Βιβλιο

Υπουργός Νύχτας

Το τελευταίο μυθιστόρημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη είναι ένα έπος

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
126891-285483.jpg

Αν θες, μην το διαβάσεις το κομμάτι τούτο. Πέρνα κατευθείαν στην τελευταία του πρόταση, με αυτή δηλαδή που σκοπεύω να αποφωνήσω όλα τα σχετικά για το τελευταίο μυθιστόρημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη: το ελληνικό μυθιστόρημα της χρονιάς. Γιατί αυτό είναι. Το ελληνικό μυθιστόρημα της χρονιάς. Μπορεί και το αμερικανοϊταλικό μυθιστόρημα της χρονιάς, εφόσον ασχέτως και αν διαδραματίζεται στα πάτρια της Βόρειας Ελλάδας και λίγο στην Αθήνα, ο ήρωάς του, ο Πρίμο, συνομιλεί ευθέως και στην ψύχρα με τον Μάριο Πούτζο και τον Νονό.

Έτσι ακριβώς και κράτα το αυτό, ο Σκαμπαρδώνης με τον Πρίμο χτυπάει τη μεγάλη του αμερικανικού μυθιστορήματος τη φλέβα. Τυχαίο που ο ήρωάς του στα σέβεντις σπουδάζει στην Ιταλία αρχιτεκτονική; Τυχαία τρέφεται μόνο με πάστες και πίτσες και πίνει συνεχώς Καμπάρια, ντυμένος στην τρίχα σαν Σιτσιλιάνος γόης, καθώς ποντάρει στις μπίλιες του καζίνο, τζογάροντας λεφτά, ζωή, έρωτα, φιλία, αδρεναλίνες και την ύπαρξή του όλη, λες κι από πάνω του αοράτως ο Σκορτσέζε τον σκηνοθετεί σε φάση "The Good Fellas" κι ο Μάριο Σκαμπαρδώνης Πούτζο γράφουν το σενάριο;

Δέκα χρόνια το έγραφε και το έσβηνε, το μουτζούρωνε, το πετούσε και το ξανάπιανε. Βασανισμένο μυθιστόρημα, αλλά αν τον ξέρεις τον Σκαμπαρδώνη, τέτοια περιμένεις. Ζόρικα, επίμονα και επίπονα φιρμάνια, είτε στη φόρμα τη μικρή, όπου μεγαλουργεί σταθερά τα τελευταία χρόνια, είτε στον «Υπουργό Νύχτας», όπου η αφήγησή του τινάζει την μπάνκα των ελληνικών μυθιστορηματικών γραμμάτων στον αέρα.

Ο Πρίμο. Πριν την κρίση, ως αρχιτέκτονας, έχτιζε κτίρια κατά ύψος, μα, όταν έσφιξαν τα ζόρια και κληρονόμησε το γραφείο κηδειών του πατέρα του, το γύρισε σε ανακαινίσεις εις βάθος και κάσες με ψυχές καταβυθιζόμενες στα έγκατα της γης. Ο Πρίμο, λοιπόν, ο βουτηγμένος στον θάνατο, μαζί με την παρέα του, τους θαφτάδες, τα κοράκια, τους κουφαροαυτοφοράκηδες, ίσως τη μόνη πλέον οικογένεια που του έμεινε, μιας κι ο γάμος του πάει κατά διαόλου. Όνομα και πράμα, ο άτιμος ο Πρίμο.

Αυτό το διττό, αυτό το εύρημα, αυτή η παλάντζα του ήρωα με την αδρεναλίνη του τζόγου και της ζωής, από τη μια, και το κατάμαυρο του θανάτου, όπως επιμελείται τα σχετικά με τις «αναχωρήσεις», από την άλλη, είναι που κινούν την ιστορία σε πρώτο χρόνο. Αυτή η αίσθηση πως τίποτα δεν είμαστε, πως στο τίποτα πάμε, κι ας μας διαβεβαιώνουν οι παπάδες για πορεία στο φως και την Ανάσταση, μέρες που έρχονται, είναι που οπλίζει τον Πρίμο με θράσος, τσαμπουκά και σαλτανάτικο πείσμα να τα κάνει όλα. Χωρίς όρια, να τα ζήσει επικίνδυνα μα και ηρωικά, ξορκίζοντας με ντόπα περιπέτειας καθημερινής τη θανατίλα την αναπόφευκτη όπου θα καταλήξουμε ή κάποιος θα μας καταλήξει. Να μπλέξει με λαθρέμπορους πρέζας και παράνομες εισαγωγές Ρώσων δολοφόνων ή πουταναριού από Βουλγαρία για τα σκυλάδικα της Κεντροδυτικής Μακεδονίας. Θέλει. Να νταλαβεριστεί άφοβα με τον αφρό του εγκλήματος, με πωρωμένους γκάστερ που ξεπλένουν στο real estate, χρηματοδοτούν πολιτικές καριέρες, ταΐζουν με τις σάρκες των θυμάτων τους τον κροκόδειλο που κρατούν φυλακισμένο δίπλα στην πισίνα τους.

Σχιζοειδής, αμάσητος, αλαζόνας αλλά και μέγας θεομπαίχτης, ο Πρίμο του Σκαμπαρδώνη παίρνει φόρα και όποιον πάρει ο Χάρος. Αυτόν ή αυτούς. Εκείνον ή εκείνους. Τους άλλους ήρωες στον «Υπουργό Νύχτας», τους δεύτερους, τους τρίτους αλλά και τους τέταρτους ρόλους που γράφει ο Σκαμπαρδώνης, παραδίδοντας μια μεγαλοπρεπή, πολυεπίπεδη, μα και πολυάριθμη σε πρόσωπα ιστορία, που τρέχει σαν γκαγκστερικό φιλμ. Αλλά ταυτόχρονα και σαν υπαρξιστικό νουάρ, αφού εντός του Πρίμο, στα ανταριασμένα φυλλοκάρδια του, έτσι όπως πιλοτάρει το αμάξι - βίο του, ούτε με «νεκρά» ασφαλή ούτε με άλλες χαμηλές ταχύτητες μπορεί να τρέξει, πέρα από την πέμπτη - με τέρμα σανιδωμένα γκάζια.

Δεν σε αφήνει λεπτό ο Σκαμπαρδώνης να λουφάρεις διάβασμα. Από τη μια, η δράση κι, από την άλλη, εκείνες οι ανάπαυλες που ο Πρίμο στοχάζεται, φιλοσοφεί με και για το είναι του, που κάνει τσιγάρο μετά το κρεβάτωμα ή που κοιτά τη βροχή να μουλιάζει το παρμπρίζ του και παίρνει φόρα για άλλη μια γύρα περιπέτειας, δεν σε αφήνει σε ησυχία το μυθιστόρημα. Που όμως πέρα από την πλοκή και το σάρωμα αυτού που λέμε Ελλάδα, μιας και επιτομεί το έθνος ο Σκαμπαρδώνης, εξυφαίνοντας μια τόσο γόνιμη και εύστοχη ανάλυση περί του πώς χτίζονται καριέρες, περιουσίες, αντιπαροχές και οικονομίες ή εκμαυλισμένες πολιτικές συνειδήσεις, πέρα απο την καταιγιστική πλοκή, υπάρχει και η γλώσσα του.

Ο ρυθμός, η τονικότητα, το πείραγμα, η διακύμανση, οι κωμικές της διαστροφές, όπου η πλοκή γίνεται αστεία και η παπαδιαμάντεια πατρίδα, όταν η κατάσταση αντιστέφεται σε πρίμο δράμα, η παλλόμενη γλώσσα, είναι απολαυστική. Σατιρική μα και δεσποτικά ελληνική, σκαμπαρδόνεια ειπείν, που την ίδια στιγμή που τα βυσσοδομεί τα γραμματιακά κορέκτ, την επομένη τούς υποκλίνεται και τα στιλβώνει, τα γυαλίζει τα λογάκια σαν ασημικά και την ανθοφορεί τη γλώσσα, σκέτη αιθέριο έλαιο, έτσι μεστή και αρωματική, ως την παραδίδει.

Του πρέπει κλέος μεγάλο τούτου του βιβλίου. Δεν μιλώ ούτε για πωλήσεις, που τις εύχομαι, ούτε για κινηματογραφικές μεταφορές, που τις έχει στο τσεπάκι του με τέτοιο στόριμπορντ-καταιγίδα, ούτε για αφιερώματα και αναλύσεις από φιλολογικές λέσχες ανάγνωσης, αφού τέτοιας έντασης μυθιστορία αναπόφευκτα θα τριπλάρει και θα σκίσει δίχτυα όπως έκανε παλιά ο Χατζηπαναγής. Γιατί αυτός είναι ο Σκαμπαρδώνης στον «Υπουργό Νύχτας», ο Βάσια της ελληνικής λογοτεχνίας, είτε σε κοντή πάσα διήγημα είτε σε μακριές μπαλιές και βαθύ παιχνίδι διαρκείας - μεγάλη φόρμα όπως εδώ, ο συγγραφέας χορεύει, ελίσσεται, κάνει/γράφει το παιχνίδι του με μια σπάνια, σαν του Χατζηπαναγή, τη χάρη.

Και στα 63 του χρόνια, πλήρης ευτυχώς σε σωματική μα και πνευματική ρώμη, ευτυχεί να γράψει ένα έπος, που τον εκτοξεύει στο ίδιο πάνθεον με τη «Χίμαιρα» του Καραγάτση αλλά και τη μουσική του Νίνο Ρότα. Χατζηπαναγής και Ασημάκης Πανσέληνος, Άκρη Περαίας και Τσάρλι Πάρκερ, Τσιτσάνης, Μάρκος, Ελρόι και Καμύ, Γκοντάρ στο «Χωρίς ανάσα» και Ντυράς στην «Αρρώστια του θανάτου» ή Σελίν στην «Άκρη της νύχτας». Ναι, έτσι είμαστε, κάποιοι λίγοι, εμείς εδώ στη Θεσσαλονίκη, μόλις διακρίνουμε έναν δικό μας να ξεχωρίζει και να μην του φτάνει η πόλη, μα να πρέπει να ταξιδέψει παντού, αφού συνομιλεί ευθέως με τις πιο άγριες νύχτες των τεχνών και των δημιουργών. Εύκολο να τελειώσει το κομμάτι για το καινούργιο μυθιστόρημα τούτου του άρχοντα, έτσι ακριβώς όπως το ξεκίνησα: ο «Υπουργός Νύχτας» είναι το ελληνικό μυθιστόρημα της χρονιάς. Καταβυθίσου... 

image

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ