Αρχειο

Τα ψεύτικα τα λόγια

Κανείς δεν πηδάει σήμερα επειδή είναι διαβαστερός…

Μανίνα Ζουμπουλάκη
Μανίνα Ζουμπουλάκη
ΤΕΥΧΟΣ 318
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
9021-20679.jpg

Το 31% των ανθρώπων ισχυρίζεται ότι έχει διαβάσει ολόκληρο το «Πόλεμος και Ειρήνη» ενώ δεν το ’χει ακουμπήσει και το 50% λέει ότι διάβασε το «1984» του Τζορτζ Όργουελ χωρίς να το ’χει μυρίσει καν. Κι όλα αυτά γιατί; Όχι για σεξ – κανείς δεν πηδάει σήμερα επειδή είναι διαβαστερός…

Τα στοιχεία είναι από μια έρευνα που έγινε στην Αγγλία αλλά θα ταίριαζαν κι εδώ, ίσως με διαφορετικούς τίτλους βιβλίων (δεν βάζω τίτλους ούτε Έλληνες συγγραφείς για να μην μπλέξω: μετά θα διαμαρτύρονται οι δύο που έχουν διαβάσει μέχρι ΚΑΙ την «Οδύσσεια» του Τζόις, ότι υποτιμώ τον Α ή Β συγγραφέα, και βαριέμαι). Δηλαδή ξέρω ανθρώπους που έχουν όντως διαβάσει βιβλία και άλλους ανθρώπους που προσποιούνται ότι είναι φωτεινοί παντογνώστες του βιβλίου ενώ με το ζόρι ξέρουν ανάγνωση.

Το κακό είναι ότι κάποια βιβλία μπορεί όντως να τα διάβασες στο σχολείο, σε φρικτές οικογενειακές διακοπές, κολλημένος σε πλοίο/τρένο ή όταν σου έβγαλαν τη σκωληκοειδίτιδα, π.χ. Τα διάβασες ολόκληρα, ήταν πολύ σοβαρά και δραματικά, μεγάλα έργα μεγάλων συγγραφέων, κλασικά αριστουργήματα κλασικής λογοτεχνίας… και τώρα, 10 ή 40 χρόνια μετά, δεν θυμάσαι ντιπ τίποτα. Θυμάσαι αμυδρά τον Χίθκλιφ επειδή ήταν σέξι αυτοκαταστροφικός γκόμενος με μαλλί-κουρτίνα την εποχή που μόνον οι Motley Crew είχαν μαλλούρα. Τον θυμάσαι να φωνάζει το όνομα της αγαπημένης του («Κάααααθριιιιν!») ενώ ταλαιπωριόταν αφόρητα στα «Ανεμοδαρμένα ύψη»… αλλά ποια ήταν η υπόθεση του βιβλίου (της Έμιλι Μπροντέ), ένας θεός ξέρει. Αφορούσε κάτι ύψη, που τα έπιανε το αγιάζι – αυτό είναι σίγουρο. Και ο Χίθκλιφ κάτι μαστόρευε εκεί ψηλά όπου έμπαζε, μέχρι που συγχωρέθηκε με τραγικό και ρομαντικό τρόπο, όχι πέφτοντας στην κεφάλα του. Το βιβλίο το συσχετίζεις με την «Καλύβα του μπαρμπα-Θωμά» (Χάριετ Μπίτσερ Στόου) και την «Τελευταία αυτοκράτειρα» (Περλ Μπακ) αλλά μόνον επειδή τα διάβασες την ίδια περίοδο, ίσως και με την ίδια σκωληκοειδίτιδα.

Είσαι σίγουρος ότι τα διάβασες, είναι σα να τα βλέπεις στο ράφι, στο πατρικό σου. Θυμάσαι κομμάτια κι αποσπάσματα – μία καλύβα, π.χ., και μία αυτοκράτειρα να τρώει πάπια Πεκίνου. Η μαύρη πρώην-σκλάβα που διασχίζει ένα ποτάμι πηδώντας σε κομμάτια πάγου με το μωρό της αγκαλιά είναι από τις σκηνές που δεν ξεχνιούνται, μόνο που ίσως τη θυμάσαι από «Κλασσικά Εικονογραφημένα» κι όχι από την ίδια την «Καλύβα». Όπως και να ’χει, το μυαλό σου κάνει αχταρμά όλα όσα έχεις διαβάσει και συνθέτει (α) αυτό που είσαι και (β) αυτά που γράφεις, αν υποθέσουμε ότι το τσούζεις.

Γιατί το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός; Τι με νοιάζει το 31% του αδιάβαστου-δήθεν διαβασμένου βιβλίου; Τίποτα, κουβέντα να γίνεται: έπεσα πάνω στους αριθμούς – το 65% των ανθρώπων προσποιείται ότι είδε ταινίες και θεατρικά που δεν είδε κι ότι διάβασε βιβλία που δεν διάβασε! Ουάου! Μένει ένα 35%. Το οποίο είτε διαβάζει είτε δεν διαβάζει, τουλάχιστον δεν κάνει τον έξυπνο. Ας το δούμε θετικά. Το 35% αρνείται να κάνει φιγούρα (ή δεν έχει καμιά φαγούρα…).

Μαγαζιά λοιπόν, μετά από αυτή τη σύντομη, περιεκτική και κουλτουριάρικη εισαγωγή: πήγα «Στου Μακρυγιάννη» στο Παγκράτι, το μπαρ-εστιατόριο-στέκι που άνοιξαν ο Γιώργος Μακρυγιάννης, ο Νίκος Μπιουρ και ο Στέφανος Δεληγιάννης, εκεί που ήταν παλιά το «Καφενείον η Ελλάς». Το μαγαζί άφησε πολλά από το «Ελλάς» και έβαλε άλλα τόσα δικά του στοιχεία, που κρατιέμαι να μην τα πω «μοντέρνα» και τα ισοπεδώσουμε όλα. Είναι φωτεινό, ψηλοτάβανο, με παραδοσιακό ψηφιδωτό στο πάτωμα, με (ελαφρώς παραλλαγμένες) καρέκλες-καφενείου και με υπέροχα touch (touches?) του Ντίνου Πετράτου εδώ και κει σ’ ένα νεοκλασικό-street-minimal ντεκόρ που υπογράφει ο Γιάννης Καρβουτζής. Σερβίρει ελληνική κουζίνα και καφέδες-σάντουιτς όλη μέρα. Τα ορεκτικά (ως 5 ευρώ) είναι νόστιμα, με τοπ τη μελιτζανόπιτα και τα κεφτεδάκια. Τα κυρίως (8 ευρώ) είναι τύπου κοκκινιστό, μουσακάς κ.λπ., με σπιτικές πατάτες τηγανητές. Το κρασί είναι χύμα. Το γλυκό σταφύλι και το μωσαϊκό σοκολάτας είναι χειροποίητα. Ο Μακρυγιάννης (απόγονος του ενός και μοναδικού Στρατηγού) έχει γράψει Ιστορία στη νύχτα της Αθήνας με μεγάλες στιγμές ή βραδιές στον «Ηριδανό», στα «Μερσέντες» και σε άλλα που είναι σαν να τα βλέπω αλλά δεν τα θυμάμαι, όπως λογοτεχνία: κάθε σεζόν εδώ και χίλια χρόνια κάπου πετύχαινες τον Γιώργο ως μετρ, υπεύθυνο, στα-μέσα-και-στα-έξω, σε μαγαζιά που έκαναν σουξέ, και όχι μόνο για τη σεζόν.

Άλλο βράδυ πήγα στο “On stage”. Στη μεγάλη οθόνη πάνω από το μπαρ έδειχνε τον πιτσιρικά κοκκινομάλη snowboarder που έχει τσακίσει όλα τα βραβεία μέχρι και Πούλιτζερ. Η μουσική ήταν ροκ, καλή, όχι «αράχνιασα». Οι γκαρσόνες ήταν νόστιμες. Συζητούσαμε όρθιοι κόντρα στο μπαρ σαν σκηνή από ταινία μέχρι που η οθόνη άρχισε να δείχνει κατς, όχι “Catch 22” ούτε “Catch me if you can”, αλλά απλό κατς-σε-κάνω-τουλούμι-στο-ξύλο. Γενικά το “On Stage” είναι ωραίο, φιλικό, με βαβούρα αλλά όχι τρελή, με 20-30άρηδες, με χαλαρή ατμόσφαιρα, και νομίζω εδώ έχει εξαντληθεί τόσο το θέμα όσο και ο απλός, αθώος αναγνώστης…    

Στου Μακρυγιάννη, πλ. Πλαστήρα 8, Παγκράτι, 210 7562.565

On Stage, Αχιλλέως 65, Π. Φάληρο, 210 9801.940   

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ