Health & Fitness

Τι σημαίνει τελικά «δυσφορία του φύλου»;

Η Ελληνική Ενδοκρινολογική Εταιρεία ενημερώνει για το διαφυλισμό 

sofia-neta.jpg
Σοφία Νέτα
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
377415-779071.jpg
EPA/ROBERTO ESCOBAR

Η διαμόρφωση της ταυτότητας του φύλου εξαρτάται από την αλληλεπίδραση διαφόρων βιολογικών και περιβαλλοντικών παραγόντων, αλλά δεν είναι ακόμα γνωστό πως ακριβώς αναπτύσσεται ο διαφυλισμός, αναφέρουν ειδικοί από την  Ελληνική Ενδοκρινολογική Εταιρεία.

Σε ανακοίνωση που εξέδωσαν, εξηγούν ότι ο διαφυλισμός, που λέγεται επίσης και δυσφορία του φύλου και το άτομο διαφυλικό (ή τρανσέξουαλ), πρωτοπεριγράφηκε πριν από πολλές δεκαετίες και περιγράφει τα άτομα που πιστεύουν ότι είναι «παγιδευμένα σε λάθος σώμα» και επιθυμούν να ζήσουν με φύλο αντίθετο από αυτό με το οποίο γεννήθηκαν.

Ο διαφυλισμός, παρότι κατατάσσεται από τα εγχειρίδια ψυχικής υγείας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και άλλων  υγειονομικών οργανισμών στις ψυχιατρικές παθήσεις, δεν αποτελεί καθαυτή ψυχική διαταραχή, σύμφωνα με την  Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία.

Όπως διευκρίνισε το 2013 στην αναθεωρημένη έκδοση του «Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου Ψυχικών Διαταραχών» (DCM-5), το πρόβλημα είναι η έντονη δυσφορία που απορρέει από αυτόν και η οποία οδηγεί πολλά άτομα στην εκδήλωση συμπτωμάτων από την ψυχική σφαίρα, όπως οι αγχώδεις διαταραχές, η κατάθλιψη, η κοινωνική απομόνωση, η μοναξιά κ.λπ.

«Η επιβεβαίωση του διαφυλισμού είναι αρκετά δύσκολη, αφού πολλές φορές μπορεί να συνοδεύεται ή να επικαλύπτεται από ψυχολογικά ή ψυχιατρικά προβλήματα. Για το λόγο αυτό, πρέπει να τίθεται από εξειδικευμένους ιατρούς με ανάλογη κλινική εμπειρία και να στηρίζεται σε αυστηρά κριτήρια, τα οποία διαφοροποιούνται ανάλογα με την ηλικία του ατόμου», υπογραμμίζουν οι ειδικοί της Ελληνικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας.

Και εξηγούν πως, όταν το διαφυλικό άτομο είναι ενήλικα, η διαγνωστική διαδικασία είναι λιγότερο επίπονη, αφού το άτομο έχει ήδη αναπτύξει μία ψυχοκοινωνική ωριμότητα που του επιτρέπει να λάβει μία συνειδητή απόφαση.

Αντίθετα, όταν το διαφυλικό άτομο είναι ανήλιο δημιουργούνται πολλά ερωτηματικά για το πότε είναι σωστό και πότε πρέπει να αρχίζει η θεραπεία.

Σύμφωνα με την Εταιρεία, ο γενικός κανόνας είναι ότι καμία θεραπευτική παρέμβαση δεν πρέπει να αρχίζει στην προεφηβική ηλικία, δηλαδή πριν από την έναρξη της ήβης, διότι στη συντριπτική πλειονότητα των παιδιών η δυσφορία του φύλου δεν επιμένει κατά την εφηβεία ή την ενήλικο ζωή.

«Οι σωματικές αλλαγές, η εξέλιξη της κοινωνικής νοημοσύνης και οι πρώτες εξερευνήσεις για τον έρωτα και τη σεξουαλικότητα, που λαμβάνουν χώρα κατά την ήβη, μπορεί να οδηγήσουν είτε στην ενίσχυση είτε στην αποδυνάμωση της δυσφορίας του φύλου», γράφουν οι ειδικοί.

Όσον αφορά την εφηβεία, σε περίπτωση που η δυσφορία του φύλου συνεχίζεται κατ’ αυτήν, πρέπει να εκτιμάται η πιθανότητα θεραπευτικής αντιμετώπισης. Ωστόσο, η απόφαση για έναρξη  ορμονοθεραπείας δεν θα πρέπει να γίνεται βεβιασμένα, αλλά να αποτελεί αποτέλεσμα μίας κλιμακωτής διαδικασίας λήψης αποφάσεων στο πλαίσιο μιας πολυεπιστημονικής αντιμετώπισης.

Στην όλη διαδικασία καθοριστικός είναι ο ρόλος του ενδοκρινολόγου ιατρού ως κύριου γνώστη των ορμονικών αλλαγών και επιδράσεων στο σώμα του εφήβου. Για τον λόγο αυτό, η συμμετοχή και η συνεργασία του με τις άλλες ομάδες των ειδικών είναι απαραίτητη και κομβική σε όλα τα στάδια της αντιμετώπισης.

Πρώτα με ορμόνες

Μετά τη διαγνωστική (ψυχολογική) φάση, όπου εξερευνώνται η φύση και τα χαρακτηριστικά της ταυτότητας του φύλου και της ψυχοκοινωνικής λειτουργίας του ατόμου, το πρώτο βήμα στην αντιμετώπιση των διαφυλικών εφήβων αποτελεί η καταστολή της εφηβείας με ειδικές ορμονικές παρεμβάσεις, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται τα παρακάτω κριτήρια:

  • Έχει τεθεί η διάγνωση της δυσφορίας του φύλου
  •  Η εφηβεία έχει αρχίσει (στάδιο 2-3, με βάση την κατάταξη Tanner)
  • Ο έφηβος έχει επιδείξει μακροχρόνια και έντονη δυσφορία
  • Τα συναισθήματα δυσφορίας εντάθηκαν με την έναρξη της εφηβείας
  • Αντιμετωπίστηκαν συνοδά ιατρικά, ψυχολογικά ή/και κοινωνικά προβλήματα
  • Τόσο ο έφηβος όσο και οι γονείς του έχουν συναινέσει (εάν ο έφηβος δεν έχει φθάσει στην ηλικία της ιατρικής συναίνεσης).

Η καταστολή της εφηβείας με τη χρήση αναλόγων της εκλυτικής ορμόνης των γοναδοτροπινών (GnRHa) εμποδίζει την ανάπτυξη ανεπιθύμητων δευτερογενών χαρακτηριστικών του φύλου και επιτρέπει στους εφήβους να διερευνήσουν περαιτέρω την ταυτότητα του φύλου τους,  αποφεύγοντας το άγχος και τη δυσφορία που θα μπορούσε να τους επιφέρει η σωματικής τους εξέλιξη. Αποτελεί ουσιαστικά ένα μεταβατικό στάδιο, κατά το οποίο δίδεται χρόνος στον έφηβο και στην οικογένεια του να πάρουν οριστικές αποφάσεις και να κατανοήσουν τις ανεπιθύμητες ενέργειες των μελλοντικών θεραπευτικών παρεμβάσεων (ορμόνες και χειρουργικές επεμβάσεις) για την αλλαγή του φύλου.

Οι ενδοκρινολόγοι μπορούν να προσθέσουν ορμονική θεραπεία μεταβολής του φύλου, αφού επιβεβαιώσουν πρώτα την επιμονή της δυσφορίας του φύλου σε συνεργασία με διεπιστημονική ομάδα, αλλά και την παρουσία επαρκούς πνευματικής ικανότητας του ατόμου να δώσει συνειδητή συναίνεση σε αυτή την εν μέρει μη αναστρέψιμη θεραπεία. Προτείνεται η διατήρηση των  επιπέδων των ορμονών του επιθυμητού φύλου εντός φυσιολογικών ορίων και η τακτική παρακολούθηση για γνωστούς ανεπιθύμητους κινδύνους και επιπλοκές.

Όταν απαιτούνται υψηλές δόσεις ορμονών του φύλου για την καταστολή των ενδογενών ορμονών ή/και σε ασθενείς προχωρημένης ηλικίας, οι κλινικοί ιατροί θα πρέπει να εξετάσουν την πιθανότητα χειρουργικής αφαίρεσης των γενετικά προκαθορισμένων γεννητικών οργάνων του ασθενούς, μαζί με ταυτόχρονη μείωση των χορηγούμενων δόσεων της ορμονικής θεραπείας.

Η εγχείρηση

Στο τελικό στάδιο της χειρουργικής μεταβολής του φύλου, ο θεράπων ιατρός θα πρέπει να συνεργαστεί με τον παραπέμποντα ιατρό και να επιβεβαιώσει εκ νέου την παρουσία των κριτηρίων διάγνωσης του διαφυλισμού. Οι ενδοκρινολογοι και οι άλλοι κλινικοί ιατροί θα πρέπει να παρακολουθούν τους διαφυλικούς άντρες και γυναίκες για πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου των γονιδιακά προκαθορισμένων αναπαραγωγικών τους οργάνων, όταν η χειρουργική τους αφαίρεση είναι μερική. Επιπρόσθετα, οι ενδοκρινολόγοι ως οι πλέον ειδικοί θα πρέπει να παρακολουθούν συστηματικά τους ασθενείς για τυχόν ανεπιθύμητες ενέργειες των χορηγούμενων ορμονών του φύλου.

Ωστόσο, καθοριστική στη λήψη τέτοιων αποφάσεων δεν πρέπει να είναι μόνο η ηλικία αλλά, πρωτίστως, η ικανότητα του εφήβου να κατανοήσει τους κινδύνους και τα οφέλη των θεραπευτικών χειρισμών και να λάβει μία ορθά τεκμηριωμένη απόφαση. Ο βαθμός της ψυχολογικής ωρίμανσης, αν και συχνά είναι φυσικό παράγωγο της ηλικίας, μπορεί να διαφέρει σημαντικά μεταξύ των εφήβων. Ως εκ τούτου, η ψυχολογική ωρίμανση φαίνεται να αποτελεί ένα κριτήριο για την καταλληλότητα έναρξης θεραπείας σε διαφυλικούς εφήβους πιο έγκυρο απ’ όσο ένα αυστηρό ηλικιακό κριτήριο.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ