Βιβλιο

Αόρατοι άνθρωποι – Μαθήματα ζωής από τον άστεγο Μιχάλη Σαμόλη

Πώς βρέθηκε στο δρόμο; Ποια είναι η ιστορία του; Πώς είναι σήμερα η ζωή του; Διάβαστε ένα απόσπασμα από το βιβλίο που κυκλοφορεί στις 27/5 

62222-137653.jpg
A.V. Team
ΤΕΥΧΟΣ 917
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
«Αόρατοι άνθρωποι – Μαθήματα ζωής από τον άστεγο Μιχάλη Σαμόλη», εκδόσεις Παπαδόπουλος

Προδημοσίευση του βιβλίου «Αόρατοι άνθρωποι – Μαθήματα ζωής από τον άστεγο Μιχάλη Σαμόλη» της Τόνιας Τσακίρη, εκδ. Παπαδόπουλος

Ο Μιχάλης Σαμόλης, ένας άνθρωπος της διπλανής πόρτας, ένα πρωί την εποχή της κρίσης βρέθηκε στον δρόμο. Είδε τη ζωή του να γκρεμίζεται, πέρασε δύσκολα όσο δεν μπορούμε να φανταστούμε, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Στο βιβλίο «Αόρατοι άνθρωποι – Μαθήματα ζωής από τον άστεγο Μιχάλη Σαμόλη» αφηγείται στη δημοσιογράφο Τόνια Τσακίρη τη συγκλονιστική ιστορία του. Σήμερα μένει σε ξενώνα αστέγων, είναι πωλητής του περιοδικού δρόμου «σχεδία» και οδηγός στις «Αόρατες διαδρομές» και έχει βάλει σκοπό της ζωής του να βοηθάει τους ανθρώπους να ξεπεράσουν τις δυσκολίες τους. Το βιβλίο κυκλοφορεί στις 27/5 από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος και η Athens Voice δημοσιεύει ένα απόσπασμα.

«Αόρατοι άνθρωποι – Μαθήματα ζωής από τον άστεγο Μιχάλη Σαμόλη»: Απόσπασμα από το βιβλίο

«Μιχάλη πρέπει να φύγεις ως το τέλος της βδομάδας. Έχω και εγώ ανάγκες, έξοδα, οικογένεια» μου είπε ο ιδιοκτήτης, και με δυσκολία ψέλλισα «Εντάξει».

Μούδιασα. Σαν να είχα πάθει εγκεφαλικό. Δεν μπορούσα να σκεφτώ, να λειτουργήσω. Περπατούσα σαν χαμένος μέσα στο σπίτι μου για λίγες ακόμη μέρες, καθώς σύντομα η προσωπική αντωνυμία θα απουσίαζε. Το σπίτι, χωρίς «μου». Άγγιζα τις κουρτίνες, το κρεβάτι, τους τοίχους. Το αποχαιρετούσα σιωπηλά.

Ξάπλωσα στον καναπέ και κοίταγα το ταβάνι. Αποφάσισα να φύγω σε δυο μέρες. Νύχτα. Να κρύψει το σκοτάδι τον ξεπεσμό μου.

Μπορεί να υπήρξα αφελής, δειλός, μη διορατικός, να επέτρεψα στην κρίση να με ρίξει ψυχολογικά. Να με ισοπεδώσει.

Έτσι το 2013 βρέθηκα στον δρόμο.

Έφυγα από το σπίτι μου κρατώντας μόνο μια βαλίτσα. Τα υπόλοιπα τα εγκατέλειψα εκεί. Τότε το μυαλό μου δεν δούλευε σωστά. Δεν ήμουν ο άνθρωπος που είμαι σήμερα. Δεν σκεφτόμουν λογικά. Άρπαξα μια βαλίτσα με λίγα ρούχα και αγαπημένα μικροαντικείμενα, όπως ελάχιστες φωτογραφίες, έκλεισα την πόρτα του διαμερίσματος για τελευταία φορά και με σκυμμένο το κεφάλι βρέθηκα σε μια πλατεία στην Καλλιθέα. Δεν θυμάμαι και πολλά. Τα έχω διαγράψει τα περισσότερα. Ήταν η άμυνά μου για να μπορέσω να συνεχίσω. Μια μέρα έμενα εδώ, μια μέρα εκεί. Απλώς περιφερόμουνα σε όλη την Αθήνα, χωρίς σχέδια, πλάνα και ελπίδα.

Την πρώτη ημέρα, πάντως, άφησα τα βήματά μου να με οδηγήσουν σε οικεία μέρη. Στη γειτονιά μου, λίγο πιο πέρα από το πρώην σπίτι μου. Δεν το είχα σχεδιάσει. Περπατούσα μηχανικά, χωρίς να γυρίζω το βλέμμα μου πίσω. Δεν άντεχα να αποχωριστώ τον πρότερο βίο μου, δεν άντεχα τον εξευτελισμό μου.

Μπορεί να μην έχω τη δυνατότητα να ανακαλέσω όλες τις λεπτομέρειες από εκείνο το μαρτυρικό βράδυ, θυμάμαι όμως μια μουριά. Ξάπλωσα σε ένα παγκάκι κάτω από μια μουριά, καθώς μου έδινε την ψευδαίσθηση ότι είναι σκεπή.

Παρόλο που ήταν Μάιος, κρύωνα και είχα σκεπαστεί με μια κουβέρτα που είχα παραχώσει στη βαλίτσα, την οποία κρατούσα σφιχτά, λες κι αν μου την έκλεβαν θα είχε μεγάλη διαφορά. Είχα στρέψει το πρόσωπό μου προς τη μέσα πλευρά στο παγκάκι για να μη με δει κάποιος γνωστός και έκλεισα τα μάτια μου χωρίς να μπορώ να κοιμηθώ. Το ξημέρωμα με βρήκε στην ίδια θέση.

Δεν είχα πάνω μου ούτε ένα ευρώ. Είχα ξοδέψει και τις τελευταίες οικονομίες, καθώς δεν είχα καταφέρει να βρω εργασία ή οικονομική βοήθεια. Κάπνιζα ένα από τα τελευταία τσιγάρα που μου είχαν απομείνει και είχα να βάλω μπουκιά στο στόμα μου πολλές ώρες. Το πρώτο πρωινό της αστεγίας μου, και να μου προσέφεραν το πιο λαχταριστό πιάτο ενός γκουρμέ εστιατορίου, δεν θα το άγγιζα. Το στομάχι μου είχε γίνει κόμπος. Βέβαια, όσο περνούσαν οι ημέρες άλλαξα γνώμη για το φαγητό και η όρεξή μου επανήλθε. Όχι όμως και η ενέργειά μου. Ήμουν συγκλονισμένος.

«Μα δεν υπήρχε ούτε ένας συγγενής ή φίλος να σε βοηθήσει;» με ρωτά εμφανώς σοκαρισμένη η δημοσιογράφος, που μέχρι εκείνη την ώρα παρακολουθούσε την αφήγηση σιωπηλά.

«Αόρατοι άνθρωποι – Μαθήματα ζωής από τον άστεγο Μιχάλη Σαμόλη», εκδόσεις Παπαδόπουλος

Αν και είχα μεγάλη οικογένεια, οι συγγενείς εξαφανίστηκαν όλοι. Άλλοι δεν ήθελαν, άλλοι δεν μπορούσαν, άλλοι δεν ενημερώθηκαν. Οι γονείς και ο αδελφός μου είχαν φύγει από τη ζωή. Με την αδελφή μου, παρόλο που ήμασταν πολύ δεμένοι ως παιδιά, όταν ενηλικιωθήκαμε, αποξενωθήκαμε. Ο σύζυγός της και εγώ δεν ταιριάξαμε ποτέ, με αποτέλεσμα η αδελφική σχέση να καταστραφεί, οπότε, όταν απευθύνθηκα σε αυτή πριν καταλήξω στον δρόμο, δεν έλαβα θετική απάντηση. Ψέματα και κατηγορίες κυκλοφόρησαν για μένα από πρώην φίλους, στην Καλλιθέα και παντού. Διέδωσαν φήμες ότι δεν μου έκλεψαν το φορτηγό. Ότι έχασα χρήματα στον τζόγο. Μπορεί να ήμουν αφελής και επιπόλαιος, αλλά ψεύτης και τζογαδόρος δεν υπήρξα ποτέ.

Μετανιώνω που δεν συμβούλεψα την αδελφή μου, όταν ήμασταν νεότεροι, για τις συναναστροφές της, που δεν προσπάθησα πιο πολύ να παραμείνουμε δεμένοι. Για να μείνει κάποιος στον δρόμο, δεν ευθύνονται μόνο οι συγκυρίες. Ευθύνεται και ο ίδιος. Εγώ έκανα μεγάλα λάθη, όχι μόνο με την αδελφή μου, αλλά και σε άλλους τομείς. Το πάθος μου για τις ωραίες γυναίκες ήταν το βασικό μου λάθος. Το πλήρωσα ακριβά και τώρα είμαι μόνος» απαντώ κομπιάζοντας, γιατί ακόμη και σήμερα αυτή η κουβέντα με ενοχλεί.

«Τι εννοείς;» με ξαναρωτά η δημοσιογράφος.

Οι λανθασμένες επιλογές συντρόφων, με αποτέλεσμα δύο διαζύγια, και η έλλειψη αποταμίευσης χρημάτων με οδήγησαν στον δρόμο. Ήταν σαν να οδηγούσα το φορτηγό με ιλιγγιώδη ταχύτητα και έπεσα στον γκρεμό. Παντρεύτηκα δύο φορές με βασικό κριτήριο την ομορφιά. Το δυσάρεστο τέλος των γάμων μου ήταν προδιαγεγραμμένο και δεν υπήρχε καμία επικοινωνία αρκετά χρόνια πριν μείνω στον δρόμο. Πιστεύω ότι αν είχα δημιουργήσει μια αγαπημένη οικογένεια με σταθερή δομή και αξίες δεν θα είχα καταλήξει άστεγος. Επιπλέον, είναι αδιανόητο να έχεις ξεπεράσει την ηλικία των 50 ετών και να μην έχεις στην τράπεζα ένα χρηματικό ποσό για δύσκολες ώρες. Σπαταλούσα τα έσοδά μου σε γυναίκες, αλκοόλ και πολλές βραδιές δεν επέστρεφα στο σπίτι μου αν το ρολόι δεν έδειχνε 5 τα χαράματα.

«Και ξέρετε ποια είναι η ειρωνεία ή το βλακώδες λάθος μου;» θέτω μια ρητορική ερώτηση.

Γαλουχήθηκα με βασική αξία ζωής ότι η οικογένεια είναι το παν. Οι γονείς μου διατυμπάνιζαν και το έδειχναν διαρκώς με πράξεις ότι η οικογένεια είναι σαν το μαγκάλι που ζεσταίνει τη χειμωνιάτικη νύχτα. Κρίμα που δεν ακολούθησα τις συμβουλές τους.

Θεέ μου, που πάει κανείς όταν δεν έχει μοίρα που πάει κανείς όταν δεν έχει αστέρι άδειος ο ουρανός άδειο σώμα και μόνο πίκρα στρογγυλή γεμάτη μες στη σελήνη τη μισή.

- Οδυσσέας Ελύτης

Λόγια θλιβερά, ποιητικά, τα οποία ταίριαζαν στη δραματική κατάστασή μου, κυρίευσαν το μυαλό μου εκείνες τις ημέρες.

Για 42 ημέρες που δεν είχα μοίρα και αστέρι περιπλανιόμουν στον δρόμο και κοιμόμουν στα παγκάκια, ακόμη και στο δάπεδο, χρησιμοποιώντας μια κουβέρτα αντί για κρεβάτι. Καλλιθέα, Ομόνοια, Σύνταγμα, Μοναστηράκι. Ήταν ένας εφιάλτης. Αυτό που θυμάμαι έντονα από εκείνες τις εφιαλτικές ημέρες είναι ο απόλυτος φόβος που ένιωθα. Πέρναγε μια μηχανή και πεταγόμουν. Οι θόρυβοι της πόλης με τρομοκρατούσαν. Δεν κοιμόμουν. Λαγοκοιμόμουν σαν τα σκυλιά, ανά δεκάλεπτα. Ακόμη και τώρα αν ακούσω μπαμ, θα πεταχτώ επάνω πανικόβλητος. Ο φόβος από τις εξατμίσεις των μηχανών δεν θα με εγκαταλείψει ποτέ.

Περνούσαν από μπροστά μου βιαστικά οι εργαζόμενοι με τα σακάκια και τους χαρτοφύλακές τους, και σκεφτόμουν ότι ήμουν στη θέση τους. Ήταν ένα κόλπο για να μπορέσω να ηρεμήσω και να κοιμηθώ λίγα επιπλέον λεπτά. Ίσως μια ώρα, αν ήμουν τυχερός. Γιατί περισσότερες ώρες συνεχόμενες δεν έγραφε το κοντέρ. Έκανα όνειρα ότι ήμουν ένας από αυτούς. Το πρωί δουλειά και μετά επιστροφή στο σπίτι.

Μπορεί το αρχικό πόστο της αστεγίας μου να ήταν η γνώριμη Καλλιθέα, αλλά γρήγορα αντιλήφθηκα ότι κυκλοφορούσαν πολλοί άνθρωποι που τους είχα συναναστραφεί και δεν ήθελα να με αντικρίσουν. Φοβόμουνα τους φίλους, τους γνωστούς. Κρυβόμουνα. Καλλιθεάτης ήμουν μια ζωή. Κατάφερνα και καμουφλαριζόμουνα. Αισθανόμουν μια ανυπέρβλητη ντροπή. Μετά από μια βδομάδα, κατέληξα στο κέντρο της Αθήνας. Εκεί περνούσα απαρατήρητος.

Όταν έβλεπα φορτηγά στον δρόμο, αναρωτιόμουν διαρκώς το ίδιο. Πού είναι το φορτηγό μου; Κοίταγα τις πινακίδες, τα χρώματα των φορτηγών. Έτριβα με το νύχι τις νταλίκες να διαπιστώσω αν φεύγει το χρώμα. Μήπως ήταν το δικό μου και το είχαν βάψει. Παρόλο που ήξερα ότι θα μπορούσα να αναγνωρίσω το φορτηγό μου στη στιγμή, είχα τη λαχτάρα να το βρω και πλησίαζα όλα τα οχήματα με την ελπίδα ότι κάποιο από αυτά θα είναι το δικό μου.

Για να κρατήσω το μυαλό μου ξύπνιο, ξαναοδηγούσα νοερά το φορτηγό μου. Ονειρευόμουν δρομολόγια, κοντέρ, ταξίδια, χιλιόμετρα στον δρόμο. Τις περισσότερες φορές όμως, στα λίγα λεπτά που έκλεινα τα μάτια μου με κυνηγούσανε θεριά.

Το σκοτάδι είχε απλωθεί και εγώ βρισκόμουν μόνος σε ένα έρημο τοπίο. Ξαφνικά, η σιωπή διακόπηκε από τα ουρλιαχτά μιας αγέλης από ύαινες. Τα απόκοσμα γρυλίσματα πλησίαζαν και τα φθονερά μάτια τους λαμπύριζαν. Με είχαν κυκλώσει επιδεικνύοντας τα κοφτερά τους δόντια. Τα σάλια τους έσταζαν στο χώμα και τις κοιτούσα ανήμπορος να αμυνθώ. Αυτό το όνειρο με είχε στοιχειώσει τις πρώτες ημέρες που βρέθηκα στον δρόμο και πάντα ξυπνούσα ιδρωμένος, τη στιγμή που οι ύαινες ξέσκιζαν τις σάρκες μου.

Ο ανθρώπινος οργανισμός είναι φτιαγμένος να αντέχει τα πάντα. Μπορείς να ξεπεράσεις όλα τα προβλήματα.

Κάποιες φορές επινοούσα ότι έτρωγα αόρατα φαγητά στις ταβέρνες που σύχναζα παλιά. Τις περισσότερες όμως φορές χάζευα τις βιτρίνες των εστιατορίων και το στόμα μου γέμιζε σάλια.

Οι μυρωδιές των ψητοπωλείων με ζάλιζαν. Κάρφωνα το βλέμμα στους ανθρώπους που έτρωγαν τις πλούσιες μερίδες τους και η κατάθλιψη με έλουζε. Σκεφτόμουνα ότι αυτοί τρώνε την μπριζολάρα τους χωρίς να ενδιαφέρονται για εμάς τους άστεγους. Δεκάδες σκέψεις τριβέλιζαν το μυαλό μου. Πώς ήταν δυνατόν να ήμουν και εγώ στη θέση τους πριν από λίγο καιρό και να αγνοούσα τους πεινασμένους, τους άπορους! Τώρα πια, όταν θέλω να σταματήσω το φαγητό, διότι τα κιλά μου περισσεύουν, φέρνω στον νου τα παιδιά στην Αφρική και μου κόβεται η όρεξη.

Στο κέντρο άρχισα δειλά δειλά να εξοικειώνομαι. Το πρώτο πράγμα που μαθαίνει ένας άστεγος είναι πού θα βρει τροφή. Είχα πάνω μου μόνο 2 ευρώ. Όλα κι όλα. Ρωτώντας άλλους άστεγους, πήρα πληροφορίες για το μεγαλύτερο συσσίτιο της Αθήνας. Στην οδό Σοφοκλέους. Έτρωγα και έσερνα τα βήματά μου στους δρόμους. Βρήκα παρηγοριά στους άστεγους που βρίσκονταν στον δρόμο για μεγάλο διάστημα. Κούρνιαζα κοντά τους, δίπλα στις πλαστικές σακούλες με τα λιγοστά υπάρχοντα που έμοιαζαν με τα αντικείμενα ναυαγών ξεβρασμένα στην ακτή. Ήμασταν σαν ένα κοπάδι περιστεριών που προσπαθούσε να επιβιώσει με λίγα ψίχουλα.

Οι άστεγοι είναι ένας διαφορετικός κόσμος. Κλειστός, όπου δεν διεισδύει εύκολα ο καθένας. Μας λείπει η εμπιστοσύνη. Αντιμετωπίζουμε με επιφυλακτικότητα τον κόσμο των προνομιούχων. Μεταξύ μας έχουμε άλλους κώδικες. Δίνει ο ένας στον άλλο πρακτικές συμβουλές. Μα θέλει και προσοχή. Πολλοί άστεγοι είναι χρήστες ναρκωτικών, άλλοι έχουν ψυχολογικά προβλήματα. Για να επιβιώσεις, πρέπει να είσαι σε επιφυλακή.

Μία από τις 42 ημέρες του δρόμου είχε σουρουπώσει και έπιασε μια ανοιξιάτικη μπόρα. Ο αέρας σήκωνε με μανία τα σκουπίδια από τα στενά της Ομόνοιας και είχα βραχεί ως το κόκαλο. Κρύωνα και βρήκα καταφύγιο στα βρεγμένα σκαλοπάτια ενός εγκαταλειμμένου κτιρίου. Μα δεν ήταν αρκετό. Τουρτούριζα. Μετά από αρκετή ώρα παρατήρησα ότι η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη και τόλμησα να τρυπώσω. Να περάσει η νύχτα, και το πρωί θα κυκλοφορήσω ξανά στα γνώριμα μονοπάτια του κέντρου, σκέφτηκα. Τα σκοροφαγωμένα ξύλα του πατώματος έτριζαν και η δυσωδία ήταν ανυπόφορη. Τουλάχιστον ήταν στεγνά. Το σκοτάδι ήταν πυκνό και φοβόμουνα. Δεν ξέρω τι, αλλά φοβόμουνα.

Ύστερα από μερικά λεπτά τα μάτια μου συνήθισαν και ξάπλωσα σε μια γωνία, ακουμπώντας το κεφάλι μου πάνω στη βαλίτσα μου, την οποία δεν αποχωριζόμουν ποτέ. Άλλωστε τα μοναδικά μου πια υπάρχοντα κρύβονταν εκεί μέσα. Οι αρουραίοι έκαναν παρέλαση, μα δεν με ενοχλούσαν, καθώς τους συναντούσα συχνά πλέον στα πέριξ της Ομόνοιας. Δεν θυμάμαι για πόση ώρα είχα κλείσει τα μάτια μου, όταν ξύπνησα από κάτι φωνές.

Ένα χέρι προσπαθούσε να ανοίξει τη βαλίτσα μου και έβριζε θεούς και δαίμονες. Με αγνοούσε και τραβολογούσε το χερούλι. Φαινόταν μεθυσμένος, το αλκοόλ είχε καλύψει τη μυρωδιά των αρουραίων, και τρέκλιζε. Δεν άφησα τον τρόμο μου να με παραλύσει και σηκώθηκα σαν ελατήριο όρθιος. Με μια σπρωξιά ο εξαγριωμένος συγκάτοικος σωριάστηκε στο δάπεδο και σε δευτερόλεπτα βρέθηκα ξανά έξω. Όλη την υπόλοιπη νύχτα, παρέα πάντα με τη βαλίτσα, προχωρούσα για να καλμάρω την ταραχή μου, μέχρι που κατέληξα στο Μοναστηράκι και άραξα δίπλα σε άλλους άστεγους που ήδη κοιμόντουσαν.

Κάποιοι από αυτούς θα μπορούσαν να ακολουθήσουν τα δικά μου βήματα για να βελτιώσουν τη ζωή τους, μα οι περισσότεροι δεν το τολμούν. Έχουν χάσει τις ελπίδες τους. Δεν είναι διατεθειμένοι να παλέψουν, να αλλάξουν τις συνθήκες διαβίωσής τους. Η ζωή μού δίδαξε ότι ο πονεμένος άνθρωπος μπορεί να εξελιχθεί σε σοφό άνθρωπο. Αρκεί να επιλέξει να αξιοποιήσει τον πόνο του αντί να νιώθει θύμα.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.