Trending Now

Ο κουμπάρος θα γλυκαθεί

Δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη

kwfos.jpg
Μπάμπης Κωφός
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
52639-107167.jpg

(Περίληψη προηγουμένου: ο κουμπάρος δέχεται επίσκεψη - έκπληξη νυχτιάτικα από κοπέλα θεόρατη που δεν είχε ξαναδεί)


Από την πρώτη ματιά που έριξε από το μπαλκόνι, αποφάσισε ότι δεν θα της την έπεφτε. Έτσι, αφού το έλυσε αυτό το θέμα στα γρήγορα, ήπιε μια μεγάλη γουλιά ούζο και έριξε μια ματιά από το θυροτηλέφωνο, αλλά μαύρα σκοτάδια. Πέρασε φευγαλέα μια σκέψη από το μυαλό του μήπως ήτανε μουρλή και τον έπνιγε, αλλά, τι στο καλό, γυναίκα ήτανε, θα την κατάφερνε. Και άνοιξε την πόρτα.

Η Αναστασία ήταν εκεί, χαμογελαστή και επιβλητική. Με μια πλαστική σακούλα με πέντε έξι μπίρες, ένα τεράστιο φόρεμα και ένα τεράστιο ντεκολτέ από το οποίο πεταγόταν ένα επίσης τεράστιο στήθος. Όλα ήταν τεράστια επάνω της και ο κουμπάρος απόρησε πώς είναι δυνατόν ένα τέτοιο πλάσμα, να έχει μια τόσο λεπτή φωνή.

Αναστασία: «Δεν περίμενες ότι θα έρθω, ε

Κουμπάρος: «Η αλήθεια είναι πως δεν το περίμενα. Ευχάριστη έκπληξη μου έκανες»

Αναστασία: «Ναι μωρέ, βαριόμουν κι εγώ σπίτι, νύχτα είναι, κίνηση δεν είχε, αμέσως έφτασα»

Έκατσαν στο μπαλκόνι και ο κουμπάρος άρχισε να σκέφτεται τα θετικά της υπόθεσης. Καλύτερα που ήρθαν έτσι τα πράγματα, από το να συναντιόνταν την άλλη μέρα έξω και να ήταν αναγκασμένος να πάει για ποτό Σάββατο βράδυ. Ενώ τώρα δεν θα τους έβλεπε και κανείς. Έκατσε δίπλα του αλλά όχι κολλητά και ο κουμπάρος είχε αρχίσει να χαλαρώνει. Κι αφού δεν είχε σκοπό να της την πέσει, άρχισε να της λέει ένα σωρό μαλακίες. Για κορίτσια που είχε βγει από το τσατ και δε λέγανε. Για πρώην του. Για την πρώην γυναίκα του. Για το ούζο που του άρεσε και έπινε πολύ. Για τη δουλειά του. Για το παιδί του. Εκείνη δεν έλεγε πολλά. Έκανε μπαμ ότι είχε έρθει μόνο για να φασωθεί. 

Κάποια στιγμή τελείωσε το ούζο και άρχισε να πίνει μπίρες. Είχε αρχίσει να την ακούει για τα καλά και βάλθηκε να την περιεργάζεται. Του φάνηκε ότι κάπως έγερνε, αλλά σκέφτηκε ότι μπορεί να ήταν η ιδέα του από το ποτό. Όταν ήπιε όλες τις μπίρες που είχε φέρει η Αναστασία είχε γίνει κουδούνι και του καρφώθηκε μια σκέψη στο μυαλό: λένε πως αν η τύχη, όποια κι αν είναι αυτή, σου χτυπήσει την πόρτα, δεν είναι σωστό να την αγνοήσεις. Γιατί μετά μπορεί να κάνει καιρό να στη χτυπήσει ξανά. Έτσι, αποφάσισε να κάνει αυτό το ψυχικό. Κι εκεί που δεν είχε προηγηθεί τίποτα ερωτικό, έσκυψε και τη φίλησε.

Εκείνη στην αρχή τον κοίταξε λίγο περίεργα, αλλά ανταποκρίθηκε. Της πρότεινε να κάτσουν μέσα, στον καναπέ. Ήταν θερμή και ο κουμπάρος απολάμβανε τα χάδια της και προσπαθούσε να μην αποκοιμηθεί. Ξάπλωσαν κι εκείνη του έβγαλε τα παπούτσια. Ήταν πολύ περιποιητική. Όταν έβγαλε την μπλούζα της, απόμεινε να κοιτάει αυτό το τεράστιο στήθος, που το καθένα ήταν δυο φορές σαν το κεφάλι του. Και όταν τα έβγαλε όλα, έμεινε εντυπωσιασμένος. Ήταν πελώρια.

Σκαρφάλωσε πάνω της και πάλευε μη γλιστρήσει και πέσει και προσπαθούσε να κρατηθεί από το στήθος της, κάπως να ισορροπήσει, αλλά κι εκείνη τον γράπωνε δυνατά. Τότε διαπίστωσε ότι το ποτό δεν του άφηνε πολλά περιθώρια. Δεν μπορούσε να λειτουργήσει, το πάλευε όμως, ίδρωνε και αγκομαχούσε, την ώρα που εκείνη του έχωνε τη γλώσσα της μέχρι το λαιμό και του ερχότανε αναγούλα. Κάπου εκεί, μέσα στη μέθη του, θυμήθηκε που ένας ξάδερφός του τού είχε δώσει ένα μπλε χαπάκι.

Σηκώθηκε παραπατώντας και καλά να πάει τουαλέτα, το βρήκε, δάγκωσε το μισό και δώσ’ του πάλι από την αρχή, αλλά τίποτα. Εξαντλημένος και ζαλισμένος από ποτό, χαπάκι και τα πεινασμένα φιλιά της Αναστασίας, παρέδωσε τα όπλα, στριμώχτηκε στην άκρη του κρεβατιού και αποκοιμήθηκε έναν ύπνο ταραγμένο.

Τον ξύπνησε ένα φιλί στο μάγουλο. Και μετά ένα στο στόμα. Και μετά πιο κάτω. Και μετά εκείνη του είπε ότι θα έφευγε και ότι αν ήθελε, μπορούσε να της τηλεφωνήσει ξανά. Όταν άκουσε την πόρτα να κλείνει ξανακοιμήθηκε, γαλήνιος αυτή τη φορά. Και είδε στον ύπνο του να τρέχει, λέει, γυμνός σε ένα λιβάδι και να τον κυνηγάνε τρεις Ρωσίδες, γυμνές κι αυτές.

Χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν η γυναίκα του: «Τι θα γίνει ρε πριντούροκ; Μία η ώρα, πότε θα έρθεις να πάρεις το παιδί;». Δεν την έβρισε. Σηκώθηκε με πονοκέφαλο αλλά και με μια δόση ευεξίας, έφτιαξε καφέ και με πήρε τηλέφωνο:

Κουμπάρος: «Έλα ρε μαλάκα, έτσι κι έτσι».

Μπάμπης: «Πολύ χοντρή

Κουμπάρος: «Ρινόκερος. Αλλά ανέβηκα ψυχολογικά ρε. Τελικά με όποια και να φασωθείς, και βρικόλακας να είναι, ανεβαίνεις. Θα πάμε το βράδυ για κάνα ουζάκι; Έχω όρεξη, σήμερα θα την πέσω σε όλες…»


Συνεχίζεται

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ