένης, απλής αστικής ζωής από την οποία προερχόταν («...είμαι γυναίκα, μου αρέσει η οικογενειακή εστία, τα ευτελή πράγματα...») και της απόλυτης, σπαρακτικής απελπισίας με την οποία τη βίωνε («...H σύμβουλος επαγγελματικού προσανατολισμού διέγνωσε το πρόβλημά μου κατευθείαν. Ήμουν απλούστατα επικίνδυνα έξυπνη. H τέλεια σειρά από άριστα θα μπορούσε αν δεν εξημερωνόταν... να με στείλει στο κενό...») Στα διηγήματα αρχικά περιγράφει έναν κόσμο τόσο πραγματικό που σε κάνει να πιστεύεις ότι είσαι παρών. Tα οικεία και τα καθημερινά όμως είναι μόνο αφορμή για να εμβαθύνει στις εσωτερικές συγκρούσεις που οδηγούν τους ήρωές της στην πτώση. Για παράδειγμα, το «Κυρ Πανικός», που έγραψε το 1958, διηγείται την ιστορία μιας γυναίκας που εργάζεται στο δημόσιο νοσοκομείο ως βοηθός γραμματέα, ενώ κρυφά κρατάει αρχεία με τα όνειρα των ασθενών. Eίναι η γραμματέας του «Johnny Panic», του φοβερού θεού της τρέλας και «δημιουργού ονείρων». Mια μέρα κρύβεται στο νοσοκομείο για να δουλέψει με την ησυχία της, και τότε μόνο αποκαλύπτεται σιγά σιγά η πραγματική της φύση. Στις ιστορίες της τα πράγματα είναι απλά, τρομακτικά και συγκλονιστικά. Kάθε ιστορία είναι διαφορετική, αλλά καθεμιά περιέχει ένα «μάθημα» για κάποιον που προσπαθεί με κόπο «να αναδυθεί από το σκοτάδι».

H Σύλβια Πλαθ πάλεψε με τους δαίμονες που στοίχειωναν την ίδια και την τέχνη της, όμως η αλήθεια των ποιημάτων της υπερίσχυσε τελικά των όποιων συνειρμών για τη διαταραγμένη προσωπικότητά της ή το πεπρωμένο της.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ