- CITY GUIDE
- PODCAST
-
14°
Μαζωνάκης, και σεξ. Στην ατμόσφαιρα
Ήθελα να βάλω τίτλο «σεξ με το Μαζωνάκη» επειδή είδα στον ύπνο μου ότι έκανα σεξ με το Μαζωνάκη. Αλλά θα ήτανε προβοκάτσια γιατί ο αναγνώστης, ας είναι κι ένας, θα περίμενε πιπεράτες πληροφορίες.
Ήθελα να βάλω τίτλο «σεξ με το Μαζωνάκη» επειδή είδα στον ύπνο μου ότι έκανα σεξ με το Μαζωνάκη. Αλλά θα ήτανε προβοκάτσια γιατί ο αναγνώστης, ας είναι κι ένας, θα περίμενε πιπεράτες πληροφορίες.Και θα περίμενε άδικα. (Εκτός που σιχαίνομαι τις «πιπεράτες», δεν έχω και πληροφορίες…)
Μερικοί τραγουδιστές, π.χ. ο Γιώργος Μαζωνάκης, θα έπρεπε να κάνουν πρόγραμμα όπως είναι στις πρόβες: χύμα, με σάχλες, με τη διάχυτη χαλαρότητα του «οι κολλητοί μάς βλέπουν». Οι καλές πρόβες είναι κάπως αναρχικές, με συνεργάτες και φίλους αντί για κοινό, και μερικοί, π.χ. ο Μαζωνάκης, σε κερδίζουν μόλις πιάνουν ένα ρεφρέν ή και πριν το ακουμπήσουν. Επειδή άμα συνεχίσω μ’ αυτό το βιολί θα πρέπει να γράψω άλλες πέντε φορές «π.χ. ο Μαζωνάκης» κι επειδή θα ’ναι σαν αυτά τα ανέκδοτα με τον Τοτό να λέει κρυάδες για μέρες μέχρι να σερβίρει τη ρημαδο-ατάκα, όταν πια έχουμε πάει για τούφες… ναι, λοιπόν: ο Μαζωνάκης είναι ωραίος στις πρόβες. Είναι ωραίος και στο πρόγραμμα, απλώς στις πρόβες τον εκτιμάς περισσότερο. Ο καθένας μπορεί να είναι ωραίος στο πρόγραμμα, όταν τους έχει τσιγαρίσει, πηδήξει και σιχτιρίσει όλους στις πρόβες επειδή είναι τσιτωμένος. Ελάχιστοι μπορούν να είναι ωραίοι στις πρόβες, π.χ., πράγματι, ο Μαζωνάκης.
Το πρόγραμμα, λέει ο Κωνσταντίνος Ρήγος, «είναι κλαμπίστικο, γι’ αυτό και δεν έχει τραπέζια το μαγαζί, είναι φτιαγμένο σαν κλαμπ με καναπέδες και την πίστα στη μέση: το κέντρο είναι η πίστα, βλέπεις 360 μοίρες όπως οι U2 – πριν από τους U2, στην πόλη σας!». Ο Ρήγος ξήλωσε όλο το μαγαζί και το έστησε από την αρχή, έτσι ώστε όπου και να κάθεσαι να βλέπεις πίστα.
Βλέπω πίστα, κάθομαι σε χαμηλό καναπέ και γλιστράω σιγά-σιγά προς το πάτωμα. Ο Μαζωνάκης ετοιμάζεται να γλιστρήσει στην πίστα. Δεν αγχώνεσαι που τραγουδάς στη μέση έτσι μετέωρος; Που δεν έχεις «πλάτη»; ρωτάω. «Μπα, καθόλου. Γιατί να αγχωθώ; Μια χαρά είναι, το ’χω ξανακάνει, δεν με πειράζει». Σηκώνει τους ώμους. Έκανε γυμναστική, λέει («μποντιμπίλντινγκ»), αλλά «ώρες-ώρες ξεχνιέσαι, δεν γίνεται και συνέχεια. Αδυνάτισα, μετά ξαναπάχυνα… ξέρεις». Κατά το μάνατζερ Δημήτρη Χατζόπουλο, «έκανε γυμναστική αλλά το ’χει ξεχάσει». Μια κοκκινομάλλα καλλονή χορεύει free-style, λέει ο Ρήγος, που περιμένω να μου πει για χορογραφίες και τέτοια αλλά ξεφεύγει. «Δε μ’ αρέσει να ’χουνε χορευτές αυτά τα προγράμματα» λέει, «γιατί αν δεν γίνει πολύ σωστά και οργανωμένα είναι λίγο βήτα. Και δεν ξέρω ας πούμε να χορογραφήσω προγράμματα που ανήκουν στη γενιά του ’20, αυτό πρέπει να το κάνει κάποιος που το ξέρει. Εδώ οι χορευτές (Άννα και Τηλέμαχος) είναι σα go-go boys/girls, όχι “μπαλέτο”».
Πρόγραμμα: δύο παιδιά τραγουδάνε με dj («καραόκε;» ρωτάω ηλίθια, «ήμαρτον» μου απαντάνε). Τα παιδιά είναι η Κέλλυ «Καλτσή, από το X-Factor» και ο Λούκας Γιώργκας. Μία και είκοσι βγαίνει ο Μαζωνάκης και τραγουδάει ως τις τρεις. Το κλαμπίστικο διάλειμμα κρατάει 45΄. Μετά ξαναβγαίνει ο Μαζωνάκης και τραγουδάει «ό,τι μπορείς να φανταστείς από ελληνικό τραγούδι, τα πάντα, αυτά που λέω δηλαδή και άλλα πολλά. Που έλεγα, που δεν έλεγα…. Ελληνικό. Ξέρεις.»
Ο Χατζόπουλος λέει πως «οι λαϊκές στιγμές ενσωματώνονται στο κλαμπίστικο mood, κι ελπίζω να μη πάρουμε φωτιά στην κυριολεξία – έχουμε 1.400 φώτα που δεν έχουνε μπει ποτέ σε live χώρο». Ο Μαζωνάκης τραγουδάει «όπως χτυπάει η καρδιά μου κάθε βράδυ/δε με νοιάζει που μιλούν/ δεν μπορώ να καταλάβω σε τι σφάλμα έχω πέσει/ σ’ έχω κάνει θεό», με φόρμα και φανελάκι, χαλαρός και φίλος-σου. Σου φαίνεται περίεργο που δεν πέφτουν χειροκροτήματα – στο μαγαζί είμαστε καμιά 20αριά άτομα, «της δουλειάς» με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Να χειροκροτήσω; Να πιω; Και πόσο, άπαξ και δεν είμαι «βραδινή έξοδος» αλλά «δουλίτσα»; Περνάει πιο γρήγορα η νύχτα αυτή από άλλες ή όχι; Γλιστράει ο καναπές ή εγώ φεύγω;
Το πρόγραμμα είναι έτοιμο, τα 1.400 φώτα, η ορχήστρα ψημένη, οι χορευτές σούπερ, όλα σωστά κι ένας dj που βάζει beat/house ή κάνει mush-ups ή όλα τα παραπάνω, και το μαγαζί ωραίο, και η νύχτα έχει κάτι το παράξενο, όπως ταιριάζει σ’ όλες τις νύχτες που τις θυμάσαι καιρό μετά…αλλά ο Μαζωνάκης είναι αυτός που κινεί τα νήματα. Χωρίς να το ξέρει και χωρίς να το επιδιώκει (σκασίλα του). «Θέλω να γυρίσω στα παλιά/ ξημερώνει πάλι/ ρωτάς γιατί να αγαπάς/ θα μελα-γχο-λήηησω», κι είτε χάσεις είτε δεν χάσεις τα λόγια, ο καλλιτέχνης σε στέλνει εκεί που φυτρώνουν οι παράξενες νύχτες: στο στραβό σου το κεφάλι.
Πάω τουαλέτα, το μαγαζί έχει εκατό (τουαλέτες) αλλά σήμερα είναι ανοιχτή μόνο μία, περιμένω, αντί να βγει μια χάλια γκόμενα ώστε να αισθανθώ βαθιά μέσα μου πως υπάρχει θεός, βγαίνει μια δίμετρη κουκλάρα. Κανένα έλεος. Γυρνάω στον καναπέ, ξαπλώνω χαλαρά, στην αίθρια κατάσταση του δεύτερου μόλις ουίσκι, αλλά μετά από ξενύχτι/ξεπάτωμα που νιώθεις σα να ’χεις στραγγίσει όλη τη Σκοτία. Κάποιος με ρωτάει πώς είναι να είσαι 49 χρονών. Κοιτάζω γύρω μου: you talkin’ to me? Γιατί εγώ προσωπικά είμαι 17, εδώ, σήμερα που ο Μαζωνάκης κάνει πρόβα και που είναι κι αυτός γύρω στα 14. Γελάει από τη στρόγγυλη πίστα-υποβρύχιο, παίζει με το μικρόφωνο, βγάζει τα παπούτσια του, στέλνει φιλάκια, ένα ποτήρι πάει άκρη-άκρη με το ντάμπα-ντούμπα και σπάει στο πάτωμα, εκεί όπου αν μείνω κι άλλο θα πέσω σε λίγο κι εγώ.
Τι είναι ο Μαζωνάκης; Cool, παραμένει ο πιο cool άνθρωπος στις σόου-μπίζνες. Όπως είναι στις πρόβες έτσι βγάζει το πρόγραμμα, φρεσκαδούρα. Θέλω να τον υπερασπιστώ ξαφνικά, όχι ότι έχει ανάγκη ή ότι ίδρωσε, κάθε άλλο. Αλλά δεν είναι fake. Δεν είναι καν ενήλικος. Χαμογελάει και το μάτι δεν έχει μπει ακόμα στην εφηβεία, η φωνή δηλαδή μπορεί να ’χει στείλει τις νύχτες σου στην παραξενιά και να ’ναι αυτό που λένε «ώριμη», ο ίδιος όμως είναι ο Τσάρλι Μπράουν.
Στην πίστα δήθεν χορεύει, ο Ρήγος τον διορθώνει «κάν’ το σωστά», ο Μαζωνάκης γελάει, δεν πρόκειται να το «κάνει σωστά», θα το κάνει ανάποδα και όπως γουστάρει και τόσο χύμα που θα ’ναι, τελικά, cool…
Έτσι, στα άγρια χαράματα, είδα στον ύπνο μου ότι έκανα σεξ με το Μαζωνάκη. Ήταν τέλεια, όπως συμβαίνει πάντα με το σεξ των ονείρων μας, αλλά – τι άλλο πια; Ακόμα κι εγώ, που είμαι-δεν είμαι 17 χρονών, το βλέπω σα να κλέβω εκκλησία…
ANODOS Πειραιώς 183 & Παλλάντος 38, 210 3468.100, ποτό στο μπαρ € 15, φιάλη € 180. Κάθε Παρασκευή & Σάββατο.