Του Έλληνα είναι να μην του πατήσεις τον κάλο. Που να τον πατάς ολόκληρο μέχρι να του κοπεί η ανάσα, δεν τον νοιάζει. Απ’ τα κοινωνικά του δικαιώματα έχει καιρό τώρα παραιτηθεί. Υγεία, εκπαίδευση, δικαιοσύνη, τα ’χει ξεγράψει, ούτε καν τα συζητάει πια, μην καταντήσει και γραφικός. Ούτε να τον κλέψεις τον πειράζει. Αρκεί να το κάνεις με τακτ. Να τον κλέψεις διακριτικά. Γιατί αλλιώς, κάνει ένα τσακ και στον αλλάζει τον πολιτικό συσχετισμό.
Κατά τ’ άλλα, έχει ανοχές ο Έλληνας. Αποδεδειγμένες. Εδώ καταφέρνει καθημερινά να βγει σχεδόν αλώβητος από τον κυκεώνα της επαφής με τις Δημόσιες Υπηρεσίες και ούτε που του περνάει από το μυαλό να ρίξει καμιά κυβέρνηση για την καθημερινή ξεφτίλα στην οποία τον υποβάλει το σύστημα.
Τρανό παράδειγμα εμείς οι είκοσι, καθισμένοι στον προθάλαμο της Νομαρχίας, να περιμένουμε υπομονετικά τη σειρά μας, με το αποφασισμένο βλέμμα του πολίτη που τον ανάγκασε η ζωή να ’ρθει σε επαφή, τι επαφή δηλαδή, να ’ρθει σε συνεννόηση και συμφωνία με το Ελληνικό Δημόσιο.
Εγώ είμαι προνομιούχος. Έχω βρει μια καρεκλίτσα δίπλα στο γραφείο εξυπηρέτησης. Κάποιοι άλλοι σχηματίζουν ουρά μπροστά από το συγκεκριμένο γραφείο για να θέσουν ερωτήσεις στην υπάλληλο. Περιμένοντας απαντήσεις. Παραδόξως η απάντηση είναι μία, ανεξαρτήτως ερώτησης: «Στον πράσινο πίνακα».
«Συγνώμη, δεσποινίς, για τα πιστοποιητικά υγείας;» «Στον πράσινο πίνακα». «Καλημέρα, για τις αναρρωτικές;» «Στον πράσινο πίνακα». «Γεια σας, έχω ραντεβού με την επιτροπή». «Στον πράσινο πίνακα». «Συγνώμη, δεσποινίς, το νόημα της ζωής;» «Στον πράσινο πίνακα» σκηνοθετώ το φανταστικό μου διάλογο με την υπάλληλο, μιας και ο πραγματικός, που εκτυλίσσεται δίπλα μου, παραείναι θλιβερός.
«Ξέρετε, έχω το παιδάκι μου, γεννήθηκε πριν πέντε μέρες, πρόωρο και είναι σε θερμοκοιτίδα, θα μείνει στο νοσοκομείο ενάμιση μήνα, ήρθα για τα νοσήλια, έχουν περάσει οι 48 ώρες και μου είπαν να ’ρθω σε σας» λεει ο άνθρωπος με μια ανάσα.
«Μάλιστα. Εξιτήριο έχετε;» «Όχι. Μα... Σας είπα...Θα μείνει ενάμιση μήνα» της απαντάει σαστισμένος.
Καταφέρνει ακόμα και σαστίζει ο Έλληνας, λοιπόν. Παρά τη χρόνια εκπαίδευσή του, παρά τις άμυνές του, τον εκπλήσσει ακόμα η παντελής αδιαφορία του δημοσίου υπαλλήλου απέναντι στο πρόβλημά του. Ίσως βέβαια να φταίει που βρισκόμαστε στην Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή. Αυξάνονται οι προσδοκίες, λες, δεν μπορεί, θα ’ναι πιο ανθρώπινα εδώ, άλλωστε οι εργαζόμενοι γνωρίζουν πως όποιος περνάει αυτή την πόρτα κάποιο πρόβλημα έχει. Ναι, καλά. Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή θα πει αναρρωτικές άδειες, πιστοποιητικά αναπηρίας, νοσήλια, θα πει πως οι τσαντούλες που κουβαλάμε όλοι μαζί μας είναι γεμάτες βιοψίες και μαγνητικές κι αξονικές και γενικές. Κοινώς όλοι ζούμε ένα δράμα, φιλαράκο, σκάσε και σφίξε την τσαντούλα σου. (Υπάρχουν βέβαια κι εκείνοι που ’ρχονται για πιστοποιητικά υγείας, σωστό αυτό, το ότι ήρθες αντιμέτωπος με το Δημόσιο και βγήκες ζωντανός, και μάλιστα κραδαίνοντας χαρτί, είναι πιστοποίηση από μόνο του).
«Ο επόμενος». Η πόρτα της Επιτροπής ανοίγει, η ακριβοθώρητη γραμματέας βγαίνει ως το κατώφλι, την περικυκλώνουν πέντε έξι, ο καθένας για το θέμα του. «Σας παρακαλώ πολύ, να πάτε στην κοπέλα». «Μα η κοπέλα μου είπε να ’ρθω σε σας». Τους το ’πε, αλήθεια είναι. Όταν δεν λέει «στον πράσινο πίνακα», λέει «θα σας ενημερώσει η γραμματέας, περιμένετε» και περιμένεις εσύ, μπαλάκι πινγκ πονγκ σε μέγεθος ανθρώπου, περιμένεις, για να βγει επιτέλους η γραμματέας και να σε ξαναστείλει πίσω, αφού πρώτα σε ρεζιλέψει: «Είσαι εμβόλιμη καλή μου, το καταλαβαίνεις; ΕΜ-ΒΟ-ΛΙ-ΜΗ! Και οι εμβόλιμοι μπαίνουν τελευταίοι. Πώς θες να περάσεις, δηλαδή, δεν ξέρω. Οι υπόλοιποι που περιμένουν το δέχονται αυτό;». Εδώ η γραμματέας υψώνει τη φωνή της, παραδίδει το θύμα της στο αγριεμένο πλήθος για λιντσάρισμα, θα την ακούσουν οι υπόλοιποι και θα αντιδράσουν, γιατί σε κάποιον πρέπει να αντιδράσουν άλλωστε κι ο μόνος στο δωμάτιο που δεν έχει εξουσία είναι ο άλλος, ο καθρέφτης τους.
«Μα τι λέτε τώρα, είμαστε και καρκινοπαθείς, για πλάκα νομίζετε έχουμε έρθει;» υπάκουα ξεσηκώνονται δυο-τρεις.
Η γυναίκα που διέπραξε το έγκλημα λουφάζει στην καρέκλα δίπλα μου, «μια φωτοτυπία ήθελα» μου εξηγεί, «δεν θα τους καθυστερούσα. Τι εκνευρισμός».
Εκνευρισμός, η λέξη κλειδί. 10.00 το πρωί είναι, δικαιολογούνται τόσα νεύρα;
Δικαιολογούνται, γιατί σου λένε ραντεβού στις 10.00 κι εσύ παίρνεις άδεια από τη δουλειά σου και τσακίζεσαι να είσαι εκεί στην ώρα σου, μπας και ξεμπερδέψεις, μόνο και μόνο για να καταλάβεις πως στις 10.00 ξεκινάνε τα ραντεβού και πως θα μπεις ανάλογα με τον αριθμό σου. Εγώ ήμουν το 9 και μπήκα στις 11.00, κι ο κατάλογος με τα ονόματα στον πράσινο πίνακα έφτανε στο 26, για φαντάσου.
Δικαιολογούνται, γιατί για να ’ρθεις εδώ στις 10.00 το πρωί έχασες δυο ώρες στο δρόμο, βλέπεις, σήμερα είχε απεργία το μετρό, χθες τα τρένα κι ο προαστιακός, οι μισοί πήραμε λεωφορείο, οι άλλοι μισοί τ’ αυτοκίνητο, είναι που είναι τεκμήριο, τουλάχιστον να το χαρούμε λίγο.
Δικαιολογούνται, γιατί όπως εξηγεί και η κυρία απέναντί μου στο διπλανό της, για να ’ρθει εδώ άφησε το παιδί στη γειτόνισσα, βλέπεις τα δημόσια νηπιαγωγεία της Αθήνας δεν μπορούν ν’ απορροφήσουν όλα τα παιδιά (πέρυσι 5.500 έμειναν εκτός), «δείτε το θετικά, τουλάχιστον γλιτώσατε τα σχολικά για μια χρονιά» της απαντάει ο άλλος.
Δικαιολογούνται τα νεύρα σου, ναι, γιατί ζεις στην Αθήνα και κάθε ώρα που μένεις ξύπνιος μετράει διπλή. Τουλάχιστον έτσι κοιμάσαι βαριά το βράδυ, δεν τον ακούς τον κλέφτη, πάλι καλά, αφού αυξήθηκε λέει και φέτος η εγκληματικότητα, βλέπεις οι πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές είναι αυτές που μένουν χωρίς περιπολίες.
Δεν πα’ να ’ναι λοιπόν και 10.00 το πρωί, ο Έλληνας ξυπνάει εκνευρισμένος, ζει εκνευρισμένος κι εκνευρισμένος πέφτει για ύπνο το βράδυ. Αλλά, είπαμε, την κυβέρνησή του κορόνα στο κεφάλι του.
Όταν έφτασε πια κι η δική μου η σειρά μπήκα στην Επιτροπή με σπασμένα νεύρα. Ο γιατρός ευγενέστατος, «τι χαρτί χρειάζεστε;». Πήγα να πω « ένα χαρτί, γιατρέ μου, ό,τι να ’ναι, γράψτε εκεί κάτι που να λεει, η κομίζουσα το παρόν είναι για το ελληνικό κράτος ένα μάτσο κόκαλα, άλλα γερά, άλλα δυστυχώς ραγισμένα», αλλά δεν το ’πα, δεν άντεχα να το ξαναζήσω το έργο.
«Πότε κάνατε την τελευταία σας χημειοθεραπεία» με ρωτάει μ’ ενδιαφέρον; «Την προηγούμενη Τρίτη» απαντάω. Κι ύστερα, πιο σιγανά, «αλλά το σημερινό ήταν χειρότερο».