Welcome home, κορίτσια
Δεν το θέλει ο θεός, πόσο μάλλον εσείς κι εμείς… αλλά ορίστε που μαζευόμαστε λάου-λάου.
Δεν το θέλει ο θεός, πόσο μάλλον εσείς κι εμείς… αλλά ορίστε που μαζευόμαστε λάου-λάου. Η Αθήνα δείχνει τσιγαρισμένη κι εμείς το ίδιο. Για σας, πάλι, δεν το συζητάω – κατραμόπουλοι…
Η πιο βαρετή συζήτηση είναι η «πού πήγατε/πώς περάσατε στις διακοπές σας» – ξεπερνάει ώρες-ώρες ακόμη και την (κλαυσίγελος) αφήγηση του συγγενή που πήγε Ταϊλάνδη μία φορά πριν δέκα τέρμινα κι ακόμα σας δείχνει φωτογραφίες με παγόδες. Το να φωνάξεις «Έλεος! Όχι άλλος χρυσός Βούδας!» δεν σε σώζει, όπως δεν σε σώζει το να πεις «Δεν πήγα διακοπές φέτος που-θε-να, ακούς; Που-θε-να!». Ο αφιονισμένος με τις διακοπές και με το πού πήγε ο ένας κι ο άλλος, θέλει να αναλύσει το ζήτημα: «Είναι ωραία η Αθήνα/Λάρισα τον Αύγουστο, κάνεις τις δουλειές σου γρήγορα και τέτοια». Αδιαφορώντας για τη σκληρή πραγματικότητα, στην οποία (αδυσώπητη πραγματικότητα) ούτε η Αθήνα ούτε η Λάρισα είναι ωραίες τον Αύγουστο. Δεν μπορείς να κάνεις τις δουλειές σου γιατί δεν υπάρχει κανένας, πουθενά, σε καμία δουλειά εκτός απ’ τη δική σου. Αυτοί που ξεμένουν, δεν θέλουν να κάνουν δουλειές. Θα ήθελαν να αράξουν στον ήλιο σ’ ένα νησί, άντε και στην Ταϊλάνδη, που λέει ο λόγος, με την παγόδα και τον Βούδα-Πάγκαλο. Με εξαίρεση ένα φίλο που σιχαίνεται τη θάλασσα και γράφει ωραία τραγούδια όταν σιγοψήνεται μόνος του στη βεράντα (εσένα εννοώ, Παυριανέ)… ο μέσος άνθρωπος πήγε διακοπές, γύρισε, κοιτάζεται σε κανέναν καθρέφτη να δει αν ξεθωριάζει το μαύρισμα και τσεκάρει τα σχολικά στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων.
Το τσεκάρισμα για σχολικά (τσάντες, τετράδια, μολύβια, βιβλία κ.λπ.) γίνεται αυτόματα, άσχετα αν έχει κανείς παιδιά ή όχι: επειδή θυμάται, ο κανείς, πώς ήταν να πηγαίνει ο ίδιος σχολείο, να του τρέχουν τα σάλια/ή/και να θέλει εμετό μπροστά στις βιτρίνες τέτοια εποχή. Έλεγες στον εαυτό σου ως μαθητής «έχεις ακόμα καιρό» και «ας μην αγχωθώ» και «μήπως αλλάξει ο νόμος και κωλοβαρέσουμε μερικές μέρες ακόμα», αλλά αυτοί οι νόμοι δεν αλλάζουν και μέχρι να το καλοσκεφτείς έφτανε η ώρα να ψωνίσεις λαχανιασμένος τα απαραίτητα μόνο σχολικά σου και να πας σχολείο σου. Με τη γλώσσα έξω, με το μαύρισμα κατσιβελέ, με σαγιονάρα και με βαμμένο νύχι ποδιού, αν ήσουν κορίτσι/συμπαθών. Με την καρό βερμούδα να κρέμεται στην άκρη του πισινού και το σώβρακο όξω, αν ήσουν αγόρι.
Πω-πω. Σκεφτείτε τι έχουμε γλιτώσει από τότε που τελειώσαμε το σχολείο…
Με ζέστη ακόμα και πριν ανοίξουν τα σχολεία: βρέθηκα στον Πειραιά για διαδικαστικό/πρακτικό θέμα πάρα πολύ βαρετό, και έφαγα στα «Μπακαλιαράκια». Το μενού σε πληροφορεί ότι τα μπακαλιαράκια, εκτός που στέλνονται και take-away, κάνουν καλό στην υγεία, εισάγονται από την Ισλανδία (νομίζω) και είναι γεμάτα βιταμίνες. Δεν αμφιβάλλω, μάλιστα ο τηγανητός μπακαλιάρος είναι πολύ νόστιμος μαζί με τις χειροποίητες πατατούλες που σερβίρουν «Τα Μπακαλιαράκια», οι σαλάτες είναι μια χαρά και οι τιμές λογικές. Φαντάζομαι ότι τα ντόπια μπακαλιαράκια δεν στήνονται να ψαρευτούν με προθυμία, γι’ αυτό το μαγαζί δίνει έμφαση στα αλλοδαπά. Όταν παίρνω γηγενή μπακαλιαράκια από τον ψαρά κύριο Μανώλη, τα μαγειρεύω πλακί με κρεμμύδι και πιπεριά και κανένας δεν έχει παράπονο, ίσως επειδή τους πετυχαίνω όλους λιμασμένους με τον ταβά στο χέρι («τι έχουμε;» «υπέροχα μπακαλιαράκια», «γαμώτο, αλλά φέρ’ τα γιατί πεινάω», ή και «μαμ-μαμ! ΜΑΜ!»). Είναι ένα περιφρονημένο ψάρι με λευκό νόστιμο ψαχνό και λίγα κόκαλα, απλώς δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ κανένας μεγάλος σεφ γι’ αυτό ώστε να πάρει τα πάνω του, όπως η χιλιοτραγουδισμένη πεσκανδρίτσα π.χ.
Βράδυ με ωραίο φεγγάρι πήγαμε στο «Μαϊστράλι» στον Λαιμό Βουλιαγμένης: έχω γράψει εκατό φορές για τις νύχτες με φεγγάρι πλάι στη θάλασσα, αποκλείεται να μην ξέρετε πώς είναι (νερό γυαλίζει, φεγγάρι επίσης, καψούρηδες πιάνονται χέρι-χέρι, παντρεμένοι σκυλοσφάζονται, φίλες διαμαρτύρονται ότι είναι πρησμένες, γιασεμί μοσχοβολάει, περιγιάλι δεν κάνει ούτε πλιτς, κ.λπ., κ.λπ.) Οι μεζέδες ήταν τέλειοι, μας έφεραν δύο μεγάλες συναγρίδες, πολλές γαρίδες, χταπόδι στα κάρβουνα, όλα «μιλούσαν» και πριν προλάβουν να πούνε πολλά-πολλά, τους αλλάξαμε τα φώτα. Δεν ήταν φθηνό (50-60 ευρώ το άτομο) αλλά 1) πήραμε ένα σκασμό πράγματα, ΚΑΙ κυδώνια-γυαλιστερές, και 2) ήπιαμε πολύ Chateaux Julia Lazaridis. Το οποίο είναι ό,τι καλύτερο όταν το πίνεις παγωμένο, κάτι ζεστές βραδιές καλοκαιριού πλάι στη θάλασσα. Επίσης το «Μαϊστράλι» δεν είναι «ψαροταβέρνα» με την κλασική έννοια: ταΐζει ποδοσφαιριστές, μπασκετμπολίστες, μοντέλες, όλους με διεθνείς καριέρες και ευάερα διαμερίσματα πάνω στο κύμα, οπότε έχει προπονηθεί στην πολυτέλεια. Είναι «εστιατόριο ψαριού», αλλά όχι καβαλημένο. Με λευκά τραπεζομάντιλα και πετσετούλες που είναι πιο αστραφτερές από τα δόντια του Τομ Κρουζ και πιο καλοσιδερωμένες από την --------------- (συμπληρώνετε εδώ οποιαδήποτε διάσημη γριέντζω έχει γίνει φορμάικα από τις πλαστικές. Αυτή τη στιγμή δεν μου έρχεται καμία, μόνο η Τζέιν Φόντα, που στο φινάλε δεν είναι και η πιο λαμπόγυαλο απ’ όλες…).
Αυτά, καλωσήρθατε, περάσατε υπέροχα αλλά ας το ξεπεράσουμε, ας μην το συζητάμε παραπάνω: κι εδώ υπέροχα θα περάσετε, εσείς κι εμείς κι οι φτωχοί σας/μας συγγενείς…
Τα Μπακαλιαράκια, Αγ. Δημητρίου 16, Δραπετσώνα, 210 4610.046
Το Μαïστράλι, Απόλλωνος 28, Λαιμός Βουλιαγμένης,210 961.184-5
Ψαράδικο Ο Μπαρμπουνάκιας, Μανώλης Φακίνος, 28ης Οκτωβρίου 4, Παλιό Ψυχικό, 210 6743.639