- CITY GUIDE
- PODCAST
-
10°
Το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η πρόκληση γεφύρωσης του χάσματος μεταξύ της πραγματικότητας και του τρόπου που οι παγκόσμιες κρίσεις γίνονται αντιληπτές.
Πρώτο μέρος: Υποκείμενα νοσήματα
Στην αρχή της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, η ΕΕ ταλαιπωρείται όχι μόνο από τις συνέπειες της πανδημίας, αλλά υποφέρει και από ένα ανησυχητικό δημοκρατικό και επικοινωνιακό έλλειμμα, το οποίο υποτίθεται ότι είχαν αφήσει πίσω τους οι ευρωπαϊκές κοινωνίες ως απότοκο και μέρος ενός προβληματικού παρελθόντος. Το έλλειμμα αυτό αναδεικνύει τα «υποκείμενα νοσήματα», δηλαδή τις σοβαρές δυσλειτουργίες, δομικές αδυναμίες και στρεβλώσεις της ΕΕ. Ειδικότερα, θα μπορούσε να σταθεί κανείς στα εξής τρία «υποκείμενα νοσήματα»:
- Ανεπάρκεια της εξισορροπητικής λογικής μεταξύ εθνικού και διεθνούς
- Έλλειψη εμπιστοσύνης εγχώρια και διεθνή πολιτικά συστήματα
- Ο σχετικισμός των πάντων και η παραπληροφόρηση
Ανεπάρκεια της εξισορροπητικής λογικής μεταξύ εθνικού και διεθνούς
Σήμερα, η πολλαπλότητα των υφιστάμενων ευρωπαϊκών θεσμών και οργανισμών, και ο χαλαρός συντονισμός τους, αποκρίνονται περισσότερο στα βραχυπρόθεσμα εκλογικά συμφέροντα των εθνικών κρατών/ηγετών και λιγότερο στις απαιτήσεις του σημερινού αλληλεξαρτώμενου κόσμου. Η εξισορροπητική λογική μεταξύ εθνικού και διεθνούς είναι ανεπαρκής πλέον, καθώς έχει να αντιμετωπίσει προβλήματα που απαιτούν αποφασιστική παρέμβαση και ευρωπαϊκή συνεργασία από τη μια, ενώ στο εσωτερικό των κρατών-μελών έχει να αντιμετωπίσει συγκεκριμένα πολιτικά προτάγματα που προκρίνουν το μέρος (έθνος) έναντι του όλου (κόσμος). Η πανδημία του κορωνοϊού ανέδειξε το πεπερασμένο και των δυο προσεγγίσεων. Θα είχε αντιμετωπιστεί πολύ καλύτερα εάν είχε προκριθεί η συνεργασία, έναντι των απομονωτικών λογικών και εθνικών ανταγωνισμών (επιτάξεις ιατροφαρμακευτικού υλικού κλπ) (1). Όπως γράφει ο Κοντιάδης (2),
Παρότι η πανδημία είναι τέκνο της παγκοσμιοποίησης και της πρακτικά αρρύθμιστης κυκλοφορίας ανθρώπων, αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίων, στο πλαίσιο ενός χωρίς όρους και όρια ανταγωνισμού, που δεν συνοδεύεται από τη λήψη μέτρων προσαρμογής των ανθρώπινων κοινοτήτων, αλλά από οικολογικές καταστροφές, υγειονομική απορρύθμιση και ανθρωπιστικές κρίσεις, παρ' όλα αυτά, η αντιμετώπιση της πλανητικής υγειονομικής κρίσης έγινε κατά βάση σε εθνικό επίπεδο.
Οι χώρες-μέλη της ΕΕ, τα κράτη δηλαδή, αντέδρασαν το καθένα με τον τρόπο που έκρινε ότι θα μπορούσε να αντιμετωπίσει καλύτερα την πανδημία, λαμβάνοντας εθνικά μέτρα, χωρίς να είναι συντονισμένα και αποτελεσματικά. Η πανδημία για τα κράτη-μέλη, όπως σωστά γράφει ο Krastev (3), «αποδείχθηκε ένα κλασσικό "συμβάν γκρίζου κύκνου": ένα γεγονός που, αν και είναι πολύ πιθανόν να συμβεί και μπορεί να φέρει τα πάνω κάτω στον κόσμο μας, συνοδεύεται από ένα τεράστιο σοκ όταν τελικά συμβαίνει». Οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών όχι μόνο δήλωναν στις Βρυξέλλες ότι τα συστήματά τους υγειονομικής περίθαλψης ήταν έτοιμα και δεν υπήρχε καμία ανάγκη να παραγγείλουν περισσότερα αποθέματα (σε φάρμακα, μάσκες οξυγόνου, μάσκες), αλλά, και στηριζόμενα στην αβεβαιότητα των πολιτών τους (4), κατέφυγαν σε προστατευτικά μέτρα, αυξάνοντας τους εμπορικούς φραγμούς για να εμποδίσουν την εξαγωγή ιατρικού εξοπλισμού στους γείτονές τους.
Αλλά και αντίδραση της ΕΕ ήταν η αναμενόμενη – αργή και διστακτική. Η πρόκληση της πανδημίας, αντί να ενθαρρύνει και να διευκολύνει την αποτελεσματική και συλλογική δράση των κρατών-μελών, ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τις αποκλίνουσες, κοντόφθαλμες και βραχυπρόθεσμες εσωτερικές κυβερνητικές/πολιτικές συμπεριφορές. Γιατί; Η απάντηση βρίσκεται στα όρια που επιβάλλει το διακυβερνητικό-υπερεθνικό μόρφωμα της ΕΕ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περιοχή της δημόσιας υγείας, που παραμένει ευθύνη των κρατών-μελών. Επίσης, στην ΕΕ η εξουσία και η λήψη αποφάσεων είναι διαμοιρασμένη σε πολλά πρόσωπα και σε πολλούς θεσμούς, με αποτέλεσμα η ΕΕ να μην απολαμβάνει την ευχέρεια να λειτουργήσει αποτελεσματικά χωρίς την έγκριση των κρατών-μελών. Ακόμα και σε περιπτώσεις όπου ορισμένοι θεσμοί, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, εξέφρασαν την επιθυμία και τη βούλησή τους να προχωρήσει η ΕΕ με ριζικές και καινοτόμες αλλαγές/προτάσεις για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας, δεν μπόρεσαν να δράσουν χωρίς τη στήριξη των κρατών-μελών.
Η λογική που κυριάρχησε, όπως και στην περίπτωση των προηγούμενων κρίσεων (χρέους και προσφυγικό), είναι τα κράτη-μέλη να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της κρίσης μέσα στα όρια των δυνατοτήτων χωρίς ουσιαστική συλλογική και σθεναρή δράση. Δέκα χρόνια μετά την κρίση χρέους, και παρά τη θετική και ριζοσπαστική αντίδραση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (αγορά ομολόγων) και της Επιτροπής (ενισχύσεις στις επιχειρήσεις), οι αρχηγοί κρατών-κυβερνήσεων δυσκολεύτηκαν να προχωρήσουν με καινοτόμα και ανορθόδοξα μέτρα. Το Eurogroup προσπάθησε και κατασκεύασε έναν ακόμη απογοητευτικό συμβιβασμό που αδυνατεί να επιλύσει τα μακροχρόνια προβλήματα της ΕΕ και που αντικατοπτρίζουν κυρίως το πεισματικό και ανυποχώρητο αφήγημα των «πειθαρχημένων» Βορρά και των «μη πειθαρχημένων» του Νότου που δεν φρόντιζαν για μια ώρα δύσκολη. Με στόχο την σταθερότητα και τη βιωσιμότητα, η αντιμετώπιση της πανδημίας επηρεάστηκε και εγκλωβίστηκε στη λογική προϋπάρχοντων θεσμικών πλαισίων, τον αυτοσχεδιασμό και το χτίσιμο πραγματιστικών συμβιβασμών (5).
Έτσι, ενώ η ιστορική συμφωνία του Ιουλίου 2020 κατοχύρωσε το ταμείο ανάκαμψης των €750 δισ., ανέδειξε και βαθιές διαφωνίες όσον αφορά τους στόχους και το μέγεθος της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Όπως αποδεικνύει έρευνα/δημοσκόπηση του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου της Φλωρεντίας σε συνεργασία με την πλατφόρμα δημοσκοπήσεων YouGov, που πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2020 σε 21771 πολίτες σε 13 χώρες της Ε.Ε. και το Ηνωμένο Βασίλειο (6), η στήριξη της αλληλεγγύης βασίζεται περισσότερο στις προσδοκίες αμοιβαίου οφέλους παρά σε συναισθήματα ηθικής υποχρέωσης ή κοινής ταυτότητας. Δεν στηρίζεται σε αξιακές/ηθικές βάσεις, αλλά γίνεται κατανοητή ως παίγνιο μηδενικού αθροίσματος. Οι πολίτες των κρατών-μελών που πιστεύουν ότι έχουν να κερδίσουν στηρίζουν πολιτικές αλληλεγγύης, με τους πολίτες του «Βορρά» να είναι σκεπτικιστικοί και οι πολίτες του «Νότου» να είναι θετικοί. Επιπρόσθετα, οι πολιτικές αλληλεγγύης είναι κυρίως εθνική προτεραιότητα, με τους πολίτες να θέτουν σε προτεραιότητα τη χώρα καταγωγής σε ό,τι αφορά τη δαπάνη δημοσίων εσόδων. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η στάση των ερωτηθέντων στην αλληλεγγύη ανάλογα με το είδος της κρίσης ή με το πρόβλημα. Σε ζητήματα δημοσίου χρέους, ανεργίας και προσφύγων, η στήριξη είναι χαμηλή και ειδικότερα από τους «φειδωλούς του Βορρά». Οι πολίτες του «Νότου» παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά στήριξης της αλληλεγγύης τόσο σε κρίσεις χρέους όσο και πανδημίες. Σε κάθε περίπτωση, η ευρωπαϊκή τάση δείχνει ότι οι φυσικές καταστροφές και οι επιδημίες συγκεντρώνουν τα μεγαλύτερα ποσοστά στήριξης της αλληλεγγύης. Η διαπίστωση αυτή συνδέεται με την πρόσληψη της «ευρωπαϊκής ταυτότητας», η οποία δεν έχει ακόμα εδραιωθεί στις συνειδήσεις της πλειοψηφίας των πολιτών που θέτουν σε προτεραιότητα τους ομοεθνείς τους.
Αυτό που απαιτείται είναι μια αντιπροσωπευτική και συμμετοχική αντίληψη της επικοινωνίας και της συζήτησης για το παρόν και το μέλλον της ΕΕ. Για να γίνει αυτό, πρέπει να διευκολυνθεί η συμμετοχή των ευρωπαίων πολιτών στις προκλήσεις του κόσμου. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν απαιτείται βαθύτερη θεσμική ολοκλήρωση. Μάλιστα, ίσως είναι επιθυμητό η ΕΕ να κάνει ένα βήμα πίσω και να σκεφτεί πώς μπορεί να ενθαρρυνθεί ένας πληρέστερος δημοκρατικός διάλογος προτού υιοθετηθούν τα επόμενα βήματα της ολοκλήρωσης. Κάνοντας ένα τέτοιο βήμα πίσω μπορεί στη συνέχεια να συμβάλει στην παγίωση των θεμελίων στα οποία στηρίζεται η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Προς το παρόν, η συζήτηση παραμένει αποσυνδεδεμένη από τη λογική αυτή. Την ίδια στιγμή, οι πολιτικές εξελίξεις και δυναμικές, και ειδικότερα αυτές που αφορούν τη σχέση πολιτών, κοινωνιών και κρατών, έχουν υποστεί ουσιαστικές μεταβολές. Ενώ οι πολιτικοί και οι διαμορφωτές αποφάσεων επιμένουν σε θεσμικές και ελεγχόμενες από «τα πάνω» αλλαγές, οι εξελίξεις αποδεικνύουν ότι η ΕΕ δεν θα πρέπει να στηριχτεί μόνο στην εκτελεστική μεταρρύθμιση των θεσμών, αλλά σε ποικίλους και οριζόντιους διαύλους μέσω των οποίων οι Ευρωπαίοι πολίτες, οι κυβερνήσεις και οι θεσμοί της ΕΕ θα μπορούν να επικοινωνούν αποτελεσματικότερα και ποιοτικότερα.
Έλλειψη εμπιστοσύνης
Ζούμε σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από έλλειψη εμπιστοσύνης (7). Τακτικές εθνικές και ευρωπαϊκές έρευνες επιβεβαιώνουν την έλλειψη εμπιστοσύνης σε κανέναν, στις κυβερνήσεις, τα πολιτικά κόμματα, στη δημόσια διοίκηση, τα ΜΜΕ και στους διεθνείς οργανισμούς (8). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα αποτελέσματα του βαρόμετρου 2020 Edelman σε 28 χώρες και 34.000 πολίτες, σύμφωνα με τα οποία το 48% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι το «σύστημα» τους απογοητεύει, με το 57% των ερωτηθέντων να υποστηρίζουν ότι οι κυβερνήσεις εξυπηρετούν τα συμφέροντα των λίγων, ενώ μόλις το 30% θεωρούν ότι εξυπηρετούν τα συμφέροντα όλων. Το ίδιο ισχύει και για τα ΜΜΕ, τα οποία συγκαταλέγονται στους μεγάλους ηττημένους των καιρών από άποψη εμπιστοσύνης. Αξίζει να αναφερθεί πως η εμπιστοσύνη στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, σύμφωνα με το βαρόμετρο, βρίσκεται στο 47% κατά μέσο όρο παγκοσμίως.
H έλλειψη αυτή σχετίζεται με μια δέσμη ανησυχιών που ξεκινούν από ανασφάλειες για τον ρυθμό της τεχνολογικής προόδου και την εργασιακή ανασφάλεια, έως τη δυσπιστία στα ΜΜΕ και μια αίσθηση ότι οι εθνικές κυβερνήσεις και οι διεθνείς οργανισμοί δεν ανταποκρίνονται στις προκλήσεις των καιρών. Σε έρευνα του Pew Research Center το 2020 μεταξύ 34 χωρών μόνο το 54% μόνο δηλώνει σθεναρά πιστό στην επιλογή της δημοκρατίας, ενώ ένα 60% αισθάνεται ότι δεν έχει λόγο μέσα από τη διαδικασία των εκλογών.
Ενδεικτικά είναι και τα αποτελέσματα της έρευνας της Pew Research Center σε 10 κράτη-μέλη της ΕΕ το 2019, όπου το 62 των ερωτηθέντων χαρακτηρίζει τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς αναποτελεσματικούς, που αποτυγχάνουν να αφουγκραστούν τις ανάγκες των πολιτών. Σε έρευνα του Bertelsmann-Stiftung το 2017, ενώ μια πλειοψηφία (54%) των ερωτηθέντων στα κράτη-μέλη της ΕΕ εκλαμβάνει ως ευκαιρία τη διεθνή διασύνδεση πολιτικής και οικονομίας, το 45% διαβλέπει εκεί έναν κίνδυνο, η οποία είναι συνώνυμη ως επί το πλείστον της αυτοματοποίησης, της μετανάστευσης και της αυξανόμενης ισχύος του διεθνούς τραπεζικού συστήματος. Σε έρευνα του ίδιου ιδρύματος το 2018, όσοι αισθάνονται ότι απειλούνται με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δείχνουν χαμηλά επίπεδα στους πολιτικούς (9%) και τη δημοκρατία (38%).
Η «αποσύνδεση» των πολιτών από το πολιτικό σύστημα, ωστόσο, δεν έχει τις ρίζες του μόνο στην πολυπλοκότητα των σημερινών επιτευγμάτων και προβλημάτων της παγκοσμιοποίησης, την ανεξέλεγκτη ταχύτητα των αλλαγών. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η αντίληψη ότι οι εθνικοί και διεθνείς θεσμοί έχουν χάσει τον έλεγχο από δυνάμεις που τις ξεπερνούν, με αποτέλεσμα την ολοένα και περισσότερο αυξανόμενη εξάρτηση των κυβερνήσεων και θεσμών της ΕΕ από εγχώριους ειδικούς/τεχνοκράτες και εξωτερικούς θεσμούς, για να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν δημόσιες πολιτικές. Κατά συνέπεια, οι πολίτες δεν εξεγείρονται μόνο ενάντια στους θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας, αλλά, όπως υπογραμμίζει και ο Matsusaka (9), και ενάντια στην κατανόηση της πολιτικής με ορθολογικούς και αξιοκρατικούς όρους που επενδύει στην αδυναμία των πολιτών να καταλάβουν την πολυπλοκότητα του σήμερα και την κρίση επικοινωνίας που αυτή δημιουργεί ανάμεσα σε αυτούς που «γνωρίζουν» και αυτούς που «δεν γνωρίζουν». Η λογική αυτή όχι μόνο ενισχύει το αφήγημα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, αλλά και την ασυμφωνία μεταξύ των αφηγημάτων των ελίτ και ανησυχιών που εκφράζουν οι πολίτες, και ειδικότερα όταν οι ελίτ δεν συμβάλλουν στην ανάπτυξη των κατάλληλων διαδικασιών και χώρων που θα τους επιτρέψουν να «ακούσουν καλύτερα» τις κοινωνίες που ζουν σήμερα στην ανασφάλεια και τον φόβο. Όπως πολύ σωστά γράφει ο Krastev στο βιβλίο του (10), στα αποβιομηχανοποιημένα και βυθισμένα μέρη του κόσμου, «το αίτημα για ηγέτες σημαίνει κάτι πολύ διαφορετικό: είναι ένα αίτημα για θυσία και αφοσίωση. Ο κόσμος περιμένει από τους ηγέτες να διακηρύξουν ότι είναι προσωπικά έτοιμοι να αναλάβουν το κόστος της κρίσης, να οικειοποιηθούν δημοσίως τις οικογενειακές τους υποχρεώσεις τους προς τις κοινωνίες τους». Από την άποψη αυτή, η κρίση της δημοκρατίας, «δεν είναι τόσο προϊόν ενός δημοκρατικού ελλείμματος, όσο αίτημα αναθεώρησης της αξιοκρατικής αντίληψης για την κοινωνία». Η κρίση του κορωνοϊού φαίνεται να έχει ενισχύσει την τάση αυτή, καθώς, όπως προκύπτει από έρευνα της euopinions τον Μάρτιο του 2020 σε 12 χιλιάδες πολίτες των κρατών-μελών της ΕΕ, γύρω στο 53% των νέων Ευρωπαίων εμπιστεύεται περισσότερο τα αυταρχικά κράτη παρά τις δημοκρατίες για την αντιμετώπιση παγκοσμίων προβλημάτων.
Ενδεικτικό είναι και το χάσμα που παρατηρείται ανάμεσα στην αισιοδοξία σε προσωπικό επίπεδο και τον πεσιμισμό σε κοινωνικό επίπεδο. Σύμφωνα με έρευνα της euopinions στα τέλη του 2019 σε 12οοο πολίτες των κρατών-μελών της ΕΕ, ενώ το 58% των ερωτηθέντων δηλώνει αισιόδοξο για το προσωπικό τους μέλλον, το ίδιο ποσοστό δηλώνει πεσιμισμό για το μέλλον της χώρας τους. Το χάσμα αυτό προκύπτει από τη γενικότερη αίσθηση ότι οι ευρωπαϊκές κοινωνίες βρίσκονται σε πορεία παρακμής, με αποτέλεσμα να αισθάνονται ανήμπορες να συμμετέχουν σε σύνθετες πολιτικές διαδικασίες για την αναζήτηση λύσεων. Όπως προκύπτει από έρευνα του European Council on Foreign Affairs το 2020, μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών των κρατών-μελών της ΕΕ αντιμέτωπη με υπαρξιακές απειλές, όπως η πανδημία, θεωρούν ότι κανείς «δεν ήταν εκεί για να τους βοηθήσει – με πολύ χαμηλό αριθμό ατόμων να βλέπει υποστήριξη από την πλευρά της ΕΕ, των διεθνών πολυμερών οργανισμών ή των μεγαλύτερων οικονομικών εταίρων της Ευρώπης. Αυτό περιλαμβάνει ποσοστά της τάξης του 63% στην Ιταλία και 61% στη Γαλλία. Ίσως πιο ανησυχητικό από τον μεγάλο αριθμό ατόμων που πιστεύουν ότι η απόδοση της ΕΕ ήταν κακή, είναι ο ακόμη μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων που θεωρούν ότι η ΕΕ δεν ήταν επωφελής (περισσότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες στη Γαλλία). Η αντίληψη αυτή θα μπορούσε να αποβεί καταστροφική για το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και η καταπολέμησή της απαιτεί ειλικρινή και ανοικτό διάλογο με στόχο να αυξηθεί και εμπιστοσύνη και η εγκυρότητα της πολιτικής και της φιλελεύθερης δημοκρατίας (11).
Σχετικισμός και παραπληροφόρηση
Ο μεταμοντερνισμός και o σχετικισμός των πάντων – «everything goes» – έχει κλονίσει την πίστη των ανθρώπων σε αντικειμενικά γεγονότα/στοιχεία, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο τα λεγόμενα «εναλλακτικά γεγονότα» (‘alternative facts’) να παρουσιάζονται με τρόπο που να φαίνεται ότι αντιστοιχούν στην πραγματικότητα, ακόμα και αν έρχονται σε εμφανή αντίθεση με άλλου είδους αποδείξεις (12). Όπως γράφει η Καραϊσκάκη (13),
Ως μοντέρνο νοούμε συνήθως ό,τι έχει σχέση με τη βιομηχανοποίηση, την πρόοδο, την επιστημονική σκέψη, τον ορθολογισμό, την οργανωτικότητα, τη σταθερότητα, το κυνήγι της τάξης και αρμονίας, την τιθάσευση των ενστίκτων, την υπευθυνότητα. Ως μεταμοντέρνο εκλαμβάνουμε την αμφισβήτηση των βεβαιοτήτων και των καθολικών εξηγήσεων, της πορείας μόνο προς τα εμπρός· τη δυσπιστία απέναντι στα στέρεα θεμέλια και την αντικειμενικότητα· την απόρριψη των μεγάλων αφηγήσεων και των ιδεολογιών. Αλλά ταυτόχρονα μεταμοντέρνο σημαίνει και κατακερματισμός, αποσπασματικότητα, προσωρινότητα, σχετικότητα, αμφιθυμία, σύγχυση, χάος· ένα συνονθύλευμα ειρωνείας, τυχαιότητας, πλουραλιστικού παιχνιδιού, αναιρέσεων, αντιφάσεων και παρωδίας. Μαζί προσπάθεια υπέρβασης των ορίων και εγκατάλειψη των σχεδίων.
Στο πλαίσιο αυτό, στόχος των «εναλλακτικών γεγονότων» δεν είναι να πείσουν για την εκάστοτε θέση, αλλά να υπονομεύσουν την ισχύ των γεγονότων υποβαθμίζοντάς τα σε ένα από πολλά απλά ενδεχόμενα, ισότιμα μεταξύ τους, από τα οποία ο καθένας θα διαλέξει όποιο προτιμά. «Εναλλακτικά γεγονότα», είναι η,
υπέρβαση, η περιφρόνηση της αλήθειας. Δεν έχει να κάνει με το κλασικό ψεύδος, δηλαδή με την απόκρυψη της αλήθειας, που προϋποθέτει την ακριβή γνώση του τι είναι παραποιημένο και τι πραγματικό, αλλά με την ανενδοίαστη ανεξέλεγκτη δημιουργία πλαστών, παντελώς ανύπαρκτων δεδομένων, με την ελευθερία παράθεσης μυθευμάτων, χωρίς έγνοια για τις συνέπειες. Μετα-γεγονός δεν είναι το διαστρεβλωμένο αλλά το απολύτως κατασκευασμένο συμβάν. Αμφότερα, καρποί της κακόβουλης, τυχοδιωκτικής, χρησοθηρικής χρήσης του Διαδικτύου, από εκείνους οι οποίοι ενδιαφέρονται μόνο για τα συναισθήματα που θα προκαλέσουν τα δήθεν γεγονότα, αδιαφορώντας πλήρως για το περιεχόμενό τους (14).
Οι δραματικές μετατροπές στη δομή και στην οικονομία της ενημέρωσης, παρασυρόμενη από τις νέες επικοινωνιακές τεχνολογίες-ψηφιακά εργαλεία και την μετάδοση τεράστιου όγκου πληροφοριών (υπερπληροφόρηση-«information overload»), καθιστά πολύ δύσκολο να διακρίνει κανείς τι είναι γνώση και τι πληροφορία (σε τέτοιο βαθμό ώστε να καθίσταται ή ακόμα και αδύνατη η επεξεργασία, η αφομοίωση και ο έλεγχος της αξιοπιστίας της). Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη δυσαρέσκεια των πολιτών με την καθεστηκυία τάξη (status quo), καλλιεργεί και ενισχύει μια κατάσταση της πολιτικής «πέραν της αλήθειας» («μετα-αλήθειας», post-truth)», που παραπαίει ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, όπου τα γεγονότα, αν υπάρχουν, χρησιμοποιούνται για να υποστηριχθούν προσωπικές και συλλογικές απόψεις, αδιαφορώντας για τα εργαλεία, τις έννοιες και τις πρακτικές που καθορίζουν την αλήθεια. Το αποτέλεσμα είναι η χρήση της έννοιας με στόχο την εργαλειοποίηση της πραγματικότητας και την επικράτηση για την αποδοχή διαφορετικών πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών επιχειρημάτων - «καθεστώτων αλήθειας» («regimes of truth») (15). Έτσι, στον κυρίαρχο λόγο, το λόγο της «κανονικότητας», η αλήθεια σχετίζεται άμεσα με την υπευθυνότητα και τον ορθολογισμό, και ο «λαϊκισμός» συνδέεται με τον ανορθολογισμό και το ψέμα. Ο «λαϊκιστικός» λόγος, από την άλλη, θέτει σκοπίμως ψευτοδιλήμματα (όπως εχθροί ή φίλοι, αλλογενείς ή γηγενείς), με απώτερο σκοπό την καλλιέργεια ανασφάλειας στο λαό (και την προβολή των ηγετών του σαν προστάτες και σωτήρες), την αποδόμηση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και την απαξίωση της κριτικής δημοσιογραφίας (16). Όπως γράφει η Κατσουνάκη (17), η υπερπληθώρα πληροφοριών και ο θόρυβος που συνεπάγεται ενδυναμώνει την καχυποψία και την καθολική αμφισβήτηση. Και,
…μέσα σε ένα περιβάλλον στο οποίο η εικονική πραγματικότητα μπερδεύεται πολύ συχνά με την πραγματικότητα, με συνέπεια η δεύτερη να μοιάζει προέκταση της πρώτης, ο καθένας επιλέγει τον δημόσιο λόγο που τον «εξυπηρετεί». Σημαίνει τον δημόσιο λόγο που δεν τον αμφισβητεί, που κατασκευάζει υπεύθυνους και ενόχους, που προαναγγέλλει ένα εύκολο μέλλον για τους «αδικημένους», αρκεί να αρθούν κάποια εμπόδια. Η ευημερία –διακηρύσσει ο λαϊκισμός– είναι απλή υπόθεση, όσο και η αλήθεια. Κάποια κέντρα εξουσίας εμποδίζουν το «καλό σενάριο» για ίδιον όφελος.
Αυτό που κάνει ιδιαίτερη τη σημερινή εποχή δεν είναι η επικράτηση του μη-πραγματικού έναντι του πραγματικού, αλλά ο κατακερματισμός του μη πραγματικού από τις «μεγάλες» πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αφηγήσεις του παρελθόντος σε «μικρές» αφηγήσεις που ανταγωνίζονται η μια την άλλη χωρίς να επιτρέπουν να δούμε το όλο (18). Ζούμε σε κοινωνίες όπου τα κοινωνικά δίκτυα (social media) έχουν μετατραπεί σε χώρους συνάντησης διαφορετικών και πολλαπλών αφηγήσεων, χώρους όπου η διάκριση μεταξύ πληροφορίας, θεωρίας και είδησης είναι ασαφής, θολή. Όπως δηλώνει ο Νιλ Τζόνσον (19),
Υπάρχουν πολλές «γεύσεις της αλήθειας». Δυστυχώς σήμερα οι άνθρωποι ζουν στην εποχή της μετα-αλήθειας. Λένε δηλαδή: «Αυτή είναι η δική μου αλήθεια και δεν έχω καμία διάθεση να τη συνδυάσω με τη δική σου, γιατί βρίσκω ανθρώπους τριγύρω μου που επιβεβαιώνουν ότι η δική μου αλήθεια είναι η σωστή».
Σύμφωνα με τον ορισμό του Oxford Dictionary το 2016 για τη μετα-αλήθεια, ζούμε σε «συνθήκες υπό τις οποίες τα αντικειμενικά γεγονότα έχουν μικρότερη επιρροή στη διαμόρφωση της κοινής γνώμη από τις επικλήσεις προς το θυμικό και προς τις προσωπικές απόψεις». Σωστά. Ζούμε όμως και μέσα σε διαδικτυακούς-ψηφιακούς χώρους υπερπληροφόρησης, μέσα στους οποίους άνθρωποι και ομάδες διαφορετικών αφηγήσεων, φωνών, ήχων και θορύβων ανταγωνίζονται για προσοχή. Όλοι οι θεσμοί και δίαυλοι συζήτησης και επικοινωνίας στις δημοκρατίες έχουν μετατραπεί σε αρένες υπεραπλουστευτικών και διαφορετικών αφηγήσεων και αντιαφηγήσεων. Σε ένα περιβάλλον, όμως, που χαρακτηρίζεται από κατακερματισμό και αγκίστρωση στα echo-chambers (δηλαδή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που κυριαρχούν στις ενημερωτικές προτιμήσεις των πολιτών και όπου ουσιαστικά διαβάζουν, παρακολουθούν τον αντίλαλο των ιδίων/δικών τους απόψεων) είναι απίθανο να υπάρξει ουσιαστική συνάντηση με αντίθετες αφηγήσεις, αναγνώριση, επικοινωνία και συζήτηση ειδικά των σημερινών προβλημάτων που απαιτούν κάτι τέτοιο. Η κριτική και διερευνητική ματιά και ο εύλογος διάλογος, έχουν αντικατασταθεί από τον πανικό, τη δαιμονοποίηση και τις εύκολες «αλήθειες». Ο αρνητικός λόγος, όπως σωστά γράφει ο Σεβαστάκης (2020) (20), έχει μετατραπεί σε έναν μηχανισμό «δημόσιας φήμης και μια τεχνική δημόσιας αυτοπροβολής στο εκρηκτικό πεδίο των νέων μέσων επικοινωνίας.» Σήμερα, όπως γράφει (2020α) (21),
...η αίρεση, το να είσαι αιρετικός και να διαφέρεις, έχει γίνει στόχος και διεκδίκηση…. Η αίρεση δεν είναι ριζοσπαστική, αλλά θέλει να είναι αρκούντως ενοχλητική και να θορυβεί. Το 2020 αυτό μπορεί να το κάνει με τη βοήθεια μιας απλής τεχνογνωσίας: αντιστρέφοντας ή λοιδορώντας κάποια στερεότυπα και καρικατούρες προοδευτισμού. Αν, ας πούμε, το καλό και ορθό είναι εκείνη η διασημότητα που μιλάει για τη δυστυχία των προσφύγων, ο «αιρετικός» διαλέγει να σταθεί στη βιομηχανία των επιδομάτων για ανεπρόκοπους Αφγανούς, στις διεφθαρμένες ΜΚΟ ή στην υποκρισία των δακρύβρεχτων χολιγουντιανών. Κάπου εκεί, ανάμεσα στη λυρική καλοσύνη των μεν και την πικρόχολη διεκδίκηση του ρόλου του κακού παιδιού για τον «αιρετικό», στήνεται το ιδεώδες σκηνικό. Έτσι, για παράδειγμα, στα «ανοιχτά σύνορα» –που τα θεωρεί, αδικαιολογήτως, κυρίαρχη ιδέα– ο αιρετικός αντιπαραθέτει σθεναρά εξοπλιστικά προγράμματα και την με κάθε μέσο αποτροπή. Ξορκίζοντας τη χαλάρωση, τα μηδενιστικά φαινόμενα ή τις αποτυχίες της δημόσιας εκπαίδευσης, ο αιρετικός μελαγχολεί αναθυμούμενος τον χάρακα, το πολυτονικό, τον δάσκαλο που έβαζε τον μαθητή να γράψει σελίδες με την κλίση του ρήματος ορώ / εώρακα / εωράκειν. Με αναφορά στα δείγματα κατάπτωσης, αναξιοπιστίας ή πολιτικής φαυλότητας στην Ευρώπη (και δεν είναι λίγα), ο «αιρετικός» μπορεί να ανατρέξει ως το ρωσικό κόμμα, κληρονομώντας την ιδέα ότι το βασικό πρόβλημα της νεοελληνικής ζωής ήταν οι αχώνευτες φράγκικες επιρροές στη διανόηση και στους θεσμούς. Έτσι, άλλωστε, μπορεί να δει και τον Μακρόν (ασχέτως του αν τα Rafale τού φαίνονται θελκτικά, αφού είναι οπλική ισχύς) ως την έσχατη φράγκικη αυταπάτη των προοδευτικών ελίτ. Με άλλα λόγια, η μανία τού να είσαι διαφορετικός περνάει σήμερα από «συντηρητικές αξίες». Αλλά για να αρέσουν οι συντηρητικές αξίες στους σύγχρονους, αποσπασματικούς ανθρώπους, δηλαδή για να μη φαίνονται πεπαλαιωμένες ή αδρανώς δασκαλίστικες, πρέπει να είναι αιρετικές, φιλτραρισμένες από οξύθυμη ανατρεπτικότητα. Έτσι, αν δεν πεις τον φιλελεύθερο «φιλελέ», κάποιο λάθος έχεις κάνει. Αν δεν μειώσεις τον αριστερό σε αριστερούλη ή τον πολίτη που τηρεί και συμφωνεί με τα μέτρα περιορισμού σε μασκολάγνο, πάλι δεν κατορθώνεις να φτάσεις στο ύψος της αιρετικότητας.
Το ζητούμενο είναι η χειραγώγηση της κοινής γνώμης με ανταγωνιστικές αφηγήσεις της πολιτικής και της αλήθειας (22), και ειδικότερα μέσα από θεωρίες συνομωσίας και ψευδείς ειδήσεις. Αυτό σίγουρα δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο. Αλλά όσο αυξάνεται η ποσότητα και η ταχύτητα μετάδοσης πληροφοριών στο διαδίκτυο, έτσι αυξάνεται και ο κίνδυνος παραπληροφόρησης. Πρόκειται για καλά ενορχηστρωμένες εκστρατείες που έχουν τον ξεκάθαρο στόχο να αποσπάσουν την κοινωνία και τους πολίτες από τα πραγματικά προβλήματα, να επιτεθούν σε θεσμούς (μειώνοντας την εμπιστοσύνη των πολιτών για παράδειγμα απέναντι στα θεσμικά όργανα της ΕΕ [23[). Σύμφωνα μελέτη-έρευνα του Cornell University σε 38 εκατομμύρια άρθρα αγγλόφωνων ΜΜΕ που δημοσιεύθηκαν από την 1η Ιανουαρίου έως τις 26 Μαΐου, σχεδόν το 3% αυτών περιλάμβανε ή έκανε αναφορά σε παραπληροφόρηση (24).
Η μελέτη ασχολήθηκε με 11 κατηγορίες παραπληροφόρησης, από θεραπείες συνωμοσίας και «θαυματουργές» θεραπείες, μέχρι την άποψη ότι ο ιός ήταν ένα βιολογικό όπλο που εξαπέλυσε η Κίνα. Το πιο δημοφιλές θέμα στις κατηγορίες παραπληροφόρησης που μελέτησαν οι ερευνητές ήταν οι «θαυματουργές θεραπείες», οι οποίες εμφανίστηκαν σε 295.351 άρθρα, περισσότερα από ότι για τις άλλες 10 κατηγορίες αθροιστικά. Το δεύτερο πιο δημοφιλές θέμα παραπληροφόρησης ήταν πως η πανδημία δημιουργήθηκε για να προωθήσει τη νέα «παγκόσμια τάξη πραγμάτων». Επόμενο στη λίστα ότι η πανδημία είναι απάτη των Δημοκρατικών με στόχο το πολιτικό όφελος, ενώ ακολουθούσε η θεωρία συνωμοσίας ότι πρόκειται για βιολογικό όπλο που εξαπέλυσε ένα εργαστήριο στη Γουχάν. Επόμενη στη λίστα ήταν η θεωρία συνωμοσίας που συνδέει την πανδημία με τον Μπιλ Γκέιτς, μετά ότι τα συμπτώματα του κορωνοϊού προκαλούνται από το δίκτυο 5G, οι αντισημιτικές θεωρίες συνωμοσίας, αλλά και η αντίληψη ότι ο ιός είναι μια μορφή ελέγχου των πολιτών. Τέλος, στη λίστα της παραπληροφόρησης ήταν οι επιθέσεις στον κορυφαίο επιδημιολόγο των ΗΠΑ, όπως και ότι για τον ιό φταίνε οι Κινέζοι επειδή τρώνε σούπα νυχτερίδων. Και μάλιστα, οι αναφορές στον Πρόεδρο Τραμπ αποτελούσαν περίπου το 38% της «συζήτησης παραπληροφόρησης»!!! (25).
Στην ΕΕ, από την εκδήλωση της επιδημίας της νόσου COVID-19, και χάρη στο έργο που πραγματοποίησαν τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα με διάφορες διαδικτυακές πλατφόρμες, τέθηκαν υπό αμφισβήτηση πάνω από 3,4 εκατομμύρια ύποπτοι λογαριασμοί στο Twitter, οι οποίοι επικεντρώνονταν αποκλειστικά στις συζητήσεις σχετικά με τον κορωνοϊό. Σε χώρες της ΕΕ, όπως καταγράφει ο Καρατράντος (26), η πανδημία έδωσε την ευκαιρία στις εξτρεμιστικές ομάδες, κυρίως μέσω του διαδικτύου και των κοινωνικών μέσων, να ενδυναμώσουν τα αφηγήματα που σχετίζονται με το μίσος, την ξενοφοβία και τη στοχοποίηση θρησκευτικών, πολιτισμικών και φυλετικών ομάδων, αλλά και την αντίδραση στην παγκοσμιοποίηση, στον καπιταλισμό και στην εκλαμβανόμενη ως κρατική καταστολή. Οι ομάδες αυτές ενώ από τη μία κατηγορούσαν τις κυβερνήσεις για καθυστερημένη λήψη μέτρων, από την άλλη καταδίκαζαν τις επιπτώσεις των μέτρων στις ελευθερίες, αλλά και ως μία κεκαλυμμένη προσπάθεια για εφαρμογή πολιτικών καταστολής. Συνδέουν την διασπορά του ιού με τη μεταναστευτική πολιτική της Ε.Ε., ενώ διαχέουν ακραίες θεωρίες συνομωσίας που υποδεικνύουν τις ΗΠΑ, την Κίνα ή το Ισραήλ για την κατασκευή του ιού. Αυτό φάνηκε στη στοχοποίηση των Κινέζων πολιτών, αλλά και επιχειρήσεων με κινέζικα προϊόντα, λόγω της αρχικής εμφάνισης του ιού στην Κίνα και των θεωριών συνομωσίας γύρω από την ενδεχόμενη κατασκευή σε εργαστήριο, και στη Στοχοποίηση κεραιών, δικτύων επικοινωνιών, αλλά και εταιρειών τηλεπικοινωνιών λόγω της θεωρίας συνομωσίας για την ευθύνη της τεχνολογίας 5G για την έξαρση της πανδημίας (με πάνω από εξήντα επιθέσεις και απόπειρες επιθέσεων σε υποδομές 5G στην Ολλανδία, το Βέλγιο και το Ηνωμένο Βασίλειο).
Η πραγματικότητα αυτή είναι κατάλληλη για να τεθούν επί τάπητος και να συζητηθούν τα θεμελιώδη προβλήματα του σήμερα. Θεωρητικά, τα έμφυτα χαρακτηριστικά των δημοκρατιών (ελευθερία του τύπου, ενημέρωσης, λειτουργία κομμάτων και κυβερνήσεων που ανταποκρίνονται και απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη των πολιτών, αξιωματούχοι και λειτουργοί της δημόσιας διοίκησης που επιλέγονται με αξιοκρατικά κριτήρια) θα έπρεπε να προσφέρουν πολλά πλεονεκτήματα στην αντιμετώπιση των κρίσεων. Τα τελευταία δέκα χρόνια, ωστόσο, οι δημοκρατίες του κόσμου, σύμφωνα με τις ετήσιες εκθέσεις του Freedom House “Nations In Transit, ακολουθούν αποκλίνουσες τροχιές. Σε ορισμένες, η δημοκρατία παραμένει ανθεκτική. Σε άλλες οι δημοκρατικές νόρμες και οι δημοκρατικοί θεσμοί έχουν υποβαθμιστεί. Πολλές δημοκρατίες του κόσμου βιώνουν σημαντική παρακμή, με τα επίπεδα εμπιστοσύνης που δείχνουν οι πολίτες ως προς τις δυνατότητες των δημοκρατικών πολιτευμάτων να παρέχουν λύσεις να έχουν μειωθεί παρά πολύ ενώ την ίδια στιγμή επιβραβεύουν αυταρχικά πρότυπα (27). Η πανδημία του COVID19, ενισχύει την αρνητική αυτή τάση, καθώς αρκετές κυβερνήσεις εκμεταλλεύονται την πανδημία του κορωνοϊού για να επιβάλουν αυστηρότερο έλεγχο και να παραβιάσουν ανθρώπινα δικαιώματα. Σύμφωνα με την έκθεση του Freedom House τον Οκτώβριο του 2020, οι ειδικοί εντοπίζουν το πρόβλημα σε πέντε πυλώνες της δημοκρατίας: την διαφάνεια της διακυβέρνησης, την ελευθερία του τύπου και του λόγου, τη διαφάνεια των εκλογών, τους ελέγχους για την κατάχρηση εξουσίας και την προστασία των ευάλωτων ομάδων. Στο πλαίσιο της έρευνας, το 62% των συμμετεχόντων δήλωσαν ότι δεν πίστευαν τις πληροφορίες για τον ιό που λάμβαναν από την κυβέρνηση της χώρας τους.
Το πρόβλημα, όμως, δεν έχει να κάνει μόνο με την ικανότητα, τη διαφάνεια και την λογοδοσία των δημοκρατιών και των θεσμών λήψης και υλοποίησης αποφάσεων. Ωστόσο, η άσκηση πολιτικής ή κριτικής χωρίς κάποια δόση ουσιαστικής αλήθειας, και ειδικότερα σε περίοδο πανδημίας, είναι σοφιστεία. Δεν γίνεται, όπως γράφει ο Μπουκάλας (2020) (28),
να πιστέψουμε ότι απαξάπαντες οι κυβερνήτες των χωρών του κόσμου, ανεξαρτήτως ιδεολογίας και εθνικού ή προσωπικού κύρους, συσκεφθέντες εν κρυπτώ και παραβύστω συνωμότησαν από κοινού και αποφάσισαν ομοθυμαδόν να εκπαιδεύσουν έναν φονικό ιό. Και μετά την αποφοίτησή του να τον αμολήσουν για να εξολοθρεύσει τους ίδιους τους υπηκόους τους. Ποιοι; Αυτοί που δεν ομονοούν για να αντιμετωπίσουν ένα πρόβλημα που ο ΟΗΕ, χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, το χαρακτηρίζει εξίσου επικίνδυνο και θανατηφόρο με την πανδημία, πρωτίστως για τα παιδιά: την κλιματική αλλαγή.
Η χρήση έξυπνων αλλά ψευδών ή λανθασμένων επιχειρημάτων κρύβουν την πρόθεση της παραπλάνησης και αποκλείουν a priori από τις συζητήσεις μία σειρά από άλλους δρώντες και δομές που είναι σημαντικοί για την κατανόηση της πλήρους εικόνας των σημερινών παγκόσμιων προβλημάτων. Πρέπει, όπως γράφει ο Higgs (2019) (29), κανείς να ζει «σε ένα ακραίο, εξωπραγματικό ‘τούνελ πραγματικότητας’» για να εθελοτυφλεί μπροστά στην επιστημονική αλήθεια της πανδημίας, της κλιματικής αλλαγής κ.α. Η «αλήθεια είναι σύνθετη και επώδυνη διαδικασία» υπογραμμίζει ο Χαράρι (2020). Και ειδικότερα μπροστά στο καινούργιο, η αναζήτησή της, όπως σωστά επισημαίνει ο Μπρικνέρ (2020) (30), αποτελεί σύνθετο εγχείρημα. Η «γρήγορη σκέψη», όπως γράφει ο Παγουλάτος (2020) (31), λειτουργεί «αυτόματα, αυθόρμητα, άκριτα και παρορμητικά. Η «αργή σκέψη» απαιτεί κόπο, ορθολογική στάθμιση, στρατηγικό συλλογισμό… Η δημοκρατία χρειάζεται τις αντιστάσεις της «αργής σκέψης». Απαιτεί εξαντλητικό διάλογο, διαπραγμάτευση, αναζήτηση συναινέσεων, συμβιβασμούς».
Σήμερα, και σε αντίθεση με τις υπεραπλουστευτικές αλήθειες, που φωτίζουν πολύ λιγότερες παραμέτρους και αποτυπώνουν μία επιφανειακή και τμηματική εικόνα των παγκόσμιων προβλημάτων, είναι κρίσιμο να εστιάσουμε στις αιτίες και τους δρώντες και την αλληλεπίδρασή τους, ώστε να καταλάβουμε, την εξέλιξη και τη δυναμική τους, και να αγωνιστούμε για την επίλυσή τους. Λόγω της ανάδυσης πολλών «αληθειών», όπως επισημαίνει ο Fukuyama (2020) (32),
οι άνθρωποι οργανώνονται όλο και περισσότερο σε μικρές ομάδες με τις ίδιες απόψεις για το ίδιο θέμα. Και αυτό οδηγεί στην αποδυνάμωση των περισσότερο ενοποιημένων δομών, όπως τα έθνη-κράτη ή η Ευρωπαϊκή Ένωση, που είναι απαραίτητα για συλλογικές δράσεις μεγάλης κλίμακας. Η ευρύτερη αίσθηση κοινότητας πρέπει να αποκατασταθεί. Ένας κόσμος κατακερματισμένος σε μικρές ομάδες δεν θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης όπως οι πανδημίες και οι οικονομικές κρίσεις.
Το ζητούμενο είναι η συνολική θέαση του κόσμου και των προβλημάτων του, και η κατάθεση προτάσεων που θα βελτιώσουν συνολικά την ανθρώπινη διαβίωση. Όπως σωστά μας υπενθυμίζει ο Τσούκας (2020) (33),
Ο κορωνοϊός, ο Έμπολα και το έιτζ ήρθαν σε μας από άγρια ζώα – για την ακρίβεια, προήλθαν από την ανθρώπινη επέλαση σε οικοσυστήματα. Μπορεί εμείς να ζούμε διαφορετικά από τους Κινέζους – συνήθως, δεν κυνηγάμε νυχτερίδες, ούτε τρώμε παγκολίνους – αλλά ταξιδεύουμε. Ο ανθρώπινος πολιτισμός, ιδιαίτερα ο σύγχρονος, συνιστά ένα πλανητικό δίκτυο συνεργασίας και ανταλλαγής. Αν, λοιπόν, δεν είμαι δεισιδαίμων να πιστεύω, όπως ο μητροπολίτης Μόρφου, ότι οι «σαρκικές αμαρτίες […] οδηγούν στον κορωνοϊό», ή αν δεν είμαι ζηλωτής να νομίζω, όπως ο διαδηλωτής της Πενσυλβανίας, ότι «ο Ιησούς είναι το εμβόλιό μου», τότε αυτό που πρέπει να κατανοήσω είναι ότι ζω σε έναν κόσμο που, εν πολλοίς, δεν ελέγχω.
Γι’ αυτό και είναι απαραίτητο να προσαρμόσουμε την πολιτική λογική σε έναν ανοιχτό πλουραλιστικό φακό, που όχι μόνο θα επιτρέπει την εξέταση και κατανόηση όλων των προβλημάτων, αλλά και ανάλογα με το πρόβλημα προς επίλυση την επιλογή των δρώντων και ιδεών που είναι κρίσιμοι σε κάθε περίπτωση. Όσοι αγνοούν την πραγματικότητα αυτή το κάνουν διότι την αντιλαμβάνονται ως άρνηση, απειλή της ταυτότητάς τους. Ο λόγος δεν είναι, όπως γράφει ο Krastev (2020), ότι δεν βλέπουν τα σημερινά προβλήματα ή ότι δεν εμπιστεύονται τα γεγονότα, αυτό «που τους ανησυχεί είναι ο ισχυρισμός ότι είτε θα επιβιώσουμε όλοι είτε θα πεθάνουμε όλοι, που έρχεται σε αντίθεση με τη δική τους βασική πολιτική πεποίθηση του μηδενικού αθροίσματος: για να επιβιώσουν κάποιοι, κάποιοι άλλοι θα πρέπει να πεθάνουν». Έτσι όχι μόνο απορρίπτουν την ΕΕ αλλά και την υπόσχεση της συνεργασίας να προχωρήσει και να εντάξει στην καθημερινότητα τη λογική της «μέριμνας για το κόσμο» (34). Με ποιο τρόπο και γιατί η ΕΕ οφείλει να προχωρήσει σε πολιτικές που καλλιεργούν τη συλλογική διάσταση και συνδεδεμένη μοίρα των πολιτών της θα εξεταστεί σε κείμενα που θα ακολουθήσουν.
1. Florence Gaub & Lotje Boswinkel (2020) “Who’s first wins?”, Brief 11/20, Institute for Security Studies, Sophia Russack (ed.) (2020) “EU crisis response in tackling Covid-19 Views from the member states”, Report, European Policy Institutes Network, Loes Debuysere (ed.) (2020), “‘Coronationalism’” vs a geopolitical Europe? EU external solidarity at the time of Covid-19, Report, European Policy Institutes Network, Dalibor Rohac (2020) “The Case for Disaggregating the European Union”, Foreign Policy, November 1, 2020.
2. Ξενοφών Κοντιάδης (2020), Πανδημία, Βιοπολιτική και Δικαιώματα: Ο κόσμος μετά τον COVID-19, Εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 139.
3. Ivan Krastev (2020), Ήρθε το αύριο ή ακόμα: πώς η πανδημία αλλάζει την Ευρώπη, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, σελ. 12-13.
4. Judy Dempsey (2020), The Coronavirus Pandemic Should End Europe’s Comfort Zone.
5. Χρήστος Φραγκονικολόπουλος (2020), «Τρία σενάρια για την ΕΕ. Η παγίδα και η πρόκληση», The Books’ Journal, 4 Mαΐου
6. «Η Ευρωπαϊκή Αλληλεγγύη στην εποχή του Covid-19», 7 Οκτωβρίου 2020
7. Samuel George (2020), When the Levee Breaks: Can Institutions Save Liberal Democracy? Bertelsmann Foundation (2020), Douglas Heaven (2017), The uncertain future of democracy
8. Catherine de Vries & Isabell Hoffmann (2016), Fear Not Values: Public Opinion and the Populist Vote in Europe, euopinios & Bertelsmann foundation
9. John Matsusaka (2020), Let the People Rule: How can direct democracy meet the challenge of populism, Princeton University Press
10. Ivan Krastev (2018) Μετά την Ευρώπη, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, σελ. 115.
11. van der Bles et al. (2020). The effects of communicating uncertainty on public trust in facts and numbers, Proceedings of the National Academy of Sciences, 117 (14), εδώ
12. Susana Salgado (2018) “Online media impact on politics. Views on post-truth politics and post-modernism” International Journal of Media and Cultural Politics, 14(3):317-331.
13. Τασούλα Καραϊσκάκη (2020), «Στον ταραγμένο ωκεανό της μετα-COVID19 εποχής» Καθημερινή 6-7 Ιουνίου 2020
14. Τασούλα Καραϊσκάκη, ό.π.
15. Hamid Foroughi et. Al. (2019) “Leadership in a post-truth era: a new narrative disorder?” Leadership, 15(2):135-151, Johan Farkas & Jannick Schou (2018) “Fake News as a floating signifier: hegemony, antagonism and the politics of falsehood” Jovnost: The Public, 25(3):298-314.
16. Silvio Waisbord (2018) “Why populism is troubling for Democratic Communication” Communication Culture and Critique, 11:21-34.
17. Μαρία Κατσουνάκη (2020) «Δημαγωγία στη θέση της ενημέρωσης», Καθημερινή 6-7 Ιουνίου 2020
18. Neshrine Malik (2019) “The myth of the free speech crisis” The Guardian Weekly
19. Συνέντευξη του Παύλου Παπαδόπουλου, Καθημερινή 14 Ιουνίου 2020, σελ. 7.
20. Νικόλας Σεβαστάκης (2020) Ταξίδι στο άγνωστο: Φιλελεύθερη Δημοκρατία και Κρίση Πολιτισμού, Εκδόσεις Στερέωμα, σελ. 86.
21. Νίκολας Σεβαστάκης (2020α) «Η μανία να είσαι διαφορετικός», 24 Σεπτεμβρίου
22. William Davies (2019) “Why can’t we agree on what’s true anymore?” The Guardian Long Read
23. Petros Fassoulas (2020) “Democracy and the Coronavirus infodemic in Europe”, Carnegie Endowment Europe 16 June
24. CORONAVIRUS MISINFORMATION: Quantifying sources and themes in the COVID-19 ‘infodemic’
25. Για την ελληνική περίπτωση βλ. Γιάννης Παπαδόπουλος (2020) «Στις πλατείες των ‘μασκομάχων’» Καθημερινή 13 Σεπτεμβρίου, σελ. 21.
26. Τριαντάφυλλος Καρατράντος (2020) «Η εργαλειοποίηση της πανδημίας από τις εξτρεμιστικές ομάδες», ΕΛΙΑΜΕΠ, 16 Ιουνίου 2020
27. Βλ. “Nations in Transit 2020”, Freedom House
28. Παντελής Μπουκάλας (2020) «Ο εθνικισμός του εμβολίου και η οικουμενική πανδημία» Καθημερινή 1/11/2020
29. John Higgs (2019) Το μέλλον αρχίζει εδώ και τώρα: περιπέτειες στον 21ο αιώνα, Εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 305.
30. Βλ. Το Βήμα της Κυριακής 26 Απριλίου 2020 σελ. 20-21.
31. Γιώργος Παγουλάτος (2020) «Η διεθνοποίηση της ανοησίας απειλεί τη δημοκρατία» Καθημερινή 13 Σεπτεμβρίου, σελ. 29.
32. Francis Fukuyama (2020) «Η Δημοκρατία θα δοκιμαστεί», Καθημερινή 17 Μαΐου, σελ. 4
33. Χαρίδημος Τσούκας (2020), «Ανιμιστική σκέψη και θεωρίες συνωμοσίας», Καθημερινή 20 Σεπτεμβρίου
34. Corine Pelluchon (2018), Ηθική της υπόληψης, Εκδόσεις Πόλις.