- CITY GUIDE
- PODCAST
-
13°
Ο υπεύθυνος του Τομέα Οικολογίας και Πράσινων Πολιτικών της Δημοκρατικής Αριστεράς, Σταύρος Λιβαδάς, προλογίζει την ημερίδα με θέμα την κρίση στο κέντρο της Αθήνας που πραγματοποιήθηκε στις 3 Μαρτίου στο ΕΒΕΑ.
"Καλημερίζω όλες και όλους σας, που ήρθατε να παρακολουθήσετε και να συμμετάσχετε στη συζήτησή μας.
Η σημερινή είναι η δεύτερη, πρόσφατη, πρωτοβουλία της Δημοκρατικής Αριστεράς να μιλήσουμε για την πόλη μας. Πριν ένα περίπου μήνα, οργανώθηκε από τον Τομέα Θεσμών, Δικαιοσύνης και Δικαιωμάτων του κόμματος μια σχετική συζήτηση, επικεντρωμένη σε θέματα μετανάστευσης, παραβατικότητας, αποκλεισμού μειονοτικών ομάδων του πληθυσμού, βίας, ασφάλειας, αστυνόμευσης κλπ.
Σήμερα, ο Τομέας Πράσινων Πολιτικών και Οικολογίας της Δημοκρατικής Αριστεράς παίρνοντας τη σκυτάλη, σας προσκάλεσε, εδώ, για να δούμε το ίδιο πρόβλημα, από μια διαφορετική και λίγο γενικότερη σκοπιά: με τον τρόπο που η σύγχρονη πολεοδομική θεώρηση αντιμετωπίζει τα προβλήματα της πόλης ως σύνθετα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα.
Επιθυμούμε να επικεντρώσουμε τη συζήτησή μας, κυρίως στα προβλήματα του κέντρου, όχι μόνο λόγω της σοβαρότητάς τους, όχι μόνο επειδή (το κέντρο) είναι ο καθρέφτης της πόλης, αλλά γιατί είναι και κομβικό σημείο. Η κατάσταση στο κέντρο επηρεάζει καθοριστικά, όλη την πρωτεύουσα. Είναι, δε, αυτονόητο, πως όντας η Αθήνα η πύλη της χώρας στην παγκόσμια οικονομία, τυχόν κατάρρευσή της επηρεάζει άμεσα την πορεία της κρίσης σ όλη τη χώρα.
Πριν τις δημοτικές εκλογές η δημοτική παράταξη Δικαίωμα στην Πόλη διαπίστωνε : Κάτοικοι και επαγγελματίες φεύγουν. Το ιστορικό κέντρο πλήττεται. Η ανασφάλεια επεκτείνεται σε ολόκληρες περιοχές, όσο απλώνεται η παραβατικότητα και δεν αντιμετωπίζονται η βία και η εγκληματικότητα. Ο φόβος δυναμώνει, οι εντάσεις κλιμακώνονται, βρίσκει έδαφος ανάπτυξης η ρατσιστική προπαγάνδα.
Σήμερα, ενάμιση χρόνο μετά, το Δικαίωμα στην Πόλη ασκεί την εξουσία στο Δήμο, ωστόσο η κατάσταση είναι, μάλλον, χειρότερη: Η παραβατικότητα εξελίσσεται στην κουλτούρα της πόλης. Ακόμη και ο νεόφερτος μετανάστης πολύ γρήγορα αποκτά συνείδηση, αν δεν ξέρει ήδη πριν μπει στη χώρα, πως ο ερχομός και η παραμονή στην Αθήνα σημαίνει λάθρα βιώσαι και κατά παράβασιν εργάζεσθαι ή επιχειρείν. Το παραεμπόριο αυγαταίνει, την ίδια ώρα που τα καταστήματα κλείνουν το ένα μετά το άλλο, τα άβατα επεκτείνονται και διεισδύουν ώς την καρδιά της πόλης. Οι καταστροφές, οι εμπρησμοί, οι πυρκαγιές, το πλιάτσικο, οι λεηλασίες, σαν να αποκτούν νομιμοποίηση από ένα άγραφο εθιμικό δίκαιο, εξελίσσονται σε βασικά στοιχεία του τελετουργικού, σχεδόν κάθε κοινωνικής διαμαρτυρίας.
Θα ‘ταν, βέβαια, επιφανειακό, κοντόφθαλμο και άδικο ν’ αποδώσουμε αυτή την επί τα χείρω εξέλιξη σε ευθύνες της νέας δημοτικής αρχής: αρκεί ν’ αναλογισθούμε τα περιθώρια άσκησης πολιτικής σ αυτό το θεσμικό κυκεώνα συναρμοδιοτήτων, τις συγκεκριμένες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της χώρας και την κατάσταση στην οποία παρέλαβε το Δήμο. Ελπίζουμε, ωστόσο, πως, αν τον πρώτο χρόνο η προσπάθεια της νέας δημοτικής αρχής επικεντρώθηκε στο να μπει μια τάξη στα του οίκου της, σήμερα, θα χει κάτι σχετικό με πρωτοβουλίες για την πόλη και το κέντρο της να μας πει ο κ. Δήμαρχος και περιμένουμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την παρέμβασή του.
Ποιοι παράγοντες, όμως, δημιουργούν αυτή τη ζοφερή κατάσταση;
Είναι η γενικότερη κρίση που τη γεννάει και την επιτείνει; Είναι το γεγονός πως στην Αθήνα συσσωρεύονται όλες οι λειτουργίες του κράτους; Είναι οι εμπλοκές, η διελκυστίνδα που παίζεται και η παραλυσία που επέρχεται από τις συναρμοδιότητες μεταξύ κρατικών φορέων; Είναι το υπερτροφικό και αδηφάγο γραφειοκρατικό τέρας, στο οποίο έχει εξελιχθεί όλη η δημόσια διοίκηση; Είναι ο ανταγωνισμός κεντρικής και τοπικής εξουσίας;
Νομίζω πως όλα αυτά μαζί και λίγο απ’ όλα, είναι παράγοντες που δημιουργούν και διογκώνουν προβλήματα, εμποδίζουν τον εντοπισμό των αιτίων τους , δυσχεραίνουν την επίλυσή τους, τους αναλογεί μερίδιο ευθύνης.
Πιστεύω, ωστόσο, πως η ρίζα αυτής της κατάστασης, βρίσκεται αλλού. Στα βασικά χαρακτηριστικά της μακράς διαδρομής της πόλης μετά τον πόλεμο, ώς σήμερα. Τα αίτια ανάγονται στο μεταπολεμικό μοντέλο ανάπτυξης που επικράτησε στη χώρα και σημάδεψε, βέβαια, κατά κύριο λόγο τούτη την πόλη. Καθότι η Αθήνα απετέλεσε αφενός την καρδιά και την ατμομηχανή αυτής της «αναπτυξιακής» πορείας, αφετέρου υπήρξε ο αφετηριακός τόπος συγκέντρωσης των μισών, σχεδόν, νεοελλήνων, που ξεχύνονταν σε προσωπικές διαδρομές, σε αναζήτηση της ευημερίας και της προόδου. Αυτό, λοιπόν το αναπτυξιακό μοντέλο, που βρήκε «ρυθμό» και ευρύτατη αποδοχή μετά τη μεταπολίτευση, κυριάρχησε και σφράγισε την πόλη οικονομικά, κοινωνικά, πολιτιστικά.
Κοινή συνισταμένη του μεταπολιτευτικού ονείρου υπήρξε, δυστυχώς, η αποδόμηση της κοινωνικής συνοχής. Το συλλογικό όνειρο, υποκαταστάθηκε από το ατομικό , το δημόσιο συμφέρον από το ατομικό, ή το συντεχνιακό συμφέρον. Η αδιαφορία για τα συμβαίνοντα στη δημόσια σφαίρα, ή περιφρόνηση προς ό,τι συλλογικό ή δημόσιο, έφτασε προϊόντος του χρόνου, να θεωρείται πρόοδος και εξέλιξη, να εκλαμβάνεται ως η σύγχρονη ματιά και ως προοδευτική θεώρηση των πραγμάτων.
Για να περιοριστούμε στο θέμα μας, στα τεκταινόμενα σ’ αυτή την πόλη, μπορούμε να πούμε πως, έπαψε σταδιακά να υπάρχει μια συγκλίνουσα ματιά, ένα κοινό σχέδιο, μια πρόταση ευρείας αποδοχής για την Αθήνα και τις προοπτικές της. Η φυγή προς τα βόρεια προάστια ή τις νότιες ακτές, η εγκατάλειψη του κέντρου, απετέλεσαν ατομική και οικογενειακή επιλογή, υιοθετήθηκαν από πολλούς ως πρότυπο κοινωνικής ανόδου. Τα σπίτια άρχισαν να αδειάζουν, το κέντρο να χάνει τη ζωντάνια του, τα δημόσια κτίρια να μεταφέρονται εκτός. Στους περιπατητικούς χώρους και τα πάρκα, σιγά-σιγά αραίωναν οι Αθηναίοι που απολαμβάνουν την πόλη τους- τους αντικαθιστούσαν μετανάστες, άνεργοι, άστεγοι, εξαρτημένοι- οι χώροι αυτοί, μετατρέπονταν σε τόπους συγκέντρωσης, απόθεσης και έκθεσης της δυστυχίας και της μιζέριας που σωρεύονταν στην πόλη.
Από την εγκατάλειψη, την ερήμωση ή τη γκετοποίηση, γλύτωσε μόνον ο δημόσιος χώρος που προσφέρονταν για εμπορευματοποίηση, για ιδιωτική εκμετάλλευση. Νομίμως, αλλά και κυρίως, παρανόμως. Από τα τραπεζοκαθίσματα που πλημμυρίζουν τις «πιασάρικες» πλατείες και πεζοδρόμους, ώς τους δημόσιους δρόμους και οικοπέδα που μετατρέπονται σε συνοδές εγκαταστάσεις στάθμευσης νυκτερινών κέντρων- σε ιδιωτικές δηλαδή, επιχειρήσεις, ώς την ελληνικής πατέντας κοινωνική παροχή προς δημότες και μη, τη μετατροπή, δηλαδή, χιλιομέτρων πεζοδρομίων σε χώρους πάρκινγκ για μηχανάκια και επέκτασης εμπορικών χώρων καταστημάτων και περιπτέρων. Αυτή, όμως, η ιδιοποίηση του δημόσιου χώρου, είναι η άλλη όψη της περιφρόνησής του.
Δεν είναι της ώρας να αναλύσουμε, περαιτέρω και σε μεγαλύτερο βάθος το γιατί αυτής της εξέλιξης. Ωστόσο επιγραμματικά μπορούμε ν’ αναφέρουμε, πως τα αίτια της κακοδαιμονίας της πόλης, είναι τα ίδια μ’ αυτά που συνθέτουν την κρίση της χώρας: το πελατειακό κράτος και μια άγραφη σύμπραξη ιδιοτελών συμφερόντων πολιτικού συστήματος και κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας. Όλη αυτή την περίοδο, οι εκάστοτε πολιτικές σκοπιμότητες και τα πελατειακά συμφέροντα καθορίζουν εν πολλοίς τις αποφάσεις, τροποποιούν ή καταργούν προγραμματισμούς, ευνοούν επικοινωνιακού χαρακτήρα προτεραιότητες και έργα βιτρίνας, αντί αποφάσεων μακροχρόνιας αποδόσεως σε υποδομές,, πριμοδοτούν τις «αρπαχτές».
Ο «πακτωλός» χρημάτων που εισέρρευσε στη χώρα, μετά την είσοδο στην ΕΟΚ συνέτεινε στην προσχώρηση κράτους, κοινωνίας και πόλης σ αυτή την προοπτική και επέτρεψε, ανεμπόδιστα, τον κάθε είδους γιγαντισμό: του κράτους, της κατανάλωσης, του ατομικιστικού ονείρου, αλλά και της συλλογικής φαντασίωσης πως εφηύραμε ένα παγκοσμίως πρωτότυπο και βιώσιμο σύστημα, που συνδυάζει την ευκολία της εργασίας, με το άκοπο της ανάπτυξης.
Όλα τούτα μπορούσαν να συμβαίνουν όσο το δημόσιο δανείζονταν, όσο οι πολιτικοί αποφάσιζαν και οι πολίτες ανέχονταν να υποθηκεύεται το μέλλον των επομένων γενεών επ’ ωφελεία τους. Η κρίση, ήρθε, ως νομοτελειακή συνέπεια αυτής της διογκούμενης και μη αναστρέψιμης κατάστασης, όταν τα χρέη μεγάλωσαν και ζητήθηκε να πληρωθεί ο λογαριασμός…
Τι γίνεται όμως τώρα; Η Αθήνα μπορεί; Μπορούν οι Αθηναίοι να ξαναβρούν την Αθήνα και η Αθήνα τους Αθηναίους; Έτσι όπως έχει διαμορφωθεί το πρόβλημα δεν είναι θέμα της κυβέρνησης, του δήμου ή της κοινωνίας των πολιτών. Είναι όλων αυτών μαζί.
Η σημερινή εκδήλωση, λοιπόν, αποσκοπεί ν΄ αναδείξει τη συνθετότητα του προβλήματος, την ανάγκη ανάπτυξης «ολοκληρωμένων πολιτικών» για την αντιμετώπισή του και τη συνέργεια που χρειάζεται για το κοινό καλό".