Ταξιδια

Η Πάρος του συγγραφέα Χρήστου Αστερίου

Είναι σχεδόν μυστικιστικός ο τρόπος που συνδέθηκα με την Πάρο, πριν καν πατήσω το πόδι μου πάνω της είχα αποφασίσει να την κάνω δεύτερη πατρίδα μου

ΤΕΥΧΟΣ 401
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
24217-53695.jpg

Πάρος: Ο Χρήστος Αστερίου γράφει για το αγαπημένο του νησί στην Athens Voice

Πρωτοαντίκρισα το λιμάνι της Παροικιάς από το κατάστρωμα του Απόλλων Εξπρές 1 τον Αύγουστο του μακρινού 1989, τότε που δεν έβρισκες σημείο ν’ απλώσεις τον υπνόσακό σου (ούτε λόγος για δωμάτιο) και η παραλία ήταν γεμάτη παρέες που γρατζούναγαν τις κιθάρες τους τραγουδώντας γύρω από τις φωτιές.

Είναι σχεδόν μυστικιστικός ο τρόπος που συνδέθηκα με την Πάρο, πριν καν πατήσω το πόδι μου πάνω της είχα αποφασίσει να την κάνω δεύτερη πατρίδα μου, να ξαναγυρνάω κοντά της σε αναζήτηση κάθε φορά και μιας κρυμμένης της πλευράς. Και η αλήθεια είναι πως στάθηκα τυχερός, αφού είκοσι χρόνια μετά από εκείνη την πρώτη κυκλαδίτικη περιπέτεια κατάφερα να πραγματοποιήσω ένα κρυφό όνειρο και να ζήσω στο νησί όχι ως επισκέπτης πια, αλλά ως μόνιμος κάτοικος για δύο ολόκληρα χρόνια. Θέλοντας και μη, λοιπόν, σκάλισα την επιφάνεια της καλοκαιρινής ευδαιμονίας ανακαλύπτοντας πίσω απ’ την τουριστική βιτρίνα την τραχιά ομορφιά την παριανής γης και την ντομπροσύνη των ντόπιων, ήπια σούμα στα ρακιδιά του Οκτώβρη όταν μαζεύονται όλοι γύρω απ’ τα καζάνια στις μικρές κατοικίες, είδα το μάτι του βοριά σε μια Νάουσα άδεια από περαστικούς κι από τουρίστες, αγνάντεψα τη θάλασσα από το Δήλιον υπό καταρρακτώδη ανοιξιάτικη βροχή κι έγραψα ένα μυθιστόρημα στους ρυθμούς της νησιώτικης χειμερίας νάρκης που πέφτει επάνω σου σαν πέπλο μειώνοντας τους χτύπους της καρδιάς και τις αναπνοές σου.

Στο χάος της Αθήνας τώρα πια φέρνω στο μυαλό μου τα στενά της αγοράς στην Παροικιά ή τη θέα από ένα μπαλκόνι στις Λεύκες. Όταν ζορίζουν τα πράγματα – τον τελευταίο καιρό όλο και περισσότερο κλείνω τα μάτια κι ονειρεύομαι πως έχω επιστρέψει για μια μέρα μόνο, για μια μέρα ιδανική που θα κυλούσε όπως ακριβώς θα την ήθελα εγώ απ’ την ανατολή ως το επόμενο ξημέρωμα σε μια Πάρο ολοκληρωτικά δική μου. Και το φανταστικό της ημερολόγιο θα ήταν κάπως έτσι:

10:30 Στο Καφέ Συμπόσιο, μέσα στην αγορά της Παροικιάς, μοσχομυριστός καφές και οι πρώτες κουβέντες της μέρας. Ζεστή τυρόπιτα με θέα προς το Δίστρατο, δίπλα μας μια ντουζίνα Αμερικανίδες φοιτήτριες λιάζουν τη νιότη τους με βουλιμία, τριγύρω οι γάτες τρίβονται ζητώντας προσοχή. Φρέσκος χυμός πορτοκάλι και ψώνια απ’ τον υπαίθριο μανάβη που περνάει με το γάιδαρο, ζαρβατικά απ’ το μποστάνι και φρούτα κομμένα από τα δέντρα του.

11:30 Στάση στην Πακτία για κάππαρη, ξινομυθήθρα και κριθαροκουλούρες.

11:45 Απαραίτητο κούρεμα στο παλιό μπαρμπέρικο του κυρ-Νίκου μέσα στην παλιά αγορά. Ντεκόρ σταματημένο στο χρόνο, δυο γέροι συζητάνε για πολιτικά, στο κασετόφωνο μια μασημένη κασέτα του Καζαντζίδη, πάνω απ’ το κεφάλι μου αιωρείται μια κοκάλινη τσατσάρα βουτηγμένη σε νερό κι οινόπνευμα.

12:30 Αναχώρηση για μπάνιο προς Κριό και Μαρτσέλο. Ο καιρός ζεστός, οι άνεμοι ευνοϊκοί στα πανιά μας. Βουτάμε στη θάλασσα με ανοιχτά μάτια. Κοιτάζω τη Χώρα απέναντι, φαντάζομαι αρχαία καράβια να φορτώνουν μάρμαρο και τον Τρούμαν Καπότε να περπατάει στην αποβάθρα φορώντας πολύχρωμα νεοϋορκέζικα πουκάμισα τον Σεπτέμβριο του 1958.

15:30 Γεύμα στην Τράτα, πίσω απ’ το αρχαίο νεκροταφείο της Παροικιάς. Σαρδέλες παντρεμένες, γαρίδες και κολιό που ψήνει ο Λευτέρης στη σχάρα και μας σερβίρει η Λέτα επιδέξια. Λύνεις τα μαλλιά σου που έχουν κατσαρώσει για τα καλά απ’ το αλάτι, η ματιά σου ελίσσεται μέσα στα υψωμένα ιστία και σκάει πυρωμένη στο απέναντι εκκλησάκι του Αγίου Φωκά.

18:00 Νάουσα, νωρίς το απόγευμα. Το χωριό σε ανάπαυλα πριν επιστρέψουν οι τουρίστες, γεμίζοντας τα λευκά του σοκάκια με τη βιαστική παρουσία τους. Μας προσπερνάνε σκιώδεις πειρατές από ένα πλοίο του Μπαρμπαρόσα που έχει μείνει αρόδο. Ελληνικός μέτριος στο παραδοσιακό καφενείο, ύστερα στα χαλάσματα του ενετικού κάστρου αγναντεύοντας μέσα από τις πολεμίστρες. Σε λίγες ώρες τα γύρω ψαροκάικα θα καλάρουν τα τυλιγμένα δίχτυα.

19:00 Ρότα προς Μοναστήρι. Παίρνουμε το μονοπάτι για τον παλιό φάρο ψηλά μέσα απ’ τα χαραγμένα μονοπάτια. Χρυσοκίτρινοι βράχοι –δεν έχεις ξαναδεί τέτοια πετρώματα, μου λες– και μια θέα που αφήνει τα χαμηλά σύννεφα να μπουν στο μυαλό μας. Ονειρεύομαι τη μικρή παραλία στη Μακριά Μύτη. Αν προφτάσουμε, έστω και για πέντε λεπτά...

23:00 Ο ύπνος μάς ελάφρυνε τα σώματα. Στο Κουκούτσι της Παροικιάς, ο Παρασκευάς σερβίρει σούμες και μεζέδες σπιτικούς σε πιατάκι. Στο Μικρό Καφέ η Στέλλα ετοιμάζει το πρώτο ποτό της βραδιάς. Καταλήγουμε, όπως πάντα, στην άκρη της παραλίας για κοκτέιλ με μπέρμπον και δυόσμο στο Booze and Tales του Χρήστου Πανταζή ακούγοντας Swing και Blues. Λίγες ώρες μετά ο πρώτος ήλιος μάς φωτίζει τα πρόσωπα. Περπατάμε αγκαλιασμένοι κατά μήκος της ακτής, ελπίζοντας πως σύντομα θα επιστρέψουμε πάλι...


* O Χρήστος Αστερίου είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο «Ίσλα Μπόα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ