Life in Athens

Προληπτικό ντύσιμο

Εγώ, πλέον, όταν κατεβαίνω στο κέντρο, ντύνομαι προληπτικά.

42352-95226.jpg
Κωνσταντίνος Ματσούκας
ΤΕΥΧΟΣ 376
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
19436-43022.jpg

Εγώ, πλέον, όταν κατεβαίνω στο κέντρο, ντύνομαι προληπτικά. Παίρνω τη φθαρμένη τσάντα, ρούχα ουδέτερα για να μη δίνω στόχο, αθλητικά παπούτσια για παν ενδεχόμενο. Προχτές που ξεχάστηκα και κατέβηκα με το καρτιέ, κάποια στιγμή το ’βγαλα και το ’ριξα στην τσέπη μου», η Φιόνα.

«Και να σκεφτείς ότι δεν πάνε ούτε τριάντα χρόνια που στις γειτονιές της Αθήνας βγάζαμε τα κρεβάτια στην αυλή και κοιμόμασταν όλοι έξω», η Αλίκη.

«Ναι, και το καρτιέ έμπαινε για φύλαξη κάτω απ’ το στρώμα», εγώ.

Γελάμε.

Είμαστε τέσσερις στη βραδινή διαδρομή για Αθήνα από Ναύπλιο, όπου κατεβήκαμε να αποχαιρετήσουμε τη θάλασσα. Και να διαπιστώσουμε ότι, όντως, το φως του χειμώνα έχει μια διαύγεια…

Το καρτιέ της Φιόνα είναι λίγο ένα μαγικό αντικείμενο, κάτι σαν επίκληση αφθονίας. Διαπραγματευόταν την αγορά του επί ενάμιση ολόκληρο χρόνο και δεν το απέκτησε παρά αφού μας έπεισε όλους ότι ήταν μια απτή υπενθύμιση στον εαυτό της πως αξίζει ό,τι καλύτερο. Τώρα λαμποκοπάει από καιρού εις καιρόν στον καρπό της κάτω από τα πορτοκαλί φώτα της Εθνικής.

Απείρως πολυτιμότερος από το αδαμαντοστόλιστο ρολόι είναι ο τέταρτος συνεπιβάτης, ο οκτάμηνος γιος της Βίκτωρ. Γνωστός κι ως Βούδας, λόγω του στοχαστικού του βλέμματος και διότι είναι σχεδόν αδύνατον να του χαλάσεις τη ζαχαρένια του. 

Μα να που, έξω από την Ελευσίνα, καθώς διασχίζουμε την αόρατη μεμβράνη που περικυκλώνει την Εσχατούπολη, ο μικρός Βούδας ανταριάζεται. Ίσως νιώθει ότι μπαίνουμε σε μια ζώνη ανησυχίας και φόβου, σε μια πόλη με εκμηδενισμένες αντιστάσεις απέναντι στα μηνύματα ζόφου που εκπέμπουν χίλιες πηγές. Πάντως, θέλει το στήθος της μαμάς του.

Στάση στην άκρη της Εθνικής για θηλασμό. Ευκαιρία και για τσιγάρο. Χα!

Μέσα από τις σκιές του δρόμου ξεπροβάλλει μια ομάδα από μελαψές φιγούρες. Μαλί; Νιγηρία; Κονγκό; Μετράμε πέντε. Οι δύο κουβαλάνε μπόγους. Κατευθύνονται προς το μέρος μας, το αμάξι με τις πόρτες ανοιχτές, εμείς καθισμένοι κατάχαμα στο κράσπεδο, σιωπηλοί.

Ακούγονται μόνο τα χαλίκια κάτω από το βήμα τους και οι μικροί ήχοι έκστασης του Βίκτωρα.   

Ξυρισμένα κρανία, μακριά μέλη, πέντε ζευγάρια μάτια επάνω μας, στο πρώτο απ’ αυτά διακρίνω την αντανάκλαση από το φλας του αυτοκινήτου που αναβοσβήνει. Οι δυο γυναίκες μαζεύουν τη χαλαρή τους διάθεση σαν μανδύα που τώρα κρατάνε σφιχτά επάνω στο κορμί τους.

«Καλησπέρα!» λέω δυνατά, χαρωπά.

«Γεια σο! Γεια σο!» απαντούν εν χορώ, με χαμόγελα μέχρι τα αυτιά, καθώς αντικρίζουν το βρέφος στο στήθος που η μάνα του προσπαθεί κάπως να καλύψει. Η ένταση της στιγμής διαλύεται, οι άνθρωποι προσπερνούν και χάνονται σε κάποιο χωράφι.

Η Φιόνα μού παραδίδει τον Βούδα για να κάνει κι εκείνη ένα γρήγορο τσιγάρο. Παρατηρώ πως ο καρπός της είναι γυμνός, το ρολόι δεξιοτεχνικά εξαφανισμένο.

Καθώς μπαίνουμε στο αμάξι, ο βόμβος της Εσχατούπολης επανέρχεται, άηχος αλλά σαφής: «Τίποτα δεν υπάρχει περίπτωση να πάει καλύτερα. Να φοβάστε. Να φοβάστε πολύ!» Χουφτώνω το στρουμπουλό μπούτι του Βίκτωρα, ο οποίος επίσης βομβίζει απαλά σαν γεννήτρια στο ρελαντί. «Όλα φίνα;» του ψιθυρίζω, ψάχνοντας στην πραγματικότητα για κάτι να με καθησυχάσει. Εις απάντηση, εκείνος χασμουριέται σύγκορμα.

Εικονογράφηση: ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΟΥΣΗΣ (shyborg.blogspot.com)

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ