Οι Ιστοριες σας

Η Isabelle και ο καταρράκτης που ήθελε να έχει χέρια

Γιατί ο καταρράκτης να ήθελε να μιλήσει σ’ εκείνη ειδικά;

114916-649337.jpg
Κατερίνα Βιρβιδάκη
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
kararraktis-isabelle.jpg

Η Isabelle και ο καραρράκτης που μιλούσε και ήθελε να έχει χέρια - μια διαφορετική ιστορία εναρμόνισης

Α.

Όταν περπατώ παράλληλα
στους κορμούς των δέντρων
και σκέφτομαι 
πως το φως
που περνά ανάμεσά τους
θα είχε κάτι να μου πει,
τότε αναρωτιέμαι
αν αυτή η φανέρωση
θα είχε την ίδια χάρη
με το ρυάκι,
που χάνεται
και γουργουρίζει 
ανακουφισμένο
μέσα στα χέρια μου.

Β.

«Αχ και να 'χα χέρια σαν τα δικά σου» φώναξε ο καταρράκτης στην Isabelle που περνούσε από μπροστά του.

Η Isabelle ξαφνιάστηκε. Είχε μάθει πως οι καταρράκτες δε μιλούν. Δεν είχε δώσει ωστόσο σημασία. Εξάλλου ήταν τώρα που έμπαινε η άνοιξη, και οι εποχές, ίσως και οι καταρράκτες,  να ήθελαν να ξεπηδήσουν από τη σιωπή τους, και να μιλήσουν με τους ανθρώπους, τις ακανόνιστες αυτές παρουσίες που τριγυρνούσαν γύρω τoυς διερευνητικά.

Αλλά γιατί ο καταρράκτης να ήθελε να μιλήσει σ’ εκείνη ειδικά; Η ταυτότητα της κοπέλας, αναδύθηκε για μια στιγμή με τη μορφή απορίας, επέμεινε για λίγο, αλλά την εγκατέλειψε σύντομα, σαν τον κλέφτη που διασκορπίζει τα άνθη του μ’ ένα φύσημα. Η Isabelle συνήθιζε ν’ απολαμβάνει τέτοιες σκέψεις, σκέψεις που διαχέονταν, και εύκολα εξανεμίζονταν, συγκροτώντας ένα πλέγμα ασταθών σημείων και εκπλήξεων, που ύφαιναν ένα πρόσωπο ανεξιχνίαστο. Κάπου ανάμεσα στην ώθηση και την αναστολή, οι σιωπηλές αυτές σκέψεις, μεταμόρφωναν την περιπλάνηση του κοριτσιού σε μια λεπτή περιπέτεια, μια αλληλουχία ανάλαφρων νοητικών μετατοπίσεων, που αναζωπύρωναν μέσα της μια προδιάθεση ονειρική, ενώ άφηναν την τελευταία να ισορροπεί σε μια σκοτεινή προοπτική αφύπνισης και συνέχειας.

Η ονειρική της προδιάθεση την καθιστούσε απρόσιτη – μακρινή. Και ο καταρράκτης, που με δυσκολία είχε ανασύρει τις λίγες λέξεις που της είχε απευθύνει, μπορούσε απλά να την παρατηρεί. Να την προσέχει και να την παρακολουθεί. Η ύπαρξη του κοριτσιού δεν γινόταν κατανοητή σε αυτόν παρά μόνο ως φυσιογνωμία, την οποία εκείνος ψηλαφούσε, ενώ άφηνε να εξαπλώνεται ελλειπτικά, μέσα από τις φευγαλέες λεπτομέρειες της όψης και της μορφής της. Η μορφή της Isabelle πρόβαλλε, συσκοτιζόταν και αλληλεπιδρούσε με το φως, την έκταση, και τα όρια του περιβάλλοντός της, κάμπτονταν και πλάθονταν μαζί τους, σαν να εφάπτεται μόλις, σ’ έναν κόσμο αδιαφανή, σ’ έναν κόσμο στον οποίο ανταποκρινόταν αραιά, με εσωστρεφείς ματιές και ανώνυμες χειρονομίες, που με τρόπο άλλοτε τραχύ, και άλλοτε αιθέριο, συγκροτούσαν και αυτές με τη σειρά τους ένα ίχνος, εξίσου αδιαφανές, χαρακτηριστικά παρόν ωστόσο, ως ένταση των αισθήσεων.

Ένας μυστικός, διακριτικός νους πάλλονταν, ενώ ο ρυθμός του ξεγλιστρούσε ανιχνεύοντας την παρουσία της, χωρίς κέντρο.

Γ.

Όταν ο ήλιος ανέβηκε ψηλά και έφτασε το μεσημέρι, η Isabelle κάθισε δίπλα στον καταρράκτη, σαν να τον γνώριζε ήδη καλά. Είχε μάθει πως οι καταρράκτες δε μιλούν, αλλά η σιωπή τους φαίνεται πως εναρμονιζόταν πάντοτε με ακρίβεια στις αιχμές της δικής της εσωτερικής ζωής. Η Isabelle τέντωσε τα χέρια της προς το νερό που έτρεχε, και η αρχική της έκπληξη μετατράπηκε σε κατάφαση, σε μια ορμητική πεποίθηση: διπλά στη δροσιά και τη ζωτικότητά του πλάσματος που την παρατηρούσε, ένιωσε πως δεν μπορούσε να κάνει ποτέ τίποτα άλλο παρά να προχωρά, να συνεχίζει, να συνεχίζει να περιπλανάται και να κινείται, αφήνοντας πίσω της μια δύναμη πρισματική, μια δύναμη που παρέμενε ελεύθερη, μέσα στους ιριδισμούς, και τη χροιά της απροσδιοριστίας της.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ