- CITY GUIDE
- PODCAST
-
15°
Αλέξης Σταμάτης: Η ποίηση επέβαλε το «εύθραυστο» υλικό
Γιατί επιστρέφει στην ποίηση μετά από δυόμιση δεκαετίες με ένα νέο βιβλίο
Η «Ασθένεια των απαλών πραγμάτων» του Αλέξη Σταμάτη εξερευνά τις αθέατες δυνάμεις που διαμορφώνουν την ανθρώπινη ύπαρξη
Ο συγγραφέας Αλέξης Σταμάτης έχει αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα του στους χώρους της πεζογραφίας, του θεάτρου και της ποίησης, με πολυάριθμα έργα στο βιογραφικό του, πολλά από τα οποία έχουν κερδίσει σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία. Αν και το Πρώτο Βραβείο του Δήμου Αθηναίων στη μνήμη Νικηφόρου Βρεττάκου τού απονεμήθηκε το 1994 για την ποιητική του συλλογή «Αρχιτεκτονική εσωτερικών χώρων» (εκδ. Καστανιώτη), ο Σταμάτης έγραψε το τελευταίο ποιητικό του έργο, «Ποτέ δεν είμαστε μόνοι» (εκδ. Καστανιώτη), το μακρινό 2004 και για δύο δεκαετίες άφησε πίσω του την ποίηση, σχεδόν όπως το ίνδαλμά του, ο Αρθούρος Ρεμπώ, εγκατέλειψε την ποίηση στα 19 του χρόνια. Το βιβλίο του Σταμάτη «Η ασθένεια των απαλών πραγμάτων», που κυκλοφόρησε πριν από μερικές μέρες από την ΚΑΠΑ Εκδοτική, σηματοδοτεί τη θριαμβευτική επιστροφή του στην ποίηση, την οποία οι φαν του περίμεναν εδώ και πολλά χρόνια.
Οι σπουδές του Σταμάτη στην Αρχιτεκτονική, πρώτα στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και ύστερα στο Λονδίνο, ενημερώνουν τη θεματολογία του νέου του βιβλίου, όπως άλλωστε και το ενδιαφέρον του για την κβαντική μηχανική και η αγάπη του για τον Ρεμπώ και τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Μεγαλωμένος μέσα στο θέατρο, τη λογοτεχνία και την αρχιτεκτονική, χάρη στην ηθοποιό μητέρα του, Μπέτυ Αρβανίτη, και τον αρχιτέκτονα πατέρα του, Κώστα Σταμάτη, ο συγγραφέας συνθέτει μια ποιητική συλλογή με δραματουργικά στοιχεία, αλλά και μια σταθερή δομή, όπως θα απαιτούνταν για να εγερθεί μια μοντέρνα αθηναϊκή πολυκατοικία. Το νέο του βιβλίο ανήκει ξεκάθαρα στον χώρο της ποίησης, όμως ταυτόχρονα ο Σταμάτης χρησιμοποιεί και τις γνώσεις που απέκτησε ασχολούμενος εδώ και χρόνια με την πεζογραφία και την αυτοβιογραφία.
Συναντώ τον Αλέξη Σταμάτη στον Βάρσο, στην Κηφισιά, ένα σαββατιάτικο πρωινό λίγες εβδομάδες πριν από τα Χριστούγεννα, όταν ουρές από κόσμο περιμένουν να αγοράσουν τα γλυκά για τις γιορτές. Καθόμαστε στον πίσω κήπο του ζαχαροπλαστείου για να έχει ησυχία και η συζήτησή μας για τις αναφορές και τη φιλοσοφία του νέου του βιβλίου ξεκινάει με ενθουσιασμό, πριν ακόμα μας φέρουν τους καφέδες που έχουμε παραγγείλει.
Το βιβλίο σας «Η ασθένεια των απαλών πραγμάτων», σηματοδοτεί μια επιστροφή: Την επιστροφή σας στην ποίηση ύστερα από δύο –και κάτι– δεκαετίες. Πώς πήρατε την απόφαση να γράψετε μια ποιητική συλλογή έπειτα από τόσα χρόνια;
Δεν ήταν μια «απόφαση» με την κλασική έννοια. Δεν ξύπνησα, δηλαδή, ένα πρωί και είπα: «Θα ξαναγράψω ποίηση». Ήταν περισσότερο σαν επιστροφή ενός συμπτώματος που νόμιζα ότι είχε περάσει. Η ποίηση υπήρχε πάντα στο υπόστρωμα της γραφής μου – ακόμα και στα μυθιστορήματα, ο τρόπος που κολλάω στη λεπτομέρεια, στον ρυθμό μιας φράσης, στη σιωπή ανάμεσα σε δύο προτάσεις, είναι βαθιά ποιητικός. Απλά, για πολλά χρόνια, η ενέργεια αυτή διοχετευόταν στην πεζογραφία. Κάποια στιγμή (καθώς είμαι αρκετά παραγωγικός και δεν εκδίδω οτιδήποτε γράφω), μέσα στα πεζά μου άρχισαν να εμφανίζονται μικρά, πυκνά κείμενα, που καταλάβαινα πως δεν «χωρούσαν», δεν ανήκαν στη δομή των μυθιστορημάτων. Είχαν τη δική τους αυτοτέλεια, τον δικό τους ρυθμό: Μια μορφή συμπυκνωμένης εμπειρίας, που δεν της «πήγαινε» η αφήγηση, αλλά η κρυστάλλωση. Αυτό το υλικό άρχισε να αποκτά μια ενότητα –στη συγκεκριμένη περίπτωση τρεις ενότητες– να συνομιλεί εσωτερικά και σιγά σιγά κατάλαβα ότι δεν επρόκειτο για παρεμπίπτοντα κείμενα, αλλά για ένα βιβλίο που «ζητάει» να υπάρξει. Έτσι, άλλωστε, συνέβη και με την αυτοβιογραφία μου, το «Υπήρξα τόσοι άλλοι». Σε κανένα βιβλίο μου δεν υπάρχει «πλάνο»· εκείνο που με οδηγεί είναι η ανάγκη, η επιθυμία. Ο χρόνος που έχει μεσολαβήσει από το «Ποτέ δεν είμαστε μόνοι» (2004) κάθε άλλο παρά κενός ήταν. Η ποίηση επανήλθε, λοιπόν, γιατί υπήρχε ένα καινούριο είδος πυκνότητας και ωριμότητας μέσα μου. Ταυτόχρονα, ήταν μια έκθεση πολύ πιο «γυμνή» απ’ ό,τι θα επέτρεπα στην πεζογραφία ή την αυτοβιογραφία μου.
Αν η «Ασθένεια των απαλών πραγμάτων» είναι το πρώτο σύμπτωμα, δεν θα με πείραζε καθόλου να αποδειχτεί χρόνια
Η συλλογή χωρίζεται σε τρεις ενότητες. Η πρώτη ενότητα αποτελεί ένα «ποιητικό πένθος γραμμένο στη γλώσσα της κβαντικής φυσικής». Τι ακριβώς σημαίνει αυτό και ποια ήταν η πηγή της έμπνευσής σας;
Χωρίς να εμβαθύνω πολύ στη «θεωρία των κβάντων», η κεντρική ιδέα είναι ότι τα πράγματα δεν μπορούν να οριστούν με απόλυτη ακρίβεια. Μπορούμε να μιλήσουμε με πιθανότητες για το πού υπάρχουν. Ήταν μια υπόθεση που στις αρχές του προηγούμενου αιώνα «τάραξε» τον Αϊνστάιν, καθώς η τάση του μεγάλου επιστήμονα ήταν να βρει την αρμονία στο σύμπαν. Η κβαντική μηχανική βάζει ένα ερωτηματικό σ’ αυτή την αρμονία. Σ’ αυτή την ενότητα, προσπαθώ να εκφράσω την εμπειρία της απώλειας, όχι με ψυχολογικούς όρους, αλλά μέσα από τον κόσμο της φυσικής. Με ενδιαφέρει πολύ η ιδέα ότι στην κβαντική κλίμακα η πραγματικότητα είναι ταυτόχρονα μια πιθανότητα, μια διακύμανση, ένα κύμα ή ένα σωματίδιο ή και τα δύο. Μπορεί κάτι να υπάρχει και να μην υπάρχει, μέχρι να παρατηρηθεί. Αυτή η «ασάφεια» μοιάζει φοβερά με τον τρόπο που λειτουργεί και η μνήμη και το πένθος. Στο πρώτο μέρος, η απουσία γονιών, ανθρώπων, ερώτων, ακόμα και πιθανών παιδιών αντιμετωπίζεται σαν μια μεταβολή σε ένα πεδίο: Σαν μια καμπύλωση, ή «μεταστοιχείωση» –όπως είναι και ο τίτλος ενός ποιήματος που συμπεριλαμβάνεται στην ενότητα αυτή– σαν αλλαγή κατάστασης της ύλης. Ο πατέρας, για παράδειγμα, γίνεται και «άτομο» και «τροχιά». Η μητέρα γίνεται «ασυμπτωτική κίνηση», η αγάπη βαρύτητα που «καμπυλώνει» τον χώρο γύρω της. Το σώμα, η μνήμη και ο χρόνος περιγράφονται σαν πειράματα. Τι συμβαίνει όταν μια χειρονομία δεν ολοκληρωθεί, όταν ένα βλέμμα δεν στραφεί, όταν ένα ενδεχόμενο μένει ανεκπλήρωτο. Μιλάμε, συνεπώς, για καταστάσεις «εκκρεμείς», που είναι και αυτές που μ’ ενδιαφέρουν περισσότερο. Η έμπνευση προέρχεται και από προσωπική εμπειρία του πένθους –για πρόσωπα ή και για εκδοχές του ίδιου μου του εαυτού, καθώς πιστεύω πως «πενθούμε» και για τον εαυτό μας– και από τη συναρπαστική, σχεδόν ποιητική γλώσσα με την οποία η σύγχρονη φυσική περιγράφει τον κόσμο. Ήθελα να δω τι γίνεται όταν αυτά τα δύο πεδία μπουν σε διάλογο: Ο εύθραυστος, συναισθηματικός χώρος της απουσίας, εκφρασμένος με μια φαινομενικά «ψυχρή» γλώσσα πεδίων, σωματιδίων και καμπυλών.
Το δεύτερο μέρος της συλλογής είναι επηρεασμένο από τον Αρθούρο Ρεμπώ. Ποια ποιήματά του ή επιστολές του σας επηρέασαν περισσότερο;
Περισσότερο από συγκεκριμένα ποιήματα με επηρέασε η «υπόθεση Ρεμπώ». Από την εφηβεία μου ακόμα, ο Ρεμπώ ήταν ένας από τους αγαπημένους μου ποιητές. Η βιογραφία του –το γεγονός, δηλαδή, ότι έγραψε αυτό το σχεδόν κοσμογονικό έργο πριν κλείσει τα 20 και ύστερα το εγκατέλειψε, για να «χαθεί» σε εμπορικές διαδρομές στην Αφρική, στα σύνορα μεταξύ εμπορίου, βίας και σιωπής– είναι κάτι το αδιανόητο. Σαν ένας άλλος Μότσαρτ, ο νεαρός Ρεμπώ, χωρίς να διαθέτει ακόμα εμπειρίες, αλλά μόνο μέσα από τα διαβάσματά του –καθώς ήταν δεινός αναγνώστης– κατάφερε να φτάσει στην πεμπτουσία της ανθρώπινης φύσης, με τον τρόπο που θα έφτανε ένας 50άρης. Το «Μεθυσμένο Καράβι» και η συλλογή «Εκλάμψεις», που είναι μερικά από τα αγαπημένα μου ποιήματά του, βρίσκονται πάντα στο βάθος, ως ρυθμός, ως εφευρετικότητα της εικόνας και ως έκρηξη της γλώσσας.
Ωστόσο, στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, κεντρικό πρόσωπο δεν είναι ο νεαρός ποιητής, αλλά ο «άλλος» Ρεμπώˑ ο έμπορος, ο άνθρωπος των συνόρων, ο γραφειοκράτης της αποικιακής μηχανής, που έχει προδώσει –ή τουλάχιστον έχει εξαντλήσει– τη γλώσσα του. Κεντρική ιδέα, λοιπόν, της ενότητας αυτής ήταν αυτό το «Τι και αν;», επιχειρώντας να δώσει απάντηση στο ερώτημα: «Τι θα έγραφε αν κρατούσε ένα κρυφό ημερολόγιο ο ενήλικος Αρθούρος Ρεμπώ;» Οι επιστολές του από την Αφρική, όπου ο τόνος είναι στεγνός, σχεδόν λογιστικός, ίσως με κάποια «φαντάσματα» της παλιάς ποιητικής του φωνής στο πίσω μέρος, με απασχόλησαν πολύ, όμως επέλεξα να μην τις ξαναδιαβάσω πριν γράψω τα ποιήματα της συγκεκριμένης ενότητας, για να μου μείνει στον νου μόνο η ποιητική του πλευρά. Προσπάθησα, έτσι να καλύψω αυτό το χάσμα: «ανακαλύπτοντας» ένα χαμένο ημερολόγιο, όπου αυτός ο σιωπηλός πια άνθρωπος καταγράφει –με έναν υβριδικό, πεζο-ποιητικό λόγο– τις περιπέτειές του στην Αβησσυνία, το Άντεν και το Χαρτούμ, αλλά και την επιστροφή του στη Μασσαλία, όταν πια αρρώστησε, όχι ως «σκηνικό», αλλά ως ηθικό και σωματικό τοπίο.
Το τρίτο και τελευταίο μέρος της συλλογής είναι μια «εγκυκλοπαίδεια πιθανών κόσμων». Η φράση αυτή φέρνει στον νου το έργο του Μπόρχες. Ποιες ήταν οι επιρροές σας κατά τη σύνθεση της συγκεκριμένης ποιητικής ενότητας;
Ο Μπόρχες είναι σίγουρα παρών ως σκιά, όχι μόνο λόγω των «πιθανών κόσμων», αλλά και λόγω της ιδέας ότι μια βιβλιοθήκη μπορεί να διαθέτει οποιοδήποτε βιβλίο γράφτηκε ποτέ (μαζί με όλες τις παραλλαγές του), ή ότι μια εγκυκλοπαίδεια, ή ένα φανταστικό λεξικό, μπορούν να εμπερικλείουν ολόκληρη την ανθρώπινη ύπαρξη. Τα διηγήματά του, που συνδυάζουν μια επιστημονικοφανή δομή με το συναίσθημα, μου έρχονται καταρχήν στον νου, ενώ υπάρχουν υπόγειες συνομιλίες και με άλλους συγγραφείς, που το έργο τους παρουσιάζει ομοιότητες με εκείνο του Μπόρχες, όπως τον Ίταλο Καλβίνο (που διατύπωσε πρώτος την ιδέα των «αόρατων πόλεων»), τον Ζαν Μποντριγιάρ και τον Β. Γκ. Ζέμπαλντ, αλλά και τον τρόπο που η σύγχρονη θεωρία –φιλοσοφία, φυσική, θεωρία πολύ-συμπάντων– μιλάει για παράλληλες εκδοχές της πραγματικότητας.
Στο δικό μου βιβλίο, που χωρίζεται σε «λήμματα», καθένα από τα οποία αποτελεί έναν μικρό, «πιθανό κόσμο», τα σενάρια δεν είναι επιστημονικά, αλλά συναισθηματικά. Μια σχέση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που δεν έγινε, ένα σώμα που θυμάται μόνο τη χειρονομία που δεν ολοκληρώθηκε, ένα δωμάτιο χωρίς πόρτα, μια μορφή σιωπής με συγκεκριμένη θερμοκρασία. Η «εγκυκλοπαίδεια» εδώ δεν είναι τόσο φιλολογική ή μεταφυσική, αλλά περισσότερο σωματική. Η ενότητα προσπαθεί να καταγράψει αυτούς τους μικρούς, ιδιωτικούς «κλάδους» της πραγματικότητας σαν μια προσωπική, ποιητική κοσμολογία.
Ένα ποίημα μπορεί να «γεννηθεί» από μια πάρα πολύ συγκεκριμένη αίσθηση: τη θερμοκρασία μιας σιωπής στο δωμάτιο, τον τρόπο που αλλάζει η αναπνοή όταν κάποιος μπαίνει, τη «μυϊκή μνήμη» ενός σώματος που ετοιμάζεται για ένα άγγιγμα που δεν θα έρθει
Πόσο διαφέρει η συγγραφική διαδικασία όταν γράφετε ένα μυθιστόρημα από όταν γράφετε μια ποιητική συλλογή; Ακολουθείτε διαφορετική μέθοδο;
Στο μυθιστόρημα δουλεύω με «μεγάλες καμπύλες». Χρειάζομαι δομή: αρχιτεκτονική –την οποία, άλλωστε, έχω σπουδάσει– μέχρι ακόμα και χάρτες, πληροφορίες που βρίσκω στο Google, χρονικές γραμμές και, βέβαια, χαρακτήρες, που εξελίσσονται μέσα σε εκατοντάδες σελίδες. Είναι μια διαδικασία που θυμίζει περισσότερο «μαραθώνιο», με μπόλικη πειθαρχία, επανεγγραφές –εγώ μάλιστα κάνω αρκετές– και συνεχή έλεγχο «μέσα και έξω», από τη φράση μέχρι το σύνολο. Στην ποίηση, αντίθετα, η μονάδα είναι η στιγμή. Ένα ποίημα μπορεί να «γεννηθεί» από μια πάρα πολύ συγκεκριμένη αίσθηση: τη θερμοκρασία μιας σιωπής στο δωμάτιο, τον τρόπο που αλλάζει η αναπνοή όταν κάποιος μπαίνει, τη «μυϊκή μνήμη» ενός σώματος που ετοιμάζεται για ένα άγγιγμα που δεν θα έρθει. Αυτές οι στιγμές έρχονται συχνά απότομα –σχεδόν βίαια– και απαιτούν να καταγραφούν σχεδόν αμέσως. Μετά, αφότου έχουν μπει αυτά τα στίγματα, ακολουθεί μια πιο σχολαστική φάση επεξεργασίας, όπου ουσιαστικά κάνεις μια επιμέλεια του ενστίκτου. Στο μυθιστόρημα καλείσαι να επιμεληθείς το χάος. Θα έλεγα ότι το μυθιστόρημα προχωρά από το γενικό στο ειδικό, ενώ στην ποίηση είναι το αντίστροφο. Από μια μικροσκοπική, σχεδόν αδιόρατη λεπτομέρεια, προσπαθώ να ανοίξω έναν ορίζοντα. Η μέθοδος διαφέρει, αλλά η εμμονή με τη μορφή, τον ρυθμό και τη λεπτομέρεια είναι κοινή.
Ενώ πρόκειται για μια ποιητική συλλογή, η «Ασθένεια των απαλών πραγμάτων» δίνει μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια και διακρίνεται από ένα σαφές όραμα. Οφείλεται αυτό, κατά τη γνώμη σας, στην εμπειρία σας εδώ και χρόνια με την πεζογραφία;
Σίγουρα. Η μακρά συνύπαρξη με το μυθιστόρημα μου έχει μάθει να σκέφτομαι κάθε βιβλίο ως ολότητα, όχι απλά ως άθροισμα κειμένων. Δεν ήθελα αυτή η συλλογή να είναι «διάσπαρτα ποιήματα», αλλά ένα ενιαίο σώμα με τρεις σαφείς αλλά συγκοινωνούντες λοβούς. Το ότι το πρώτο μέρος εστιάζει στο πένθος και τη φυσική, το δεύτερο στον Ρεμπώ και το τρίτο στα «λήμματα» των πραγμάτων που δεν πρόκειται να συμβούν, δεν είναι θεματική διακόσμηση, είναι τρεις τρόποι για να μιλήσεις για το ίδιο πράγμα: Για το πώς ο χρόνος, η μνήμη και το σώμα διαχειρίζονται την απουσία και την επιθυμία. Η πεζογραφική εμπειρία με βοήθησε στο να υπάρχει αυτή η «σπονδυλική στήλη». Ακόμη και η σειρά των ποιημάτων μέσα σε κάθε ενότητα έχει δουλευτεί σαν δραματουργία: μετατοπίσεις τόνου, εναλλαγή «γυμνών», εξομολογητικών κειμένων με πιο «ψυχρά» ή αφηγηματικά. Από την άλλη, η ποίηση που γράφω εδώ δεν είναι «πεζογραφία σε στίχο». Επιδιώκει μια ένταση, μια ακρίβεια και μια αφαιρετικότητα που στον χώρο του μυθιστορήματος θα «έπνιγε» την αφήγηση. Θα έλεγα ότι η πεζογραφία μού έδωσε το πλαίσιο, αλλά η ποίηση επέβαλε το «εύθραυστο» υλικό.
Υπάρχουν και αυτοβιογραφικά στοιχεία σε αυτή τη συλλογή; Ποιος είναι ο τρόπος με τον οποίο αυτά συντίθενται στην ποιητική αφήγηση;
Υπάρχουν, αλλά δεν λειτουργούν ως «κλειδάριθμοι» για να αναγνωρίσει κανείς περιστατικά της ζωής μου. Η αυτοβιογραφία εδώ είναι «μεταστοιχειωμένη»: Εμπειρίες πένθους, οικογενειακές σχέσεις, παιδικές μνήμες, έρωτες, ασθένειες και φόβοι μεταφέρονται σε ένα πεδίο όπου δεν έχει σημασία αν «όντως συνέβησαν» έτσι, αλλά αν μεταδίδουν το αίσθημα της εμπειρίας. Τα ποιήματα για τον πατέρα, τη μητέρα, το ανύπαρκτο παιδί ή τον εαυτό που δεν υπήρξε έχουν σαφείς προσωπικές αφετηρίες, αλλά είναι γραμμένα έτσι ώστε να μπορούν να «φορεθούν» από τον αναγνώστη. Δεν θα με ενδιέφερε μια εξομολογητική ποίηση «κλειστή» στον εαυτό της, αλλά μια γραφή που παίρνει το υλικό της ζωής μου και το μετατρέπει σε κάτι κοινόχρηστο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια συζήτηση που είχαμε κάποτε με τον Γιώργο Χειμωνά, ο οποίος ήταν και ψυχίατρος. Λέγαμε πως στην ακτινογραφία βλέπεις μόνο τη «δομή» του ανθρώπου, αλλά δεν μπορείς να διακρίνεις το πρόσωπο. Δεν υπάρχει ο «Γιώργος», ο «Γιάννης» ή ο «Αλέξης», υπάρχουν μόνο τα κόκαλα, που λίγο-πολύ είναι ίδια για όλους τους ανθρώπους. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι τα αυτοβιογραφικά στοιχεία είναι ο «μυστικός» σκελετός του βιβλίου. Φαίνονται, αλλά δεν προδίδουν ποτέ την αληθινή «ταυτότητα» του συγγραφέα.
Πρόκειται για μια επιστροφή στην ποίηση η οποία θα έχει διάρκεια; Έχετε και άλλες ιδέες για μελλοντικές συλλογές ποιημάτων;
Δεν μπορώ –και δεν θέλω– να προβλέψω με βεβαιότητα τη «διάρκεια», αλλά ξέρω ότι αυτή η επιστροφή δεν είναι ένα τυχαίο, μεμονωμένο επεισόδιο. Στο τέλος της γραφής της «Ασθένειας των απαλών πραγμάτων» δεν ένιωσα ότι «έκλεισα» κάτι, αλλά ότι άνοιξα ένα καινούριο πεδίο στο οποίο θέλω να κινηθώ ξανά. Ήδη υπάρχουν σημειώσεις, σπαράγματα, φράσεις, μικρά «συστήματα» που δείχνουν προς νέες ποιητικές ενότητες. Με ενδιαφέρει, για παράδειγμα, μια μελλοντική δουλειά πάνω στην πόλη ως οργανισμό μνήμης, ή πάνω στο γήρας του σώματος μέσα σε έναν ψηφιακό, επιταχυνόμενο κόσμο. Αλλά δεν βιάζομαι να τα ορίσω. Αν κάτι έμαθα από αυτή την επιστροφή, είναι ότι η ποίηση έρχεται όταν έχει συγκεντρωθεί αρκετή αόρατη ύλη –όταν τα «απαλά πράγματα» έχουν αποκτήσει αρκετή ένταση ώστε να ζητήσουν μορφή. Οπότε, ναι: νιώθω ότι η σχέση μου με την ποίηση άνοιξε ξανά, αυτή τη φορά με έναν τρόπο πιο ώριμο και ταυτόχρονα πιο εκτεθειμένο. Αν η «Ασθένεια των απαλών πραγμάτων» είναι το πρώτο σύμπτωμα, δεν θα με πείραζε καθόλου να αποδειχτεί χρόνια.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Μια συζήτηση για τον Εθνικό Διχασμό, τους θεσμούς, την πολιτική κουλτούρα, τη μνήμη του τραύματος και την εντιμότητα της ιστορικής ματιάς
Το βιβλίο «Δάκρυα στη Βροχή» παρουσιάζεται απόψε στις 19.30 στον ΙΑΝΟ
Γιατί επιστρέφει στην ποίηση μετά από δυόμιση δεκαετίες με ένα νέο βιβλίο
Ένα βιβλίο που δεν μιλάει για τις γυναίκες αλλά τις δίνει χώρο να μιλήσουν μόνες τους
Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου, στις 19:30
Η ελευθερία είναι ευάλωτη. Ζει μόνο εκεί όπου οι πολίτες μπορούν να αμφισβητούν, να κρίνουν, να διορθώνουν. Και πεθαίνει όταν κάποιος αποφασίζει ότι «ξέρει καλύτερα για όλους».
Από τους Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα μέχρι απλούς κατοίκους, ένα βιβλίο-ταξίδι σε 201 ιστορίες. Ο Χρήστος Πιπίνης, «ψυχή» της ομάδας, μάς είπε περισσότερα
Τα δεκατέσσερα κείμενα του βιβλίου αναφέρονται στις πολιτικές, στρατιωτικές και διπλωματικές εξελίξεις που διαμόρφωσαν το νεοελληνικό κράτος και την νεοελληνική κοινωνία
Στην ποιητική συλλογή «Les Grottes – Excavating Insanity» προσπαθεί να βρει τον δρόμο της επιστροφής προς τη νηφαλιότητα και την επιβίωση γράφοντας
Όσα είπαμε με έναν από τους πιο επιδραστικούς στοχαστές της εποχής μας
Ο τόμος προς τιμήν του σε επιμέλεια των πανεπιστημιακών καθηγητών Burkhard Fehr και Παναγιώτη Ροϊλού
Ποτέ δεν με απογοήτευσε αυτός ο Εβραίος συγγραφέας από την Πολωνία, που το 1978 πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας
Δεν πρόκειται για μια αυστηρή πραγματεία, αλλά για ένα βιβλίο που μετατρέπει τη σύνθετη διαδικασία της αγοράς κατοικίας σε ανθρώπινη κουβέντα.
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.