Θεατρο - Οπερα

Ο βιοπαλαιστής στη στέγη

«Ο ηθοποιός πρέπει να νικήσει τον εγωισμό του γιατί κανείς ρόλος δεν μπορεί να χωρέσει στην ψυχή και στο σώμα του»

14429-78756.jpg
Σταυρούλα Παναγιωτάκη
ΤΕΥΧΟΣ 237
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
90380-203136.jpg

Σκηνές αλλοπρόσαλλες

Nα ετοιμάζεται η κυρία και να είναι τρεις Φιλιππινέζες να κρατάνε τρεις ολόσωμους καθρέφτες και να γυρνάνε γύρω-γύρω, λες και της έλειπε μια πλευρά του εαυτού της και την έψαχνε.

Θα μου πεις, τι μιλάς για τους άλλους; Έξι Φιλιππινέζες έφτασα να έχω εγώ, και ειδικότητες που τις πρόφερα και πολύ σοβαρά.

Τώρα με πιάνουν τα νευρικά γέλια.

«Ντουλαπίστ», άκου ντουλαπίστ.

Είχαμε προσλάβει λοιπόν μία ντουλαπίστ η οποία τακτοποιούσε τις ντουλάπες. Η οποία ήταν πάνω απ’ τη συρταρίστ. Γιατί συρταρίστ είναι αυτή που κάνει τα συρτάρια και πάνω απ’ την ντουλαπίστ και τη συρταρίστ είναι η γουναρίστ. Αυτή που επιμελείται τις γούνες.

Η ντουλαπίστ, η συρταρίστ, η γουναρίστ και ο τρομπαρίστ...

Eνα σκασμό λεφτά πληρώναμε και μας φέρναν αυτά τα φαγητά τα μαλωμένα, ένα πιάτο τόσοοοο… τεράστιο, στη μία άκρη το φιλέτο στην άλλη το καρότο, λες και είχανε πλακωθεί από βραδύς. Παρήγγελνες να φας ένα πρώτο πιάτο και σου έφερνε μια κουτσουλιά ο άλλος, και σου ανέλυε μισή ώρα τι έχει αυτή η κουτσουλιά μέσα.

Και είναι φασιανός λιωμένος με δαμάσκηνο λιωμένο, με ένα καβουρδισμένο χτένι από ένα ιδιόμορφο όστρακο που συναντιέται μόνο στις όχθες του ποταμού Μαγκακούφα. Και κουνούσαμε συγκαταβατικά το κεφάλι ότι χρόνια τρώγαμε τα όστρακα του ποταμού Μαγκακούφα. Και δώσ’ του ο σερβιτόρος να αναλύει την κουτσουλιά, που μόνο ερυθρά αιμοπετάλια δεν είχε μέσα. Και έφευγε ο σερβιτόρος κι έμενες μόνος με την κουτσουλιά να την απολαύσεις. Την έβαζες στο στόμα και νόμιζες ότι ήτανε… δεν ξέρω τι… Και ο σερβιτόρος από πάνω να σε ρωτάει: «Σας άρεσε;;», τι να πεις!

Μισή ώρα στην ανέλυε. Έψαχνε η γλώσσα μου μάταια να ανακαλύψει τις 140 γεύσεις που μας είχε πει αυτός ότι είναι κρυμμένες μέσα στην κουτσουλιά. Άσε που μια κουβέντα δεν μπορούσαμε να ολοκληρώσουμε στο τραπέζι ! Πάνω απ’ το κεφάλι μας συνέχεια ένας άνθρωπος σαν το χάρο! «Είστε εντάξει;;; Σας λείπει τίποτα;» Αυτό ρωτάνε συνέχεια, «αν σου λείπει τίποτα», από κει άρχισε να μου μπαίνει η ιδέα ότι κάτι μπορεί να μου λείπει. Να σου τελειώνει το κρασί, να θες να βάλεις, δεν μπορείς να απλώσεις το χέρι σου να πιάσεις το μπουκάλι, πρέπει να δεις το σερβιτόρο, να συναντηθούν τα βλέμματά σας, να του κάνεις ευγενικά νόημα να έρθει, όχι να σηκώσεις το χέρι και να του πεις «έλα», όχι τέτοιες βαρβαρότητες. Όλα ευγενικά.

Έτσι όπως ευγενικά κλέβουνε, έτσι κι ευγενικά παραγγέλνουνε. Όλα με ευγένεια.

(Αποσπάσματα από τον 4ο Μονόλογο)


Τι είναι κι αυτό το πράγμα, ε; Πώς ένα κρύο μάρμαρο μπορεί να γίνει η πιο ζεστή παρηγοριά του ανθρώπου. Είναι φοβερό, ε; Όταν δεν μπορείς να αντιδράσεις σου λένε τα καλύτερα. Δεν έχεις μπει σε νεκροταφείο που είναι κάτι γυναίκες και χαϊδεύουνε τα μάρμαρα και λένε: «Ήθελα τόσα να σου πω, αγάπη μου, όσο ζούσες»!

Και γιατί δεν τα έλεγες, μωρή κουφάλα; Και τα λες τώρα στο μάρμαρο Πεντέλης; Τι να σου απαντήσει το μάρμαρο Πεντέλης;;; Βέβαια υπάρχουν και περιπτώσεις που η σιωπή του μαρμάρου βοηθάει, γιατί όσο και να χτυπιέται και να ουρλιάζει η άλλη πάνω και να λέει: «Πες μου, Θανάση μου, με κεράτωσες όσο ζούσες;», πολύ σωστά κάνει το μάρμαρο και δεν απαντάει. Εγώ αυτή τη σιωπή του μαρμάρου την είχα και εν ζωή.

Όταν την έχεις κάνει μη μιλάς. Πεντέλης...


Tο βράδυ μαζευόμασταν όλοι στο σπίτι και η μάνα μου μετρούσε την είσπραξη που έκανε η Παναγία η μουτρωμένη, έτσι την έλεγε ο πατέρας μου, γιατί όποτε βουτούσε το παγκάρι τού κατέβαζε λέει τα μούτρα η Παναγία.

Σιγά, έλεγε η μάνα μου, άντε και της άφησες τα λεφτά, τι θα τα κάνει;; Δεν έχει να ταΐσει παιδιά αυτή, δεν έχει να πάει σούπερ-μάρκετ. Έτσι μάθαμε να κλέβουμε την εκκλησία χωρίς ενοχές.

Η μάνα μας μάς είχε κάνει να πιστέψουμε ότι συνομιλούσε πράγματι με την Παναγία, κι όλη τη μέρα έκανε λογαριασμούς μαζί της.

«Παναγιά μου, σου παίρνω 3 χιλιάδες, σου δίνω και σε σένα 48 δραχμές μήπως χρειαστείς κάτι» και μάζευε λεφτά, τα έχωνε στα σεντούκια, στα μαξιλάρια, σ’ ένα μηχάνημα που παρίστανε το ερκοντίσιον, απ’ τα πρώτα που βγήκανε, που το είχε στη μέση του δωματίου να κάνει αέρα και τα ’φτυσε μια μέρα το μηχάνημα και άρχισε να ξερνάει τα πεντοχίλιαρα που είχε κρύψει μέσα η μάνα μου.

Ήταν μέσα στο σπίτι 20 θεούσες και διαπληκτιζόντουσαν για το πότε ακριβώς θα έρθει η Δευτέρα Παρουσία, αλλά στην παρουσία του πεντοχίλιαρου τα ξεχάσαν όλα, αρπάξαν τα λεφτά για να τα χαλάσουν εδώ, στην πρώτη παρουσία.

«Θαύμα, θαύμα» να φωνάζει η μάνα μου. Αλλά με πίκρα. «Θαύμμμμμα, θαύμμμμμα» και αναγκάστηκε και τους μοίρασε όλα τα λεφτά.

Ακόμα τα κλαίει. Το τι άκουσε αυτός ο Μιτσουμπίσι εκείνη τη νύχτα...

Μία φορά το χρόνο πηγαίναμε εκδρομή. Στους Αγίους Τόπους λέγαμε, Παρίσι πηγαίναμε.

Μέναμε σε κάτι ξενοδοχιάρες. Με τα λεφτά, τα περί ανεγέρσεως του ιερού ναού, πήγαινε η μάνα μου σε κάτι κομμωτήρια, έλυνε τον κότσο το χριστιανικό και τον έκανε μια μπούκλα… Το βράδυ πρώτο τραπέζι Μουλέν Ρουζ και Φολί Μπερζέ.

Μετά ξαναντυνόμαστε πάλι οικογένεια παπά και επιστρέφαμε πάλι στην Πρέβεζα και μοιράζαμε τίμιο ξύλο το οποίο δήθεν φέραμε απ’ τους Αγίους Τόπους, το οποίο τίμιο ξύλο ήταν μια παλιά καρέκλα που τη ροκάνιζε η μάνα μου χρόνια, γιατί όσο και να ’ταν το τίμιο αυτό ξύλο τόσους αιώνες θα είχε τελειώσει, αλλά η ελπίδα της γριάς για να πάει στον Παράδεισο έχει εξαναγκάσει το τίμιο ξύλο να έχει γίνει το πιο μακρύ και παχύ ξύλο στους αιώνες.

Το βασικό για να σε πιστέψουν, έλεγε η μάνα μου, είναι να το λες με συνωμοτικό ύφος όταν το δίνεις. Να το λες μυστικά.

«Σου έχω φέρει λίγο τίμιο ξύλο να σου δώσω, αλλά μην το πεις, σε παρακαλώ, γιατί δεν έχω να δώσω σε όλους».

Με τον τρόπο αυτό ήταν σαν να περνούσε και το τίμιο ξύλο στην παρανομία. Γιατί πότε χαμηλώνεις τη φωνή να πεις κάτι μυστικό; Όταν κάνεις κάτι παράνομο.

Κι οι γριές το αρπάζανε, μπαίνοντας και αυτές στην παρανομία, προκειμένου να έχουν το προνόμιο να πιάσουν πρώτη θέση στον Παράδεισο.

Την αδελφή μου την πιάσανε μέσα στο ιερό να κάνει τα ανομολόγητα με τον αριστερό τον ψάλτη, ενώ ο δεξιός ο ψάλτης δεν ήταν και σε πολύ μεγάλη απόσταση από τον αριστερό.

Μια γριά πήγε 12 η ώρα να ζητήσει μετάθεση απ’ την Παναγία για το γιο της και τους είδε, τη βγάλανε τρελή τη γριά, αλλά η ζημιά είχε γίνει.

Αναγκαστήκαμε και αφήσαμε την Πρέβεζα, και όλα όσα είχαν γίνει στην Πρέβεζα, αν κι εγώ είχα φύγει ήδη πολύ νωρίτερα. Έμαθα να κρύβομαι τόσο καλά, ώστε ούτε εγώ ο ίδιος δεν μπορούσα να με βρω.

Ήξερα τόσο καλά να παίζω τον αθώο. Τα παιδιά της ηλικίας μου πηγαίναν βλέπαν τσόντες, εγώ παρίστανα τον ηλίθιο. «Τι είδατε;» ρώταγα. Και δώσ’ του να περιγράφουν αυτά, για να μου κάνουν πλάκα και καζούρα. Και της άνοιξε τα πόδια αυτός και της φώναξε ο άλλος πάρ’ τον, μωρή, κι όλα αυτά που βλέπουμε τώρα στο Φιλμ Νετ και μπαίνει η γυναίκα μας μέσα και το γυρνάμε απότομα στο ΣΚΑΪ και μένουμε με ένα βλέμμα λάγνο να κοιτάμε μία σαύρα να σκαρφαλώνει την ακακία του Αμαζονίου. Άμα δεις αυτό το βλέμμα σε άντρα να το ξέρεις, είναι το βλέμμα που περίσσεψε απ’ την προηγούμενη τσόντα.

(Αποσπάσματα από τον 1ο Μονόλογο)


Bλέπαμε τη φωτιά αριστερά και τρέχαμε δεξιά γιατί εκεί έλεγαν οι πληροφορίες ότι θα καταλήξει η φωτιά. Και βεβαίως καταλήγει η φωτιά εκεί, αλλά πρώτα πέρναγε από πάνω μας. Γιατί η φωτιά τρέχει πιο γρήγορα από τον πυροσβέστη. Έκαιγε τον πυροσβέστη, έκαιγε ό,τι πέρναγε από πάνω, οπότε τι να κάνεις.

Έπιανες μια γωνιά και παρακολουθούσες πώς καιγόταν το δάσος. Σαν τηλεθεατής δηλαδή, απλώς αντί να κρατάς το τηλεκοντρόλ κρατούσες τη μάνικα. Δηλαδή μας βλέπουν οι δορυφόροι από πάνω και γελάνε. Γελάνε οι δορυφόροι μαζί μας. Είμαι σίγουρος. Σε 32 αδιέξοδα φτάσαμε για να φτάσουμε στο χωριό. Διότι άλλα δείχνανε οι χάρτες, άλλα είχανε χτίσει οι κάτοικοι, αλλού είχανε δώσει άδεια οι πολεοδομίες. Δεν προλαβαίνουνε οι δορυφόροι να καταγράψουν τα παράνομα στην Ελλάδα. Σου λέει, μόλις στρίψει ο δορυφόρος να δει μια άλλη χώρα και γυρίσει, σε ένα λεπτό έχουν χτιστεί 500 παράνομα.

Τρέχανε οι γριές με τις κανάτες και τα μπρίκια να σβήσουν τη φωτιά, έρχεται και ένας γέρος με ένα ληγμένο κολλήριο να βοηθήσει στην κατάσβεση.

Τα ’χασε ο κόσμος. Στους 48 κουβάδες και 13 κανάτες είχε καεί το όχημα, είχε καεί το σπίτι, είχε καεί η γριά και μόνο ο βουλευτής της περιοχής ήταν ζωντανός για να περιγράψει το δράμα που περνάει ο νομός του.

48 αρμόδιοι να πρέπει να ενημερώσουν.

Και τα κανάλια, να μη θέλουν να δείχνουν το ίδιο πλάνο, για να γράφουν το αποκλειστικό. Ε, δεν θα κάηκαν και 200 χιλιάδες στρέμματα για να ενημερωθούμε σωστά;;

Αφού αφήναν τις μάνικες για να μιλήσουν στα κανάλια;;; Θα κάηκαν. Όπως έτρεχα εγώ, έρχεται κι ένα αεροπλάνο από πάνω μου και μου αδειάζει όλο το νερό στο κεφάλι μου. Σκάει κι ένας ψαροντουφεκάς μπροστά μου, που τον μάζεψε το αεροπλάνο καθώς έπαιρνε νερό, με μια τσιπούρα τόση καρφωμένη… Καλά η απορία στο μάτι αυτουνού. Την απορία στο μάτι της τσιπούρας να έβλεπες. Δηλαδή να της το ’λεγαν της τσιπούρας τα θαλάσσια μέντιουμ ότι μια μέρα εσύ θα ταξιδεύεις με αεροπλάνο καθώς θα κολυμπάς αμέριμνη, δεν θα το πίστευε. Και τι μου λέει ο ψαροντουφεκάς; Μπορείς, ρε αδερφέ, να πάρεις ένα τηλέφωνο στη γυναίκα μου γιατί έχει βάλει τηγάνι και με περιμένει;

Δεν με χέζεις, του λέω. Βρε, τώρα έχεις ευκαιρία να εξαφανιστείς, εκμεταλλεύσου την! Μας βλέπουν οι δορυφόροι, σου λέω, και γελάνε. Δεν μπορεί, σου λένε, οι δορυφόροι να παρακολουθήσουν άλλες χώρες, στρίβουν από μόνοι τους εδώ γιατί εδώ έχει το πολύ γέλιο.

Θαύμα! Καθαρό θαύμα, ότι η χώρα αυτή ακόμα υπάρχει. Γιατί στη χώρα αυτή, η αρμοδιότητα κρατάει μία μέρα ακριβώς. Τη μέρα που αναλαμβάνεις. Ίσα-ίσα για τα συγχαρητήρια. Μπράβο! Μπράβο! Μπράβο! Απ’ την επόμενη μέρα αναρμόδιος ο αρμόδιος. Εγώ; Εγώ; Για πότε μπαίνει το ερωτηματικό δίπλα στο εγώ. Εγώ; Κι ο άνθρωπος αυτός που τα περιγράφει δεν είναι άλλος, είμαι εγώ. Εγώ! Γι’ αυτό και η περιγραφή αυτή είναι τόσο ακριβής. Γιατί είμαι εγώ ο ίδιος. Γιατί εγώ, αν επιζήσω, αύριο δεν θα βγω στα κανάλια να φωνάξω πως αφήσαν το ρέμα αμπάζωτο. Μωρέ, ας ζήσω εγώ κι έχω να φωνάζω αύριο… Πού είναι το κράτος; Πού είναι το κράτος;

Tυχαίο επίσης ότι το σύστημα σωτηρίας της χώρας το λένε Ξενοκράτης; Το λέει και το όνομα. Είναι για ξένο κράτος. Δεν είναι γι’ αυτό. Τρέχαμε σαν τα σαστισμένα κοτόπουλα. Τράβα τη μάνικα.

-Ποιος μαλάκας δεν γέμισε το βυτίο;

-Αφού δεν είχε νερό γιατί το έφερες, ρε μαλάκα;

-Γιατί μου ’κλεισες το τηλέφωνο και μου πες φέρε το πυροσβεστικό, έχει δεν έχει νερό. Να δείχνουμε κάτι γιατί μας παίρνουν τα ελικόπτερα από πάνω.

Τέτοιες συζητήσεις μέσα στο χαμό. Και να ’ναι οι κανονικοί πυροσβέστες και οι εποχιακοί, που δίναν την ψυχή τους, και να ’χουν κι εμάς τους άσχετους, τους διορισμένους, στα πόδια τους. Γιατί δεν ήμασταν οι μόνοι διορισμένοι. Αυτό είναι το κακό στη χώρα αυτή. Είναι ένας ικανός και του βάζουν και 48 μαλάκες να τον εμποδίζουν, να δουν αν θα τα καταφέρει.

Το ’χω υπολογίσει. Ένας ανά 48.

(Αποσπάσματα από τον 3ο Μονόλογο)


ΣΤΗΝ ΨΑΡΟΥ

Ου-ου-ου παίζει τίποτα
Ου-ου-ου στην Ψαρού
Πώς θα ’θελα να σκάσω μία μέρα
Και να τους κάνω όλους ου ου ου
Πώς θα’ θελα να ξέρναγε η Δευτέρα
Ξεροψημένους κώλους

Ου-ου στην Ψαρού
Παστώνονται κολόνια όλα τα φλώρια
Να σβήσουν της πισίνας τους τα χλώρια
Βαράνε τάκα-τούκα, τάκα-τούκα τις ρακέτες
Και γίνονται, ρε φίλε, τα μυαλά τους ομελέτες
Ψεύτικα δόντια
Βυζιά γεμάτα σιλικόνη
Το πουλί του με βιάγκρα το σηκώνει -ου-

Ο επιτυχημένος, μάγκα μου
Στο λέω δεν καβλώνει
Μονάχα το καινούργιο του ρολόι καμαρώνει

Ου-ου-ου
Ου-ου-ου παίζει τίποτα
Ου-ου-ου στην Ψαρού
Θέλω να σκάσω μία μέρα
Να κράξω με ντουντούκα
Ου-ου-ου στην Ψαρού
Τους κρέμετ’ η ψωλή σκουληκαντέρα
Και κάνουν τον αστέρα ου-ου στην Ψαρού
Οι πουλημένοι
Όλοι κάποιοι – σιχαμένοι
Όλοι τίποτα – οι κακογαμημένοι
Οι ξιπασμένοι

Στο λάιφ στάιλ όλοι
Φωτογραφημένοι
Πάντα αγχωμένοι οι βολεμένοι
Μια σανίδα βρεμένη
Να τους περιμένει
Αβέρτα γκόμενα ξανθιά τελειωμένη
Όποιος πεθαίνει στην Ψαρού χίλιες φορές πεθαίνει

Ου-ου-ου παίζει τίποτα
Ου-ου-ου στην Ψαρού

Ποτέ μη σώσω
Την ψυχή μου για τα φράγκα να τη δώσω
Βάλε κι εσύ ένα ου στην Ψαρού για να τελειώσω
Που να τελειώσουν πριν τελειώσουνε και μας
Ο αχταρμάς
Ρε μαλάκα
Πάψε να μας κυβερνάς
Σκατοτζιπάτε
Σκατά να φάτε
Α ρε Ψαρού τετελεσμένη
Όποιος πεθαίνει στην Ψαρού χίλιες φορές πεθαίνει


M’ αρέσαν οι καυγάδες. Μόνο με τον καυγά καταλάβαινα ότι ήμουνα σε γάμο. Γιατί απ’ το σεξ… σεξ απ’ δω, που λένε. Και ποιος το χέζει το σέξ. Ένα χάδι. Ένα χάδι, ένα χάδι βρε!

Πώς σε κάνει ο γάμος, να μην μπορείς να ακουμπήσεις τον άνθρωπό σου. Πιο ξένος κι απ’ τον ξένο γίνεσαι. Κοίταζα το άλμπουμ με τις φωτογραφίες και έβλεπα τη χαρά να χάνεται πίσω-πίσω στα χρόνια.

Το νιώθεις το ψέμα όταν έρχεται, όπως νιώθεις και το βλέμμα όταν φεύγει στο γάμο. Οδυσσέα, Οδυσσέα, σου μιλάω, δεν είσαι εδώ.

Κι εκείνος, όχι εκείνος δηλαδή, ο κάθε εκείνος, ο κάθε άντρας, ή σε πιάνει, σε αγκαλιάζει, σε φιλάει ή γίνεται έξαλλος, τι είναι αυτά; Έχεις τρελαθεί εντελώς; Δεν μου φτάνουν τα προβλήματα που έχω; Άμα είχα φύγει θα ήμουν εδώ; Ε ναι λοιπόν, θα ήσουν εδώ.

Αυτό δεν συγχωρώ σε έναν άντρα.

Που ενώ έχει φύγει, είναι ακόμα εκεί μπροστά σου και σου λέει πως δεν έφυγε. Αλλά το βλέπεις το μάτι, είναι στην πόρτα. Χτυπάει το τηλέφωνο και τον παίρνει ο ψεύτης που δουλεύουνε μαζί, τάχα μου δουλειά στο ξαφνικό και φωνάζει πριν σηκώσει το τηλέφωνο: «Πω-πω, δεν μ’ αφήνουν ήσυχο γαμώτο! Θα τα πετάξω τα τηλέφωνα, τι στο διάολο με θέλουν πάλι». Με το ζόρι. Ότι πάει στο τηλέφωνο με το ζόρι. Σε ειδοποιεί. Να πάρεις την πληροφορία. Και μόλις κλείσει η πόρτα πίσω του, που φεύγει με το ζόρι, πώς αλλάζει το βήμα και γίνεται γρήγορο, ταχύ κι ευχάριστο.

(Απόσπασμα απ τον Μονόλογο της Χρυσούλας)

ΟΤΑΝ ΕΧΩ ΕΣΕΝΑ
Όταν έχω εσένα
μπορώ να ονειρεύομαι ξανά
ανοίγω μες στη θάλασσα πανιά
και πιάνω μες στα χέρια μου
τον κόσμο να τον φτιάξω

Όταν έχω εσένα
μπορώ να μη βυθίζομαι αργά
τα βράδια που πληγώνεται η καρδιά
και πιάνω το μαχαίρι
το σκοτάδι να χαράξω

Κάνε ένα βήμα
να κάνω το επόμενο
αίμα μου και σχήμα
λόγος και ψυχή στο συμφραζόμενο

Όταν έχω εσένα
κοιμάμαι σαν παιδί, έχω έναν άνθρωπο
δεν φοβού κανένα
Εγώ κι εσύ στον κόσμο
τον απάνθρωπο
Εσύ κι εγώ

Όταν έχω εσένα
μπορώ να βάψω με ασήμι τη σκουριά
μπορώ να κοιμηθώ με σιγουριά
να πιάσω με τα χέρια μου
τους δράκους να σκοτώσω

Όταν έχω εσένα
αντέχω, πάω δίπλα στον γκρεμό
το ξέρω, έχω ένα χέρι να πιαστώ
κοντά μου έναν άνθρωπο
τα χρόνια μου να ενώσω

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ