Σπλιτ!
Το «Σπλιτ» είναι πραγματικά ό,τι λέει ο τίτλος του, ένα βιβλίο χωρισμένο στα δύο. Ένα βιβλίο μιας οιονεί «σπλιτ περσονάλιτι», ενός δημοσιογράφου που μετατρέπεται σε λογοτέχνη. Ταυτόχρονα είναι και το χρονικό μιας δημοσιογραφικής έρευνας που εξελίσσεται στη λογοτεχνική αφήγησή της, ένα κείμενο εγκιβωτισμένο στη ίδια του την κατασκευή.
Διότι εκτός των άλλων, το «Σπλιτ» είναι και η αφήγηση της συγγραφής του ίδιου του βιβλίου. Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται μαιανδρικά, δαιδαλώδη και σύνθετα, αλλά μην ανησυχείτε: τελικά το «Σπλιτ» ρουφιέται σαν νεράκι.
Ο Χριστόφορος, συνειδητά ή μη, χρησιμοποιεί τα πλέον σύγχρονα αφηγηματικά εργαλεία της πιάτσας, που θέλουν το συγγραφέα να σχολιάζει το ίδιο του το υλικό, και προσβλέπουν σε μια όχι «κομ ιλ φο», μια μη “politically correct” αφήγηση. Μια αφήγηση, που σ’ έναν από τους διαλόγους μάλιστα εμπεριέχει τον ίδιο το δημιουργό, όχι όμως τον ενδοκειμενικό συγγραφέα Βλαδίμηρο Δημητριάδη που μας αφηγείται, ούτε καν τον εξωκειμενικό συγγραφέα Χριστόφορο Κάσδαγλη που ξέρουμε ότι έχει γράψει το βιβλίο, αλλά τον πρώην υπάλληλο τραπέζης «Κάσδαγλη» ως έναν τριτεύοντα χαρακτήρα. Ένα ευφυέστατο κλείσιμο ματιού.
Μιλάμε λοιπόν για ένα κείμενο εξαιρετικά πολυσύνθετο, το οποίο ο συγγραφέας φέρει εις πέρας με θαυμαστό τρόπο, που γίνεται ακόμα πιο εντυπωσιακός αν σκεφτεί κανείς ότι πρόκειται για το πρώτο του μυθιστόρημα. Μια γραφή εξαιρετικά ώριμη σε σχέση με την πρόθεσή της. Μια αφήγηση γεμάτη ενδοκειμενικές και διακειμενικές αναφορές, οργανικά αφομοιωμένες στο κόρπους του κειμένου.
Ένα βασικό στοιχείο που προσδίδει τόσο μεγάλο ενδιαφέρον στο βιβλίο είναι ο κεντρικός χαρακτήρας, ο οποίος μετά την εντυπωσιακή πρώτη του εμφάνιση, όταν ο τριτοπρόσωπος αφηγητής μετακυλίεται σε πρώτο πρόσωπο, τυπώνεται ανεξίτηλα στο μυαλό του αναγνώστη. Αυτοβιογραφούμενος ή όχι (οσμίζομαι πως, όπως άλλωστε κάθε συγγραφεας, κάνει και τα δύο), ο Χριστόφορος έχει αποστάξει στον κεντρικό του χαρακτήρα τόσα αξιομνημόνευτα χαρακτηριολογικά και ψυχολογικά στοιχεία που δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του, είτε τον βλέπεις αν-φάς είτε πλονζέ είτε μέσα από ένα τράβελινγκ. Μόλις χρησιμοποίησα κάποιους κινηματογραφικούς όρους. Όχι τυχαία – μια και το βιβλίο δανείζεται συχνά από το σινεμά, με τους κινηματογραφικούς κώδικες να εμφιλοχωρούν σχεδόν παντού. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο πως ένας παλιός θερινός κινηματογράφος, το σινέ Ερέχθειον, παίζει σημαντικό ρόλο στην πλοκή.
Ειδολογικά θα έλεγα πως είναι ένα ειρωνικό νέο νουάρ, εμποτισμένο με πολλά προβοκατόρικα στοιχεία, τα οποία υπονομεύουν την ίδια του την κατάταξη. Μέγα ατού η «λοξή», κυνική και ταυτόχρονα ευαίσθητη μάτια του κεντρικού ήρωα, που δεν αφήνει τίποτα ασχολίαστο. Από τον τζόγο της πολιτικής μέχρι την πολιτική του τζόγου και από το παιχνίδι του έρωτα μεχρι το ερωτικό παιχνίδι, όλα φωτίζονται πλαγίως και καθέτως, υπονομεύονται και λοιδορούνται, υφίστανται αξονικές και μαγνητικές τομογραφίες, υποκρύπτονται και φανερώνονται. Αυτή η φρενιτώδης σε πρώτο επίπεδο καταγραφή γίνεται από μια οιστρήλατη πένα που ωστόσο γνωρίζει πολύ καλά ποτέ θα βάλει τελεία, ποτέ θα πηδήξει χρόνο, ποτέ θα ρισκάρει, πότε θα αποσιωπήσει και πότε θα σεβαστεί. Ένα βιβλίο που φαινομενικά μιλάει για τον τζόγο, αλλά στο «κάτω κείμενο» υπάρχουν η μπίλια της ζωής, το ρίσκο του έρωτα, η μπλόφα της επιβίωσης, η άγρια πασιέντζα της ύπαρξης.
Γεμάτο από υπέροχες ατάκες και καταστάσεις που έρχονται απευθείας από την πηγή (το άδυτο και τα ντεσού του δημοσιογραφικού κόσμου), αλλά και κατάστικτο από ειρωνική ονοματοποιία του νουάρ (Φίλιππος Μπάρλοου, Φίλιπ Μάρλοου), το βιβλίο του Χριστόφορου βουτάει στη σύγχρονη πραγματικότητα μην αφήνοντας σχεδόν τίποτα όρθιο στη σημερινή ελληνική κοινωνία του «σεμνά και ταπεινά», αλλά ταυτόχρονα επιτυγχάνει κάτι σπάνιο. Να μη χάνει ούτε σελίδα την κεντρική του στόχευση. Το κυρίαρχο θέλω του ήρωά του.
Όσοι παροικούν τη δημοσιογραφικο-λογοτεχνική Ιερουσαλήμ θα αναγνωρίσουν πρόσωπα και πράγματα πίσω από τους συνεργάτες του Δημητριάδη, την εφημερίδα «Ασύρματος» και φυσικά το λογοτεχνικό περιοδικό «Δέλτα», του όποιου την πρόταση δέχτηκα κι εγώ χωρίς ευτυχώς να έχω την τύχη του Βλαδίμηρου… Ακόμα και οι δεύτεροι χαρακτήρες είναι πλασμένοι εξαιρετικά, δεν θα ξεχάσω ειδικά το μελαγχολικό ντίλερ Dimos και τη γύφτισσα της Μουστοξύδη.
Ως κάποιος της ίδιας γενιάς με το συγγραφέα που έχει φάει τα χρόνια του στο συγγραφιλίκι, στη δημοσιογραφία, στο σινεμά, στη μουσική, στην πολιτική, στον αθλητισμό (ποδόσφαιρο βέβαια αντί μπάσκετ) και, ομολογώ, ολίγον και στον τζόγο (πόκα όμως αντί καζίνο), ο κόσμος του Χριστόφορου μου είναι εξαιρετικά οικείος. Απόλαυσα με την καρδιά μου πρόσωπα, προσωπεία και καταστάσεις, και το μόνο που με δυσαρέστησε είναι ότι κάπου έβαλε τη γνωστή ατάκα για τον Κολοκοτρώνη και το μπαρ Γκάλαξι, αναγκάζοντάς με να την αποσύρω από ένα κείμενό μου που πρόκειται να εκδοθεί! Χαλάλι, βέβαια, όταν μιλάμε για ένα τόσο χορταστικό, ευφυές και συναρπαστικό αφήγημα.
Αν ο Πικάσο γνώριζε ότι μπορεί να πάρει μια Ρολς Ρόις ζωγραφίζοντάς τη στα γρήγορα σε ένα χαρτάκι και ο Βλαδίμηρος Δημητριάδης προσδοκούσε να κερδίσει μια Μερσεντές 280 SLC παίζοντας τα ρέστα του on a split second, τότε εύχομαι στον Χριστόφορο να εισπράξει με το «Σπλιτ» όσα δικαίως του αναλογούν και όσα ονειρεύεται από αυτή την τρελή μπάνκα της συγγραφής.
info: τεύχος 264, 272 σ.