Πολιτικη & Οικονομια

Το speak freely or not?

Η εχθρότητα κατά του πλουραλισμού οδηγεί στην μη ανοχή του διαφορετικού τρίτου τον οποίο θέλουμε να προστατεύσουμε

32014-72458.jpg
A.V. Guest
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
360378-746513.jpg

Από την Magna Carta του 1215 έως το Index Expurgatorius του 1559 και από την γαλλική διακήρυξη του 1789 έως το auto da fe των βιβλίων στη ναζιστική Γερμανία το 1933, η ελευθερία της έκφρασης, ως βασικό ατομικό δικαίωμα και θεμέλιος λίθος της δημοκρατίας, διανύει ταραχώδη πορεία. Εύλογο, λοιπόν, να απασχολήσει κάποια στιγμή και τα θεσμικά δικαιοδοτικά όργανα. Κοινός τόπος −των δημοκρατικών τουλάχιστον κοινωνιών− η συνταγματική και υπερνομοθετική κατοχύρωσή της, αλλά και η πρόβλεψη περιορισμών προς σεβασμό, κυρίως, των δικαιωμάτων των τρίτων. Η έννοια «τρίτοι» που ενδιαφέρει στη σύγχρονη εποχή είναι αυτή των μειονοτήτων (θρησκευτικών, φυλετικών κ.λπ.), γιατί εκεί εξάλλου στοχεύει και η προσπάθεια ποινικοποίησης του ρατσιστικού λόγου.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν υπήρξε πάντα πρωτοπόρο στον τομέα αυτό, υιοθετώντας πολλές φορές μια συντηρητική ματιά (βλ. Υπόθεση Otto Preminger Institut κατά Αυστρίας, 20.9.1994, παρά την πολύ ενδιαφέρουσα μείζονα πρόταση: «Όσοι επιλέγουν να ασκήσουν το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας και να εκδηλωθούν υπέρ ενός θρησκευτικού δόγματος, είτε ανήκουν στην πλειοψηφία είτε σε μια θρησκευτική μειονότητα, δεν μπορούν λογικά να προσδοκούν ότι θα είναι προστατευμένοι από την οποιαδήποτε κριτική. Οφείλουν να ανέχονται και να αποδέχονται την απόρριψη εκ μέρους των άλλων των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, ακόμη και την διάδοση από τους άλλους δοξασιών και απόψεων εχθρικών προς την πίστη τους.

Σε κάθε περίπτωση, ο τρόπος με τον οποίον εκδηλώνεται η αντίθεση ή απόρριψη της εν λόγω πίστεως μπορεί, ενδεχομένως, να ενεργοποιήσει την υποχρέωση του Κράτους να εξασφαλίσει στους οπαδούς της την ανεμπόδιστη απόλαυση των ειρηνικών λατρευτικών τους πράξεων. Πράγματι, σε περιπτώσεις που η αντίθεση σε μια πίστη ή απόρριψή της προσλάβει ακραίες μορφές, τότε αυτό μπορεί να λειτουργήσει ως παράγων παρακώλυσης και παρεμπόδισης της ελεύθερης άσκησης της θρησκευτικής ελευθερίας των οπαδών της πίστεως αυτής»). Αξίζει (ενόψει και του πρόσφατου επεισοδίου με την συγγραφέα κα Σώτη Τριανταφύλλου) να γίνει μνεία εδώ στην υπόθεση Giniewski κατά Γαλλίας (31.1.2006): Η άποψη του συγγραφέα ότι τα δόγματα της Καθολικής Εκκλησίας υπήρξαν ο προπομπός του αντισημιτισμού και έσπειραν τον σπόρο του ολοκαυτώματος θεωρήθηκε από το ΕΔΔΑ εντός του πλαισίου του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ (για την ελευθερία του λόγου), παρά του ότι ο συγγραφέας είχε καταδικαστεί από τα εθνικά δικαστήρια. Και τι ωραία διατύπωση: «Η ελευθερία έκφρασης συνιστά ένα από τα ουσιωδέστερα θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας, μια από τις πρωταρχικές προϋποθέσεις για την πρόοδο μιας κοινωνίας και την ανάπτυξη της προσωπικότητας των επιμέρους ατόμων. Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 2, η ελευθερία αυτή ισχύει όχι μόνο για τις πληροφορίες-ιδέες που γίνονται αποδεκτές ευνοϊκά, που θεωρούνται μη ενοχλητικές ή αδιάφορες, αλλά και για εκείνες που θίγουν, προσβάλλουν, ενοχλούν, προκαλούν ανησυχία στο Κράτος, σε κάποιο τμήμα-ομάδα της κοινωνίας. Αυτό απαιτεί ο πλουραλισμός, η ανεκτικότητα και η ευρύτητα πνεύματος χωρίς τα οποία δεν υπάρχει δημοκρατική κοινωνία...

Από την άλλη πλευρά, ο οποιοσδήποτε ασκεί το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης αναλαμβάνει "υποχρεώσεις και ευθύνες", η έκταση των οποίων συναρτάται με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ενήργησε και το τεχνικό μέσο που χρησιμοποίησε» (βλ. Handyside κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 7.12.1976). Στις ΗΠΑ πάλι, πιο τολμηροί, ο hate speech και οι fighting words υπάγονται, κατά βάση, στην προστασία του 1st amendment, εκτός βέβαια αν οδηγούν σε imminent violence. Η τομή έγινε με την υπόθεση Gooding vs Wilson (1972).

Έτσι, η ελευθερία λόγου καλύπτει μέχρι και το κάψιμο της σημαίας ή του σταυρού. Κάλυψαν δε και την ευρωπαϊκή τέχνη, όταν η ταινία «Το Θαύμα» του Ροσελίνι θεωρήθηκε βλάσφημη και απαγορεύτηκε. Όχι στη λογοκρισία είπε το Supreme Court, και επέτρεψε τελικά την προβολή. Τα όρια, πάντως, δεν είναι τόσο ευδιάκριτα. Αυτό που πρέπει να έχει πάντα κάποιος στο μυαλό του είναι ότι δεν πρόκειται για δύο αλληλοσυγκρουόμενα ατομικά δικαιώματα, αλλά για ένα, αυτό της ελευθερίας του λόγου που όμως υπάγεται σε περιορισμούς (μεταξύ άλλων των δικαιωμάτων των τρίτων) και άρα οι τελευταίοι πρέπει να ερμηνεύονται, κατά την γνώμη της γράφουσας, στενά. Διότι τελικά η εχθρότητα κατά του πλουραλισμού οδηγεί στην μη ανοχή του τρίτου, του διαφορετικού τρίτου, τον οποίο εν προκειμένω θέλουμε να προστατεύσουμε.


*Η Λίνα Δικαιάκου είναι δικηγόρος

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ