- CITY GUIDE
- PODCAST
-
15°
Αυλαία, και πάμε!
Αισίως συμπληρώθηκαν τα 63 χρόνια του Φεστιβάλ της Αβινιόν, του μεγαλύτερου ευρωπαϊκού θεατρικού ραντεβού του καλοκαιριού. Ενός ραντεβού σχεδόν στα τυφλά, αφού σε αυτό το λίκνο κάθε πρωτοπορίας και πειραματισμού ποτέ δεν ξέρεις ακριβώς τι να περιμένεις...
«Και σε τι χρειάζονται οι παραστάσεις-ποταμοί;» με είχε ρωτήσει ο Δημήτρης λίγες μέρες πριν φύγω για την Αβινιόν. Ε, ήταν η ώρα ανοιχτή, που λένε. Η μεγάλη –ως εξωπραγματικά μεγάλη– διάρκεια των παραστάσεων υπήρξε το κυρίαρχο ζήτημα του φετινού φεστιβάλ. Όπως όλοι οι καλλιτέχνες, έτσι κι εγώ πιστεύω πως μια παράσταση δεν οφείλει να διαρκεί 90 ή 100 λεπτά, αλλά όσο χρειάζεται για να ολοκληρώσει το νόημά της, να δώσει την αίσθηση που θέλει, όσο απαιτείται, κοντολογίς. Αλλά… Το σκεφτόμουν όσο έβλεπα την «(Α)πολωνία» του Βαρλικόφσκι. Κατά την πρώτη μιάμιση ώρα, ήμουν σίγουρος πως βλέπω την παράσταση της χρονιάς. Όμως μετά «κρέμασε»… Συνολική διάρκεια: τεσσερισήμισι ώρες! Πάνω από έξι η τριλογία “Sad Face, Happy Face” του Γιαν Λάουβερς – με πρώτο μέρος το αξέχαστο «Δωμάτιο της Ιζαμπέλα», που είχαμε δει και στο Φεστιβάλ Αθηνών προ διετίας. Σχεδόν δώδεκα (!!!) τα τρία πρώτα μέρη της τετραλογίας «Το αίμα των υποσχέσεων» («Παραλία» - «Πυρκαγιές» - «Δάση») του φετινού συνεργαζόμενου καλλιτέχνη Ουαζντί Μουαουάντ – από τις 8 το βράδυ μέχρι λίγο πριν τις οκτώ το πρωί. Εδώ θα σταθώ: οι περισσότεροι μαραθωνοδρόμοι πέρασαν τη γραμμή του τερματισμού! Το κοινό που πέρασε ολόκληρη τη νύχτα του στην Αυλή της Τιμής του Παλατιού των Παπών παρέμεινε στη μεγάλη του πλειοψηφία μέχρι τέλους – χάρη και στις κουβέρτες και το ζεστό καφέ που μοίραζαν σε όλους μας οι άνθρωποι του φεστιβάλ, καθώς σ’ αυτό το χώρο κάνει πάντοτε ψύχρα τη νύχτα, ακόμα και στην καρδιά του καλοκαιριού. Αυτό δεν δικαιολογείται απόλυτα από το ίδιο το θέαμα: το «Δάση», τρίτο και τελευταίο μέρος της παράστασης, ήταν το πιο φλύαρο και κουραστικό της βραδιάς, και καθώς ξεκίνησε γύρω στις 5 το πρωί, θα μπορούσε και να έχει εκκενώσει το χώρο. Κι όμως το παρατεταμένο χειροκρότημα που ακούστηκε κάτω από το πρωινό φως, τόσο από την πλατεία προς τη σκηνή, όσο και αντίστροφα, μου θύμισε αυτό για το οποίο μας μίλησε ο Ρομέο Καστελούτσι σε μια συζήτηση φέτος στην Αθήνα: την Κοινωνία του Βλέμματος. Την ανάγκη, δηλαδή, των ανθρώπων να βρίσκονται όλοι μαζί απέναντι σε κάτι, και να κοιτάζουν.
Ο κύριος με το δύσκολο όνομα
Ασυνήθιστη περίπτωση ο κ. Μουαουάντ. Λιβανέζος στην καταγωγή, όταν η οικογένειά του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα λόγω εμφυλίου έζησε για λίγα χρόνια στη Γαλλία, πριν καταλήξει στο Μόντρεαλ του Καναδά. Ως συνεργαζόμενος καλλιτέχνης του 63ου Φεστιβάλ, έφερε μαζί του πολλούς Λιβανέζους και Καναδούς. Οι επιλογές του υπήρξαν ό,τι και το έργο του: άνισες. Είδα πέρσι στην Αβινιόν το «Μόνος» που έγραψε, σκηνοθέτησε και ερμήνευσε ο ίδιος, και φέτος όλα όσα παρουσίασε στο Φεστιβάλ: το τρίπτυχο-μαραθώνιο, συν το καινούργιο «Ουρανοί». Δύσκολο να πιστέψεις πως πρόκειται για έργα του ίδιου δημιουργού. Τελείως αλλιώτικη θεματολογία, μορφή, σκηνοθεσία, αντιμετώπιση. Σίγουρα ξέρει να συγκινεί το θεατή, να κατασκευάζει εικόνες με ένταση και ποίηση. Αλλά δεν είναι ιδιαίτερα βαθύς: ασχολείται με πολλά χωρίς να εμβαθύνει σε τίποτα. Με ανάλογο τρόπο επέλεξε καλλιτέχνες – με κριτήρια θεματικά και τοπικά. Τουλάχιστον είχαμε την ευκαιρία να ξαναδούμε τον Ντενί Μαρλό, που παρουσίασε το πρώτο θεατρικό έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ «Μια γιορτή για τον Μπόρις» σε όλες του τις εφιαλτικές διαστάσεις, χρησιμοποιώντας μαριονέτες και τεχνολογία βίντεο πλάι στους λαμπρούς ηθοποιούς του, για να προβάλει όλη τη γνώριμη θεματολογία του συγγραφέα, που είναι ήδη παρούσα από το ξεκίνημά του.
Ανακαλύψαμε επίσης τη χορεύτρια Γιάλντα Γιούνες και την τραγουδίστρια Γιασμίν Χαμντάν, αμφότερες από τη Βηρυτό, που παρουσίασαν, στα πλαίσια της πάντα ενδιαφέρουσας σειράς Sujet A Vif, μια χορογραφία και μουσική διασκευή πάνω σ’ ένα κομμάτι της Ουμ Καλσούμ και εντυπωσίασαν.
Η κατάρα του αριστουργήματος
Ο Γιαν Λάουβερς και η Needcompany του –ονομάστηκε έτσι από την ανάγκη που οδήγησε στη δημιουργία της ομάδας: I need company!– παρουσίασαν τόσο μεμονωμένα την καινούργια τους δουλειά «Το σπίτι των ελαφιών» όσο και ολοκληρωμένη την τριλογία της οποίας αυτό υπήρξε το τελευταίο μέρος – προηγήθηκαν «Το δωμάτιο της Ιζαμπέλα» και «Το μαγαζί του αστακού». Η κριτική το κατακεραύνωσε, με το επιχείρημα πως δεν είναι στο επίπεδο του «Δωματίου». Και λοιπόν; Η συντριπτική πλειοψηφία των φετινών παραστάσεων του Φεστιβάλ επίσης δεν ήταν! Αν την έβλεπε κανείς ανεξάρτητα, η φετινή παράσταση μπορεί να είχε τις αδυναμίες της –κυρίως φλυαρία, την επιδημική ασθένεια του φετινού φεστιβάλ– αλλά είχε και συγκλονιστικές στιγμές, και γενικά ήταν αξιοπρεπέστατη. Το γεγονός πως αυτή η ομάδα δημιούργησε το αριστουργηματικό «Δωμάτιο» την καταδικάζει να σιγήσει στο εξής ή την υποχρεώνει να βγάζει κάθε φορά κι ένα λαγό από το καπέλο της, κάνοντας πάντα κάτι ακόμα καλύτερο; Πόσοι κατορθώνουν κάθε φορά να υπερβούν το προηγούμενο αριστούργημά τους;
Κατά τα άλλα
● Πολλοί ξετρελάθηκαν με τον Ισραέλ Γκαλβάν. Δεν συμμερίζομαι τον ενθουσιασμό τους. Λένε πως ο Γκαλβάν χρησιμοποιεί τη γλώσσα του φλαμένκο για να εκφράσει άλλα πράγματα, πως υπερβαίνει την παράδοσή του. Εγώ είδα απλώς… φλαμένκο!
● Ο «Άντζελο, Τύραννος της Πάντουα» του Βικτόρ Ουγκό μού φάνηκε μια προσπάθεια να ανεβάσει ένας κινηματογραφικός σκηνοθέτης –ο Κριστόφ Ονορέ– όσο πιο θεαματικά μπορούσε ένα έργο που στην ουσία δεν του άρεσε. Το αποτέλεσμα: πεδίον ειρωνείας και εξυπναδισμού, χλευασμός του κειμένου α λα Όστερμάγιερ. Διασώθηκε μια σπουδαία ηθοποιός: η Κλοτίλντ Εσμ ως Θίσβη.
● Ο «Πόλεμος των υιών του φωτός κατά των υιών του σκότους» του Άμος Γκιτάι, που τελικά δεν βρήκε το δρόμο για την Επίδαυρο: μικρή ζημιά. Μια συμπαθής παράσταση που την ξεχνάς την άλλη μέρα, παρά την επιβλητική παρουσία της Ζαν Μορό.
● «Το ψέμα» του Πίπο Ντελμπόνο: ακριβώς ό,τι λέει ο τίτλος. Ψευτιά, ευτέλεια και εκβιασμός της συγκίνησης από έναν Ιταλό αγύρτη – δήθεν δημιουργό...
● Το απίστευτο «Ρίζενμπουτσμπαχ, μια μόνιμη αποικία» του Κριστόφ Μαρτάλερ, που θα είναι ο συνεργαζόμενος καλλιτέχνης του Φεστιβάλ της Αβινιόν 2010, το απολαύσατε και στο Φεστιβάλ Αθηνών, και μάλιστα λίγες μέρες νωρίτερα. Όπως και τις παραστάσεις του Ρασίντ Ουραμντάν, το “Radio Muezin” των Rimini Protokoll, το «Καζιμίρ και Καρολίνα», το “Orgy of Tolerance” του Γιαν Φαμπρ – εκτός φεστιβάλ αυτό… Είδατε; Σιγά σιγά μαθαίνουμε…
Κορυφαία στιγμή
«Λίγη τρυφερότητα, γαμώ την πουτάνα μου!» του Ντέιβ Σεν Πιερ. Σπουδαίος, νέος σε ηλικία και βραβευμένος Καναδός χορογράφος, παρουσίασε ένα αριστουργηματικό κάτι-που-δεν-μπορεί-να-περιγραφεί. Θα ευχόμουν να το έφερναν και στην Αθήνα, αλλά είναι σαν να βλέπω ήδη το σκάνδαλο: δημοσιεύματα σε σκανδαλοθηρικά περιοδικά, φλογερές συζητήσεις στα δελτία ειδήσεων ανάμεσα σε δημοσιογράφους που δεν έχουν δει ποτέ τους χοροθέατρο, μέχρι επερώτηση στη Βουλή μπορώ να φανταστώ, και αιτήματα για την κεφαλή του Γιώργου Λούκου επί πίνακι… Δεν είναι καλή ιδέα: χρειαζόμαστε τον Γιώργο Λούκο. Αρκεί να θυμηθείτε το Φεστιβάλ Αθηνών πριν από αυτόν…
Εν κατακλείδι
Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη μεταμεσονύκτια συνάντηση στη μνήμη της Πίνα Μπάους, σε ένα μικρό κήπο κάτω από τα τείχη του Παλατιού των Παπών, με 3.000 λουλούδια εις ανάμνησιν της σκηνογραφίας μιας παράστασής της από παλαιότερο φεστιβάλ. Ανατριχίλα και συγκίνηση, για μια επιδραστικότατη δημιουργό, που μας έκανε να κοιτάζουμε επί σκηνής κάτι που θα μας φαινόταν ανήκουστο και να αμφισβητούμε με εσωτερική συντριβή και ηδονή όλες τις βεβαιότητές μας. A